Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2009

Το Πήλιο και η ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του


Το Πήλιο, βουνό χιλιοπερπατημένο από θεούς και ημίθεους, από κενταύρους και τιτάνες, από γίγαντες και πολεμιστές, θερινή κατοικία των θεών και τόπος που ξεπήδηξαν εκατοντάδες θρύλοι και μύθοι, όπως ο γνωστός μύθος της αργοναυτικής εκστρατείας. Τόπος ιερός και συνάμα μαγεμένος, τόπος όπου η θάλασσα και το βουνό συνυπάρχουν αρμονικά, σε έναν χώρο όπου η παράδοση και η ιστορία χάραξαν βαθιά τα ίχνη τους στο διάβα των αιώνων και συνέβαλλαν στη διαμόρφωση του ιστορικού γίγνεσθαι της περιοχής.
Σ’αυτόν τον ιδιαίτερο τόπο βρίσκονται διάσπαρτα τα 24 χωριά του Πηλίου, που συμπληρώνουν αυτή την ξεχωριστή αρμονία ανθρώπου και φύσης. Χωριά στολισμένα με λιθόστρωτα μονοπάτια και καλαίσθητες κρήνες, με πυκνά καλντερίμια και περίτεχνες εκκλησίες, με σπίτια και αρχοντικά, που συνδυάζουν άψογα την αρχιτεκτονική τους με το φυσικό περιβάλλον.
Τα πρώτα οικήματα που κτίστηκαν στο Πήλιο χρονολογούνται στις αρχές του 18ου αιώνα. Πρόκειται για πυργοειδής λιθόκτιστες κατασκευές με τρεις και τέσσερις ορόφους. Κύρια χαρακτηριστικά αυτών των οικημάτων ήταν οι διπλοί τοίχοι, τα λίγα ανοίγματα, οι πολλές πολεμίστρες και η γνωστή «ζεματίστρα» που υπήρχε πάνω από την είσοδο. Οι κατασκευές αυτές είχαν καθαρά οχυρωματικό χαρακτήρα. Σήμερα οι ελάχιστοι πύργοι που διασώζονται σε κάποια χωριά, έχουν δεχτεί πολλές μεταγενέστερες επεμβάσεις και επισκευές, οι οποίες έχουν αλλάξει κατά πολύ την αρχική εικόνα και λειτουργία τους.
Στα μέσα του 18ου αιώνα και αρχές του 19ου, χρονολογούνται τα οικήματα τα οποία ανήκαν στο λεγόμενο βορειοελλαδιτικό τύπο. Τα σπίτια αυτά αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας και κτίστηκαν από πρόσφυγες της Ηπείρου και της Α. Μακεδονίας που είχαν εγκατασταθεί στο Πήλιο. Οι ίδιοι, έφεραν μαζί τους την τέχνη και τη μαεστρία της πέτρας και φρόντισαν το κτίσιμο των οικισμών να συνοδεύεται από αρμονία στο σχήμα, το χρώμα και την υφή. Τα οικήματα αυτής της περιόδου ήταν πολυόροφα και ήταν κτισμένα με πυργοειδή κατασκευή που θύμιζε πολύ τους πρώιμους πύργους, ενώ οι κατόψεις τους διέφεραν ανάλογα με τη διαμόρφωση του εδάφους. Τα σπίτια είχαν συνήθως δύο ή τρεις ορόφους. Στο ισόγειο υπήρχαν λίγα και μικρά παράθυρα, ενώ οι τοίχοι ήταν χοντροί και πέτρινοι και λειτουργούσαν κατάλληλα για την αποθήκευση προϊόντων. Το μεσοπάτωμα (α’ όροφος) ήταν συνήθως χαμηλοτάβανο με λίγα παράθυρα και τζάκι και λειτουργούσε ως χώρος χειμερινής διαμονής. Βασικά χαρακτηριστικά του τρίτου ορόφου ήταν ότι υπήρχε σ’ αυτόν η κύρια είσοδος του οικήματος, καθώς και πολλά μεγάλα παράθυρα. Σ’ αυτόν τον όροφο έμεναν οι πηλιορείτες τους καλοκαιρινούς μήνες. Οι κατασκευές ήταν λιθόκτιστες και ενισχυμένες με ξυλοδεσιές. Οι στέγες ήταν σκεπασμένες με σχιστολιθικές πλάκες (που εξορίζονταν από τα ορυχεία του Πηλίου) και προεξείχαν για λόγους προστασίας του οικήματος από τις καιρικές συνθήκες. Εσωτερικά τα σπίτια ξεχώριζαν από τη ξυλόγλυπτη διακόσμηση στις πόρτες, τα ντουλάπια και το τζάκι, τα περίτεχνα κεφαλόσκαλα, τον πλούσιο ζωγραφικό διάκοσμο και τις τοιχογραφίες (που απεικόνιζαν την καθημερινή ζωή των κατοίκων στην Ελλάδα και το εξωτερικό). Επίσης ξεχώριζαν για τον ιδιαίτερο λιθοανάγλυφο διάκοσμο, ο οποίος κυριαρχούσε στις εξωτερικές όψεις των σπιτιών, στις κτητορικές επιγραφές και στα υπέρυθρα της εισόδου, που κοσμούταν συνήθως με δικέφαλους αετούς, άνθη, ρόδακες, σταυρούς και άλλα τέτοιου είδους διακοσμητικά μοτίβα.
Λόγω της τουρκοκρατίας, η ανασφάλεια που επικρατούσε επέβαλλε στα κτίρια να υιοθετήσουν έναν φρουριακό και οχυρωματικό χαρακτήρα, που θα τα προστάτευε σε περίπτωση πιθανής εισβολής. Για το λόγο αυτό, στα μικρά παράθυρα του ισογείου είχαν τοποθετηθεί σιδεριές, ενώ πάνω από την κύρια είσοδο υπήρχε η «φουσκωτή σιδεριά» και η «ζεματίστρα».
Στα μέσα του 19ου αιώνα έχουμε τα λεγόμενα νεοκλασικά σπίτια, τα οποία κτίστηκαν από πλούσιους πηλιορείτες, οι οποίοι είχαν ταξιδέψει στην Αίγυπτο και είχαν επηρεαστεί από την αιγύπτια αρχιτεκτονική. Στα σπίτια αυτά διασταυρώνονται τα λαϊκά, παραδοσιακά στοιχεία με τα νέα στοιχεία της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής και λειτουργούν ουσιαστικά ως ένα μεταβατικό στάδιο περάσματος από την παραδοσιακή στη νεοκλασική αρχιτεκτονική. Οι οικισμοί ήταν διώροφοι ή τριώροφοι με νέα βασικά χαρακτηριστικά τις λιτές γραμμές, τις μαρμάρινες λεπτομέρειες και τις αρμονικές συμμετρικές όψεις, όπου έκαναν τα κτίρια αυτής της περιόδου να δένουν άψογα με τα παλαιότερα κτίσματα της κλασικής περιόδου.
Ο συνδυασμός αυτών των στοιχείων διατηρήθηκε ως την απελευθέρωση της Θεσσαλίας και το 1881 καθιερώθηκε ως επίσημος αρχιτεκτονικός ρυθμός στο Πήλιο ο νεοκλασικός.
Όλα τα οικήματα του Πηλίου, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους και ανάλογα με τις εκάστοτε ιστορικές συγκυρίες, ακολουθούσαν τις ίδιες μορφές οργάνωσης. Αναπτύχθηκαν γύρω από ένα αρχικό πυρήνα (ναό ή πλατεία), που αποτελούσε το κεντρικό σημείο αναφοράς.
Οι οικισμοί κατάφεραν επίσης να διατηρήσουν την ισορροπία ανάμεσα στο φυσικό και το δομημένο περιβάλλον, υπακούοντας σε κανόνες λειτουργίας και σε αρχές που ακολούθησαν τη φυσική εξέλιξη και τους φυσικούς ρυθμούς.
Η ποιότητα των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν για να κτιστούν τα σπίτια καθόρισε το αισθητικό και μορφολογικό αποτέλεσμα των οικημάτων. Η συνοχή των μορφών, το αισθητικό αποτέλεσμα και η ξεχωριστή ομοιογένεια αυτών των κατασκευών μαρτυρούν τη φαντασία και την ιδιαίτερη ικανότητα των ανθρώπων που τα δημιούργησαν.
Σήμερα, οι παραδοσιακές αυτές δομές του Πηλίου μαρτυρούν μια ασυνέχεια στο χώρο και το χρόνο, διανύοντας παράλληλα μια εκτεταμένη χρονική διάρκεια που υπακούει στους δικούς της ρυθμούς και στους δικούς της κανόνες.

Κώστας Νίκας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου