Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2009

Ο αρχαιολόγος Γεώργιος Χ. Χουρμουζιάδης και η δράση του στο μουσείο του Βόλου


Η πορεία του Γεώργιου Χουρμουζιάδη στο χώρο της αρχαιολογίας είναι μία πορεία προσωπικής δημιουργίας, ανθρώπινης δράσης και προσφοράς, που καθοδη-γείται και νοηματοδοτείται από τη μεγάλη του αγάπη για το παρελθόν, μια αγάπη που την ασπάζεται και που την ακολουθεί σε όλη του τη ζωή.
Ο Γεώργιος Χουρμουζιάδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1935, όπου και σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. Το 1972 ολοκλήρωσε τη διδακτορική του διατριβή και το 1973 αναγορεύτηκε διδάκτορας του Α.Π.Θ. Το 1976-1977 μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία με υποτροφία του ιδρύματος Hubold στη Χαϊδελμβέργη, ενώ το 1981 εκλέχτηκε καθηγητής προϊστορικής αρχαιολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. και το 1985 έγινε αντιπρύτανης.
Η πορεία του στο Βόλο ξεκινάει το 1966, όταν ακόμη νεαρός επιμελητής αρχαιοτήτων διορίζεται στην εφορεία προϊστορικών και κλασικών αρχαιοτήτων του Βόλου, φέρνοντας μαζί του μία νέα ώθηση που θα τον βοηθήσει να υλοποιήσει τις πνευματικές του ανησυχίες, τα όνειρα και τις επιδιώξεις του. Στη συνέχεια γίνεται έφορος της αρχαιολογικής υπηρεσίας Βόλου και πραγματοποιεί μία πληθώρα ανασκαφών με πιο γνωστές τις ανασκαφές του Διμηνίου, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύει το 1977 στο βιβλίο του, «Το Νεολιθικό Διμήνι».
Η μεγάλη του συμβολή στο μουσείο του Βόλου ήταν το 1977-1979, όπου οργανώνει την έκθεση των ταφικών εθίμων της αρχαιότητας και την έκθεση των ευρημάτων νεολιθικού οικισμού στη Θεσσαλία, με έναν ιδιαίτερα πρωτοποριακό για την εποχή του τρόπο, δίνοντας έμφαση στο γνωστικό πολιτιστικό περιεχόμενο του μουσείου.
Για πρώτη φορά στο μουσείο του Βόλου στόχο δεν αποτελεί απλά η έκθεση αντικειμένων, αλλά η κατάργηση της στατικότητας και η προσπάθεια επανα-προσέγγισης του κόσμου μέσω κίνησης και φωτισμού. Υιοθετεί επίσης μία νέα πρωτοποριακή προσέγγιση σε ότι αφορά την οργάνωση της έκθεσης, η οποία δίνει έμφαση στη δυναμική σχέση του αρχαίου αντικειμένου με τον ανθρώπινο παράγοντα, παρέχοντας πληροφορίες σχετική με την παραγωγική διαδικασία δημιουργίας του πρώτου, επιτυγχάνοντας με αυτόν τον τρόπο να κεντρίσει και να γονιμοποιήσει την κριτική σκέψη του κοινού.
Το 1981 διορίστηκε καθηγητής στην έδρα προϊστορικής αρχαιολογίας του Α.Π.Θ., φεύγοντας από το μουσείο του Βόλου, χωρίς ωστόσο να πάψει να ασχολείται με την ανασκαφική έρευνα, τις δημοσιεύσεις και τα περιοδικά.
Όσοι συνεργάστηκαν μαζί του μιλούν για έναν άνθρωπο με ευγενείς στόχους και ιδανικά, που κατάφερε να τους μυήσει με το δικό του ξεχωριστό τρόπο στα μυστικά της αρχαιολογικής έρευνας. Πρωτοπόρος, εισηγητής καινοτόμων επιστη-μονικών προσεγγίσεων και εκφραστής της νέας αρχαιολογίας που στηρίζονταν στην αναπροσαρμογή και αναδιατύπωση καθιερωμένων θεωρητικών σχημάτων, έδωσε το δικό του στίγμα στο ιστορικό γίγνεσθαι της εποχής του και του τόπου μας.
Για τον Γεώργιο Χουρμουζιάδη η ανασκαφή είναι μία διαδικασία ενθου-σιασμού, πάθους και επαλήθευσης που έχει τις καλές και τις κακές της στιγμές, ένα ρομαντικό και γοητευτικό ταξίδι στη συγκίνηση και τον ενθουσιασμό, μία «περιπέτεια» με τελικό προορισμό το παρελθόν.

Το ιδεολογικό υπόβαθρο των αρχαίων ελληνικών πόλεων


Η πόλη στην αρχαιότητα δεν αποτελούσε απλά μια οικοδομική οντότητα όπως στη σημερινή εποχή, αλλά αντανακλούσε μια ιδιαίτερη σχέση ανάμεσα στο φυσικό χώρο, τον ανθρώπινο παράγοντα και τον πολεοδομικό σχεδιασμό εξασφαλίζοντας την πλήρη ισορροπία.
Η οργάνωση της κοινωνίας τόσο σε χωρικό – φυσικό επίπεδο όσο και σε κοινωνικό χαρακτηρίζονταν από πλήρη συμμετρία, η οποία διαμόρφωνε τις βάσεις για την ανάδειξη της έννοιας της ισότητας, της ισοτιμίας και της συμμετοχής στα κοινά.
Απαραίτητο στοιχείο στη διαμόρφωση της κοινωνικής οργάνωσης έπαιζε η έννοια του μέτρου, η έννοια δηλαδή της μεσότητας, η οποία κατείχε πολύ σημαντική θέση στο σύστημα της ηθικής εφόσον ταυτίζονταν με την αρετή.
Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, πόλη είναι η δημιουργία μιας δίκαιης πολιτείας που θα έχει ως άμεσο στόχο την αρμονική συμβίωση των πολιτών της. Βασικό στοιχείο μιας άρτιας και ιδεώδους πολιτειακής οργάνωσης ήταν η εξασφάλιση του «καλού» και «αγαθού» στους κόλπους της κοινωνίας και η απαλοιφή κάθε είδους κακού.
Για την επίτευξη μιας ιδανικής πολιτείας απαραίτητη ήταν η δημιουργία ενός νομοθετικού πλαισίου και μιας σωστής οργάνωσης του χώρου της πόλης, η οποία θα προστάτευε τους πολίτες της, όχι μόνο με τη δημιουργία φυσικών τοιχών αλλά και με τη δημιουργία «ζωντανών» τοιχών, αφού οι οίκοι με την ομοιόμορφη διάταξή τους θα αποτελούσαν μία ενιαία ασπίδα προστασίας των πολιτών και των οικογενειών τους.
Βασικές έννοιες για τη λειτουργία μιας αρμονικής κοινωνίας ήταν οι έννοιες της ευνομίας και της ευταξίας, η διατήρηση των οποίων λειτουργούσε σε άμεση συνάρτηση με το μέγεθος της πόλης, καθώς τα όρια κάθε πόλης δε θα έπρεπε να είναι ανεξέλεγκτα, αλλά θα έπρεπε να υπακούν σε διάφορους κανόνες.
Στην παραπάνω άποψη βρίσκουμε σύμφωνο και το μαθητή του Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, ο οποίος δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στην έννοια της ισονομίας και της ισότητας. Οι νόμοι της πολιτείας, σύμφωνα με τον ίδιο, έχουν καθολικό κύρος, είναι ρυθμιστές της κοινωνικής συμπεριφοράς και βασικός τους ρόλος είναι να διατηρούν την τάξη, την αρμονία, την κοινή συμβίωση και την ισορροπία. Απαραίτητη για την εξασφάλιση της ισορροπίας των ανθρώπινων σχέσεων είναι η δικαιοσύνη που πρέπει να υπάρχει σε κάθε πολίτη, ενώ ως το ύψιστο αγαθό θεωρεί την ευδαιμονία, που υπαγορεύει στα άτομα να ζουν σύμφωνα με τους κανόνες δικαίου και της ηθικής.
Εξίσου σημαντική είναι και η αντίληψη του Μιλήσιου αρχιτέκτονα, φιλόσοφου και πολεοδόμου του 5ου αιώνα, Ιππόδαμο, ο οποίος προτείνει μία νέα κοινωνική οργάνωση του χώρου, εντελώς αντίθετη από εκείνη που είχε οραματιστεί ο Κλεισθένης. Η βασική αρχή του Ιπποδάμειου συστήματος, το οποίο κυριάρχησε σε όλες τις νέες πόλεις της κλασικής εποχής, ήταν η χάραξη παράλληλων δρόμων, οι οποίοι τέμνονται κάθετα δημιουργώντας οικοδομικά τετράγωνα και πλατείες, δίνοντας με αυτή τη νέα οργάνωση του χώρου την κύρια προτεραιότητα στο δημόσιο χώρο, σε αντίθεση με τον ιδιωτικό ο οποίος περιορίστηκε.
Η «δημόσια» εστία σε αντίθεση με την «ατομική» εστία του οίκου, γίνεται ο χώρος όπου εκπληρώνεται η ισότιμη ελευθερία, γίνεται ο χώρος όπου εκφράζεται η πολιτική βούληση και ο ελεύθερος ορθός λόγος, γίνεται ο χώρος δηλαδή της αγοράς, η οποία εκφράζει την αυτονομία και την πολιτική δράση των πολιτών.
Πολλοί λοιπόν φιλόσοφοι, πολεοδόμοι, αρχιτέκτονες κτλ από την κλασική εποχή αλλά και πιο πριν, είχαν αναπτύξει τις βασικές τους θεωρίες σε θέματα που αφορούσαν την οργάνωση της πόλης. Οι ίδιοι έδωσαν βαρύτητα στη συμβολική διάσταση της οργάνωσης του χώρου και στην υποτιθέμενη κοσμική τάξη που αντικατόπτριζε το δημιούργημα της αρχαίας ελληνικής πόλης, το οποίο ακολουθούσε ένα ιδεολογικό σκοπό που εξέφραζε τις υπάρχουσες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες.

Η δημόσια γλυπτική του Βόλου




Η δημόσια γλυπτική αποτελεί μία ξεχωριστή καλλιτεχνική δημιουργία, η ιδιαιτερότητα της οποίας έγκειται στους στόχους, το νόημα, τις συμβολικές και πολιτικές χρήσεις ενός μνημείου, αλλά και στο προσωπικό ιδίωμα του καλλιτέχνη και τις προσδοκίες των παραγγελιοδοτών.
Η μεγαλύτερη ωστόσο σημασία των γλυπτών είναι ότι συνδέονται άρρηκτα με την έννοια της μνήμης και της υπενθύμισης. Τα γλυπτά αποτελούν βασικούς μάρτυρες του παρελθόντος που αποκαλύπτουν παράλληλα σημαντικές ιστορικές αλήθειες. Το δημόσιο γλυπτό λειτουργεί ως ένα οπτικό ερέθισμα που στόχο έχει να διεγείρει και να ανακαλέσει τη μνήμη μέσω του νοήματός του.
Στο Βόλο, όπως και σε άλλες πόλεις, η δημόσια γλυπτική άνθισε κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου. Ακολουθώντας το παράδειγμα της Αθήνας, η οποία είχε ξεκινήσει ήδη από τον 19ο αιώνα να εμπλουτίζεται με δημόσια έργα, φιλοξένησε σε πλατείες και σε δημόσιους χώρους πολλά υπαίθρια γλυπτά, όπως ανδριάντες, ευεργέτες, πολιτικούς, ανθρώπους του πνεύματος, κτλ.
Έργα με ιδιαίτερη αισθητική και γούστο, που ήταν παράλληλα επιφορτισμένα με τη δική τους αποστολή. Έργα δηλαδή που απευθύνονταν στο κοινό και είχαν διδακτικό χαρακτήρα, έργα που είχαν σκοπό να εξάρουν το συναίσθημα του ηρωισμού και της προσφοράς ή έργα που λειτουργούσαν καθαρτικά και λυτρωτικά από ένα τραυματικό παρελθόν. Οποιοσδήποτε και να ήταν ο σκοπός τους, τα δημόσια έργα ήταν απόλυτα συνυφασμένα με το κοινωνικό-πολιτικό πλαίσιο της εποχής, αντανακλώντας παράλληλα ένα συμβολικό περιεχόμενο και χαρακτήρα.
Ο Βόλος είναι μία πόλη που έχει μια μοναδική αλλά και ιδιαίτερη σχέση με τα δημόσια γλυπτά, αφού αυτά (τα δημόσια γλυπτά) είναι διάσπαρτα στις κεντρικές πλατείες και στους περισσότερους ανοιχτούς χώρους, προσδίδοντας στην πόλη μια ιδιαίτερη διακοσμητική και καλλιτεχνική αξία.
Τα περισσότερα, ωστόσο, γλυπτά του Βόλου είναι συνυφασμένα με την ανάγκη της υπενθύμισης του παρελθόντος και της ενεργοποίησης της μνήμης. Έτσι οι στήλες, τα ηρώα-μνημεία και οι προτομές – πορτραίτα υπερτερούν από τα υπαίθρια γλυπτά και τις γλυπτικές συνθέσεις.
Στην περίπτωση της δημόσιας γλυπτικής του Βόλου, τα μνημεία συνδέονται επίσης και με τον μύθο, εκφράζοντας μία ανιστορική αντίληψη του παρελθόντος. Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια ο γλυπτικός διάκοσμος της πόλης ακολούθησε ένα σύγχρονο πνεύμα, με ιδιαίτερες δημιουργίες από μάρμαρο και πέτρα, εμπνευσμένες από αφηρημένες συνθέσεις και προικισμένες με υπερβατικές, συμβολικές και αναπαραστατικές πολλές φορές ιδιότητες.
Οι χρήσεις των δημόσιων μνημείων είναι κυρίως κοινωνικές και απευθύνονται στο ευρύ κοινό, το οποίο δίνει τη δυνατότητα στους καλλιτέχνες να εκφραστούν μέσα από αυτό. Η βασική αποστολή της μνημειακής γλυπτικής είναι η ανανέωση, η ενεργοποίηση και η ανάκληση της σχέσης μας με το παρελθόν. Για να γίνει, ωστόσο, ένα μνημείο αποδεκτό από το κοινό, θα πρέπει αυτό να καταστήσει σαφές και κατανοητό το νόημα και τη σημασία του πέρα από την καλλιτεχνική του λειτουργία.
Ο Βόλος αποτελεί μία από τις πιο οργανωμένες ελληνικές πόλεις σ’ ότι αφορά την επάρκεια και τον σχεδιασμό των δημόσιων χώρων. Ο δημόσιος χώρος της πόλης αποτελεί το σπουδαιότερο κομμάτι της. Είναι ο χώρος όπου εξασφαλίζει τη συλλογική συμβίωση και τη συνοχή των κατοίκων. Το δημόσιο μνημείο επισφραγίζει την ταυτότητα του δημόσιου χώρου και ενσαρκώνει και διαιωνίζει τη συλλογική μνήμη, εξυπηρετώντας παράλληλα τις κοινωνικές ανάγκες των πολιτών.

Διαχρονικά μνημεία και γλυπτικές συνθέσεις στο παλιό νεκροταφείο του Βόλου


Το παλιό νεκροταφείο του Βόλου ήταν το πρώτο νεκροταφείο της πόλης, το οποίο έπαψε να λειτουργεί πριν μερικά χρόνια, λόγω έλλειψης επάρκειας χώρου. Η ιδιαιτερότητα του νεκροταφείου, ωστόσο, παραμένει ξεχωριστή, καθώς γλυπτικές συνθέσεις και μνημεία ιδιαίτερης αξίας και αισθητικής στολίζουν με το δικό τους μοναδικό τρόπο το χώρο.
Ο χώρος του νεκροταφείου λειτουργεί ως μία μικροκλίμακα της τοπικής κοινωνίας του Βόλου, όπου η ένταξη των μνημείων αποτελεί πράξη φορτισμένη νοηματικά, που προσδίδει συγκεκριμένη ερμηνεία σ’αυτά (τα γλυπτά).
Τα γλυπτά που είναι ενταγμένα στον κοιμητηριακό χώρο έχουν ως απώτερο σκοπό, να διαιωνίσουν τη μνήμη των ανθρώπων που βρίσκονται θαμμένοι εκεί. Πάνω στις μαρμάρινες πλάκες είναι χαραγμένα τα ονόματα, οι ηλικίες, οι ημερομηνίες θανάτου και διάφορα άλλα στοιχεία που εξατομικεύουν τη μνήμη. Το μνημείο λειτουργεί ως μία συμβολική αναπαράσταση της συλλογικής μνήμης, μορφοποιώντας έτσι μια στιγμή του παρελθόντος που μαρτυρά μια συγκεκριμένη πράξη.
Τα μνημεία κατά κάποιον τρόπο λειτουργούν με έναν συμβολικό και εξαγνιστικό τρόπο, που σκοπό έχει να συμφιλιωθεί με την απώλεια των νεκρών και να διαδώσει παράλληλα τις ιστορικές μνήμες.
Έτσι, παραγγελίες από αναμνηστικά γλυπτά που είναι διακοσμημένα από μάρμαρο και λαξευμένα με ιδιαίτερη τέχνη και τεχνική, παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο χώρο του κοιμητηρίου.
Τα μνημεία αυτά είναι κυρίως οικογενειακά, φέρουν επιγραφές και απεικονίζονται με γλυπτές αναπαραστάσεις.
Τα έντεκα βασικότερα μνημεία που συναντά κανείς στο παλιό νεκροταφείο του Βόλου είναι τα εξής: 1) το μνημείο της οικογένειας Κυριακίδου (1915), 2) το μνημείο της οικογένειας Χατζηκυριαζή (1904), 3) τα μνημεία του Ιωάννη και της Μαρίας Κοντοσοπούλου (1914), 4) το μνημείο της Μαρίας Κοντοσοπούλου (1914), 5) το μνημείο του Κωνσταντίνου Καρτάλη (1846) (το οποίο μεταφέρθηκε από το παλιό νεκροταφείο εκεί όπου βρίσκεται σήμερα ο ναός της Αναλήψεως), 6) το μνημείο του Νικολάου Γάτσου (1938), 7) το μνημείο των παιδιών της οικείας Σχοινά, 8) το μνημείο της οικογένειας Σπυρίδη (1900), 9) το μνημείο της οικογένειας του Ν. Κοντού (1900) το οποίο μεταφέρθηκε από το πρώτο νεκροταφείο Αθηνών, 10) το μνημείο του Αντώνη Τσοποτού (1884) (που είναι ένα από τα παλιότερα και πιο καλαίσθητα γλυπτά του νεκροταφείου) και 11) το μνημείο του Άγγλου ναυαγού, από το ναυάγιο του πλοίου Devonshire, στον Παγασητικό (1929).
Για τα μνημεία αυτά εργάστηκαν πολλοί γνωστοί αρχιτέκτονες και γλύπτες, όπως ο αρχιτέκτονας Ι. Αργύρης, ο γλύπτης Ιωάννης Χαλούπης, ο γλύπτης Γιαννούλης Χαλεπάς, ο γλύπτης Νικόλας, οι αδελφοί Κοτζαμάνη, ο γλύπτης Ι. Βυτσάρης, καθώς και πολλοί άλλοι γνωστοί γλύπτες και καλλιτέχνες.
Τα ιδιαίτερα αυτά μνημεία, που ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους απλούς τάφους μέσα σ’ αυτόν τον σιωπηλό χώρο πένθους, προσφέρουν ένα ιδιαίτερο πεδίο προβολής της ατομικότητάς τους.
Τα ξεχωριστά μορφολογικά χαρακτηριστικά τους πλασίματα και η γεωμετρική αυστηρότητα που τα διέπει, σε συνδυασμό με την επιβλητική και δυναμική τους εικόνα, προσδίδουν μία εμβληματική μεγαλοπρέπεια που αποτελεί σημείο αναφοράς για το ευρύτερο περιβάλλον του κοιμητηρίου.
Τα μνημειακά αυτά σύνολα σηματοδοτούν το χώρο ως τεκμήρια μιας άλλης εποχής και δεσπόζουν επιβλητικά σ’ αυτόν, διατηρώντας αναλλοίωτη τη διαχρονικότητα και την αυτονομία τους και ακολουθώντας τη δική τους πορεία.
Ο ίδιος ο χώρος του κοιμητηρίου αντλεί την ταυτότητά του από αυτές τις μνημειακές συνθέσεις και οι ίδιες αυτές συνθέσεις αντλούν το νόημά τους από αυτόν, προσδίδοντάς του παράλληλα ένα συγκεκριμένο νοηματικό και συμβολικό περιεχόμενο.

Αφιέρωμα στον Τζόρτζιο Ντε Κίρικο, με αφορμή τα 30 χρόνια από το θάνατό του


Εκατόν είκοσι χρόνια πέρασαν από τη γέννηση και τριάντα από το θάνατο ενός μεγάλου ζωγράφου, γλύπτη και συγγραφέα ιταλικής καταγωγής, του Τζόρτζιο ντε Κίρικο, που γεννήθηκε στο Βόλο το 1888 και κατάφερε να διεκδικήσει μία πολύ σημαντική θέση ανάμεσα στους κυριότερους εκφραστές της τέχνης του 20ου αιώνα.
Ο Βόλος, αλλά και γενικότερα ο ελληνικός πολιτισμός, αποτελούσε πηγή έμπνευσης και δημιουργίας και όπως έγραψε και ο ίδιος σε ένα αυτοβιογραφικό του κείμενο «…Πέρασα τα πρώτα χρόνια της ζωής μου στη γη του Κλασικισμού, έπαιξα στις ακτές που είδαν την Αργώ να ξεκινάει το ταξίδι της, στους πρόποδες του βουνού που ήταν μάρτυρας στη γέννηση του γοργοπόδαρου Αχιλλέα και στις σοφές νουθεσίες του δασκάλου Κένταυρου.
Πρώτος δάσκαλος του Ντε Κίρικο που κατάφερε να τον μυήσει στα μυστικά της ζωγραφικής τέχνης ήταν ο ζωγράφος Μαυρούδης από την Τεργέστη. Το 1903-1905 φοίτησε στην ανώτατη σχολή καλών τεχνών με δασκάλους τον Γεώργιο Ροΐλο, τον Κωνσταντίνο Βολονάκη και τον Γεώργιο Ιακωβίδη, όπου πραγματοποίησε και τα πρώτα βασικά ζωγραφικά του βήματα. Ο θάνατος του πατέρα του αποτέλεσε την αφορμή να εγκαταλείψει την Ελλάδα και το 1906 να ξεκινήσει τις σπουδές του στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών στο Μόναχο, χωρίς ωστόσο να τις ολοκληρώσει. Καταλυτικές χρονολογίες της ζωής του ήταν το 1900-1919 όπου ο ίδιος άρχισε να γίνεται διάσημος με τα πρωτότυπα έργα του, που εξέφραζαν έναν κόσμο αινιγματικό και μυστηριακό, ασύλληπτο για τις αισθήσεις μας και την τότε πραγματικότητα.
Το 1911 θα ταξιδέψει στο Παρίσι όπου εκεί θα γνωρίσει τον Πικάσο, ο οποίος γοητευμένος από τη δουλειά και τα έργα του, θα τον γνωρίσει στους καλλιτεχνικούς κύκλους της Γαλλικής πρωτεύουσας. Το 1919 αντικείμενο στις εικονογραφίες του θα αποτελέσει ο κλασικισμός (επηρεασμένος από τους ζωγράφους της αναγέννησης) που θα τον οδηγήσει να εγκαταλείψει σταδιακά τη μεταφυσική τέχνη.
Η μεγαλύτερη συμβολή του ωστόσο στον καλλιτεχνικό χώρο είναι το γεγονός ότι ο ίδιος υπήρξε ο κυριότερος εκπρόσωπος και εκφραστής της μεταφυσικής ζωγραφικής, που κατάφερε να επηρεάσει άμεσα και το σουρεαλιστικό κίνημα. Τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της τέχνης, η οποία άνθισε στην Ιταλία το 1911-1920, ήταν η αινιγματική εικονογραφία, που αντιπροσώπευε το εσωτερικό του ανθρώπινου νου και των ονείρων. Η τέχνη μετουσιώνονταν σε μία μεταφυσική δραστηριότητα, όπου ο χώρος και ο χρόνος λειτουργούσαν συμβολικά. Κύρια θέματα των συνθέσεών του αποτελούσαν τα «ανδρίκειλα», τα οποία ήταν ανθρωπόμορφα όντα όπου απουσιάζονταν τα χαρακτηριστικά του προσώπου και τα χέρια και λειτουργούσαν έτσι ως μορφολογικά υποκατάστατα των ανθρώπινων μορφών, καθώς και τα καθημερινά αντικείμενα, τα οποία αποκομμένα από τον παραδοσιακό τους χώρο και την καθημερινή τους χρήση, λειτουργούσαν συμβολικά μέσα σε μία φανταστική – ιδεατή διάσταση που χάνονταν στον χρόνο.
Με αυτόν τον τρόπο οι μορφές και τα αντικείμενα έχαναν την στατική τους ισορροπία και την αρχική τους υπόσταση και υπόκεινταν σε αλλαγές και καινοτομίες, αντιπροσωπεύοντας ένα νέο κοσμολογικό σύστημα όπου κυριαρχούσε το συμβολικό και το μεταφυσικό στοιχείο.
Ο Τζόρτζιο Ντε Κίρικο πίστευε ότι η τέχνη έπρεπε να είναι μία διαρκής αναζήτηση και μία προσωπική διαδρομή. Με το έργο του κατάφερε να αγγίξει μια άλλη ιδεατή πραγματικότητα, όπου οραματικά και ποιητικά στοιχεία κατείχαν την πρώτη θέση στις αινιγματικές του συνθέσεις. Περνώντας στον κλασικισμό πάντρεψε στα έργα του το μύθο με τη σύγχρονη εποχή, εμπλέκοντας την παράδοση και την ιστορία σε μία σχέση που διέπονταν πάντα από αυτό το μυστηριακό στοιχείο, αυτή την καινοτομία και ανατροπή.
Μέσα από την τέχνη του κατάφερε να απαγκιστρωθεί από την καθημε-ρινότητά του και να εκφράσει την ελευθερία και τη δημιουργική του δράση, υλοποιώντας τις ιδεολογικές του ανησυχίες και εξυψώνοντας την φαντασία του σε έναν κόσμο όπου η έμπνευση και η καλλιτεχνική του δημιουργία διέπονταν από τον πόθο για αλλαγή και καινοτομία.
Το μουσείο Μπενάκη θα πραγματοποιήσει γύρω στο 2010 έκθεση όπου θα τιμήσει τα 120 χρόνια από τη γέννηση του καλλιτέχνη παρουσιάζοντας 100 έργα ζωγραφικής, σχεδίων και γλυπτών, περιεχόμενα από το ίδρυμα Τζόρτζιο Ντε Κίρικο στη Ρώμη, τα οποία αφορούν τις πραγματικές γυναίκες και ιδεατές μούσες που συντρόφευαν τον καλλιτέχνη στην προσωπική του διαδρομή. Η έκθεση θα αποτελεί ένα ταξίδι σε ένα μεταφυσικό – συμβολικό κόσμο, όπου το όνειρο ακροβατεί με την πραγματικότητα και το αληθινό παίζει με το ιδεατό, σε μία διάσταση όπου ο χώρος και ο χρόνος υπόκεινται σε πλήρη μεταβολή.

2009: Έτος Γιάννη Ρίτσου


Εκατό χρόνια έχουν περάσει από τη γέννηση ενός από τους σπουδαιότερους ποιητές στον ελληνικό και διεθνή χώρο, του Γιάννη Ρίτσου. Το 2009 είναι αφιερωμένο στον ποιητή της Ρωμιοσύνης, ως έτος τιμής και μνήμης, αλλά και αναγνώρισης της δημιουργικής του δράσης και πορείας.
Το Υπουργείο Πολιτισμού ανακήρυξε το 2009 ως «έτος Γιάννη Ρίτσου» και ανέθεσε στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου την οργάνωση επετειακών δράσεων και εκδηλώσεων στα πλαίσια του εορτασμού του γεγονότος σε συνεργασία με άλλους φορείς. Η εξηντάχρονη πορεία του ποιητή διαφαίνεται μέσα από ένα πλούσιο πρόγραμμα που περιλαμβάνει την έκδοση ειδικού λευκώματος που θα αναφέρεται στην αυτοβιογραφία του, σε ντοκουμέντα της ζωής του, καθώς και στο έργο του, στη δημιουργία κινητής έκθεσης αφιερώματος του ποιητή που θα περιλαμβάνει φωτογραφικό και αρχειακό υλικό της ζωής του, καθώς και στη δημιουργία ενός δικτυακού τόπου που θα εξυπηρετεί στην ολοκληρωμένη και πληρέστερη πληροφόρηση κάθε ενδιαφερόμενου.
Στόχος των εκδηλώσεων είναι να τιμηθεί η ποιητική γραφή και το συνολικό έργο του Γιάννη Ρίτσου. Αυτού του «καθολικού ποιητή» του Ελληνισμού, που η δημιουργική του δράση άλλαξε τη ροή των γεγονότων δίνοντας ένα νέο νόημα που προάγει την πολιτιστική κίνηση. Στα πρώτα χρόνια της καριέρας του ακολούθησε τη λυρική ποίηση επηρεασμένος από τον Παλαμά και τον Καρυωτάκη, ενώ από το 1936 διαμορφώνει τη δική του προσωπική γραφή, προσανατολίζοντας την τέχνη του στην εκάστοτε πολιτική και κοινωνική στράτευση.
Ο Γιάννης Ρίτσος έζησε το νεορομαντισμό και το Μεσοπόλεμο. Στα έργα του διακρίνεται ο αντιστασιακός και αγωνιστικός χαρακτήρας, καθώς είναι εμπνευσμέ-να από τον ηρωικό αγώνα της Αντίστασης κατά την περίοδο της Κατοχής, όπως τον βίωσε και τον έζησε ο ίδιος, αποτυπώνοντάς τον στην ποιητική του πένα.
Η δημιουργική του πορεία στον χώρο της ποίησης είναι απόλυτα συνυφασμένη με την ουσία της ύπαρξής του. Ο ίδιος διακρίθηκε για το μεγαλόπνοο έργο του και την αγωνιστική του διάθεση και συνέβαλε με την παρουσία του στη διαμόρφωση του ιστορικού «γίγνεσθαι» της εποχής του. Έκανε πράξη τις αξίες και τα ιδανικά του πέρα από τα κλειστά όρια της ατομικότητάς του και του εκάστοτε πολιτικού καθεστώτος, αναζητώντας την κοινωνική πρόοδο και ευημερία.
Ο Γιάννης Ρίτσος ήταν ένας άνθρωπος που ξεχωρίζει για τον πλούσιο εσωτερικό του κόσμο, την πνευματική του καλλιέργεια, την αγωνιστική του διάθεση και ιδεολογία. Ήταν ένας άνθρωπος που κατάφερε μέσα από το κοινωνικό σύνολο να καταξιώσει τον εαυτό του και να μετουσιωθεί σε ποιητικό σύμβολο της εποχής του, αλλά και κάθε εποχής.
2009

Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, ο "Κρης"


Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος γεννήθηκε το 1541 στον Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο της Κρήτης), καταγόμενος από μία επιφανή και σεβαστή οικογένεια. Από έγγραφο του 1574 μαθαίνουμε ότι ο Δομήνικος εκπαιδεύτηκε από μικρή ηλικία στη ζωγραφική τέχνη, λαμβάνοντας παράλληλα και σοβαρή ουμανιστική μόρφωση. Το 1563 και σε ηλικία είκοσι δύο ετών είχε διαπρέψει ως καλλιτέχνης και αποκαλούνταν πλέον «maestro».
Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος γεννήθηκε στη Βενετοκρατούμενη Κρήτη, στην περίοδο απεμπλοκής της από τον γ΄ Βενετοκρατούμενο πόλεμο, σε μία εποχή όπου η πολιτισμική επικοινωνία ανάμεσα στην Κρήτη και τη Βενετία και η διασταύρωση του βυζαντινού με το δυτικό κόσμο υπήρξε ιδιαίτερα γόνιμη και δημιούργησε τις κατάλληλες συνθήκες για τη γέννηση και την άνθηση αυτής της μοναδικής ζωγραφικής τέχνης, που θα εκπροσωπήσει αργότερα ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος.
Τον 16ο αιώνα η ελληνική ζωγραφική παρουσίαζε μία ιδιαίτερη άνθηση με κύρια χαρακτηριστικά την καθορισμένη εικονογραφία και τις σταθερές αισθητικές αντιλήψεις. Από την περίοδο της παλαιολόγειας τέχνης και μετά, η εμφάνιση της φορητής εικόνας θα παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στη θρησκευτική ζωή του Βυζαντινού κόσμου και τον 16ο αιώνα θα φέρει πλέον τις υπογραφές και τη χρονολόγηση από τον ζωγράφο και θα λειτουργήσει ως ένα είδος εξαγωγικού εμπορίου με μεγάλη ζήτηση στο δυτικό και ορθόδοξο τότε κόσμο.
Σ’ αυτό το κοινωνικο-πολιτιστικό πλαίσιο θα ζήσει και θα δράσει ο νεαρός Δομήνικος, ο οποίος θα εκπαιδευτεί από μικρός στην αγιογραφία και θα λάβει την αρχαία ελληνική και κλασική παιδεία, πληροφορίες τις οποίες γνωρίζουμε από τις μικρογράμματες και κεφαλογράμματες επιγραφές που έφεραν τα έργα του. Στον Χάνδακα τον 16ο αιώνα εργάζονταν ήδη με ζωγράφους, που ήταν οργανωμένοι σε συντεχνίες και κοντά σ’ αυτούς ο νεαρός Δομήνικος είχε έρθει σε επαφή και είχε αρχίσει να εξοικειώνεται με τα αναγεννησιακά δυτικότροπα έργα, που υπήρχαν ήδη στη Βενετοκρατούμενη Κρήτη και το 1563 εξασκούσε πλέον νόμιμα το επάγγελμα του ζωγράφου.
Αν κρίνουμε λοιπόν τις γραμματικές του γνώσεις, θεωρούμε ότι έφυγε τουλάχιστον είκοσι χρονών από την Κρήτη, μετά δηλαδή το 1561. Γύρω στο 1565 εγκαταστάθηκε στη Βενετία, όπου και μαθήτευσε κοντά στο ζωγράφο Τισιανό, καθώς και στον κύριο εκπρόσωπο του Βενετικού μανιερισμού, τον Τιντορέττο. Στη Βενετία πλέον, ο Δομήνικος θα εγκαταλείψει τον βυζαντινό τρόπο ζωγραφικής και θα υιοθετήσει ανεπιφύλακτα τον Βενετικό τρόπο, ξεφεύγοντας ωστόσο από τα ορθολογικά παραδείγματα της Αναγέννησης.
Στην πρώιμη δημιουργική του περίοδο ανήκαν έργα που φιλοτεχνήθηκαν στην Κρήτη και στη Βενετία, χωρίς ωστόσο να γνωρίζουμε ποια από αυτά έγιναν στον Χάνδακα ή στη Βενετία. Ένα από τα σπουδαιότερα έργα του είναι και η «Κοίμηση της Θεοτόκου» (1567), που ανακαλύφθηκε το 1983 στη Σύρο και αποτελεί το πρώτο σωζόμενο έργο του που φέρει την υπογραφή του. Άλλο σημαντικό έργο του είναι η φορητή εικόνα που απεικονίζει τον ευαγγελιστή Λουκά να ζωγραφίζει την Παναγία, έργο που συνδυάζει τα μεταβυζαντινά στοιχεία με μία πρωτότυπη και ιδιαίτερη για την εποχή του τεχνοτροπία. Αλλά σημαντικά έργα είναι επίσης «Η Προσκύνηση των Μάγων» (1565-1567), έργο το οποίο διαπνέεται από τα τυπικά χαρακτηριστικά της Βενετικής εικονογραφίας και αποτελεί θέμα όπου θα επανέλθει ο Θεοτοκόπουλος σε άλλα έργα με μικρές παραλλαγές και το τρίπτυχο της Μόδενας (1560-1565), όπου έχει εμφανή τα ελληνικά σημάδια και στοιχεία της Κρητικής τέχνης. Στα τελευταία χρόνια παραμονής του στη Βενετία άνηκαν τα έργα «Η θεραπεία του τυφλού» (1565), «Ο μυστικός δείπνος» (1560) και «Το όρος Σινά».
Στην Ιταλία γνώρισε τη συμπάθεια και την εκτίμηση της Ιταλικής κοινωνίας καθώς και των ομότεχνών του, που τον αποκαλούσαν συχνά El Greco (ο Έλληνας). Έχοντας γίνει πλέον γνωστός στους καλλιτεχνικούς κύκλους της Ιταλίας, ο Δομήνικος θα εγκατασταθεί στη Ρώμη το 1570 στα τριάντα του χρόνια, όπου θα γνωρίσει εκεί τη δυτική πλέον τέχνη και θα διαπρέψει στις προσωπογραφίες κυβερνητών και ιδιωτών, συμβιβάζοντας στα έργα του τη Βενετική γνώση με τα ρωμαϊκά ιδανικά της εποχής του.
Το 1575 κουβαλώντας μαζί του τις βυζαντινές μνήμες και την ιταλική παιδεία και γνώση, θα εγκατασταθεί στη Ισπανία. Εκεί θα μείνει αρχικά ένα σύντομο χρονικό διάστημα στη Μαδρίτη και αργότερα, το 1577, θα εγκατασταθεί στο Τολέδο, θα παντρευτεί και θα περάσει εκεί την υπόλοιπη ζωή του ως το 1614 όπου και θα πεθάνει. Η αδυναμία προσαρμογής στο Ρωμαϊκό περιβάλλον, καθώς και το κτίσιμο του Εσκοριάλ (παλάτι) κοντά στη νέα πρωτεύουσα, τη Μαδρίτη, από τον Φίλιππο τον Β΄, πιθανότατα να ήταν οι λόγοι που οδήγησαν τον Δομήνικο να εγκατασταθεί στην Ισπανία. Στη Μαδρίτη έμεινε από το 1579 ως το 1582 και εργάστηκε αρχικά στο παλάτι, όπου ζωγράφισε «Το μαρτύριο του άγιου Μαυρίκιου» καθώς και ορισμένες προσωπογραφίες. Η ζωγραφική του όμως δεν άρεσε στον βασιλιά Φίλιππο και έτσι ο Δομήνικος θα μετακομίσει στο Τολέδο, μια μικρή πόλη με έντονο τότε το συναίσθημα της θρησκευτικής κατάνυξης και του μυστικισμού, όπου θα βρει πρόσφορο έδαφος για να εκφράσει την τέχνη του.
Η κλειστή κοινωνία του Τολέδο θα γίνει πλέον η νέα του πατρίδα. Τα έργα του, τα οποία διαπνέονταν από το θρησκευτικό συναίσθημα και το πάθος της εποχής, θα γίνουν αμέσως αποδεκτά από τον κόσμο και θα ενισχύσουν τον Δομήνικο στις μυστικιστικές του ροπές. Στο Τολέδο θα εκτελέσει μεγάλους πίνακες για τα εικονοστάσια των εκκλησιών και θα αποθανατίσει εξαίσιες προσωπογραφίες του ισπανικού κόσμου. Μερικά από τα σπουδαιότερα έργα του είναι «Η ταφή του Κόμη Όργκαθ» (1586) που προορίζονταν για την εκκλησία του Σάντο Τόμε, «Η στέψη της Παναγίας» (1595) και «Η αγωνία του κήπου» (1595).
Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος ήταν ο μοναδικός ευρωπαίος ζωγράφος που έδωσε τόσο μεγάλη σημασία στις ανθρώπινες μορφές, στην εκφραστική τους αξία και στην αυτονομία της χρήσης του φωτός και του χρώματος, που έκαναν τις συνθέσεις του να ξεχωρίζουν. Οι ανθρώπινες μορφές κατάφερναν μέσα από τα έργα του να χάσουν τη γήινη υπόστασή τους και να μετουσιωθούν σε οπτασίες, παίρνοντας το ανθρώπινο σχήμα για μία μόνο στιγμή. Διακρίθηκε τόσο για τις προσωπογραφίες όσο και για τις θρησκευτικές συνθέσεις, τα θέματα των οποίων (θρησκευτικών συνθέσεων) αντλούσε κυρίως από την Καινή Διαθήκη και τα βιβλικά γεγονότα. Οι φιλοσοφικές και θρησκευτικές του αντιλήψεις, καθώς και το συμβολικό στοιχείο, είναι διάχυτα και αντανακλώνται σε όλα του τα έργα, όπου μέσα από τον τελετουργικό χαρακτήρα των παραστάσεων και την έντονη ιεραρχία κατάφερνε να ενώσει σταδιακά το γήινο με το υπερβατό, εξαϋλώνοντας παράλληλα τις μορφές των συνθέσεών του και ανυψώνοντάς τες προς το πνευματικό στοιχείο.
Η τέχνη του Δομήνικου ξεχώριζε από τη δύναμη της επιβολής της, που εκπροσωπούσε έναν καλλιτέχνη με εκρηκτική και έντονα μυστική ιδιοσυγκρασία, με υπερήφανο αλλά και ταυτόχρονα ατίθασο χαρακτήρα, που δεν ανήκε σε καμία σχολή, δε μιμήθηκε ποτέ κανέναν καλλιτέχνη και με μία εθνική ταυτότητα που τη διεκδικούσαν τρεις χώρες (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία). Υπήρξε αδιαμφισβήτητα ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους της εποχής του, που κατάφερε να επηρεάσει πολλούς ζωγράφους αλλά και κινήματα (εξπρεσιονιστές) του 20ου αιώνα, ενώ με την προσωπικότητα και το έργο του ασχολήθηκαν πολλές φυσιογνωμίες από το χώρο της λογοτεχνίας και της ιστορίας της τέχνης. Τετρακόσια χρόνια από το θάνατό του, ο Δομήνικος αποτελεί διαχρονικό σημείο αναφοράς για την παγκόσμια τέχνη, ενώ η δημιουργική του δράση και η αξιόλογη και καταξιωμένη πορεία του, που είναι απόλυτα συνυφασμένη με το νόημα και την ουσία της ύπαρξής του, συνεχίζουν να μας απασχολούν ακόμη και σήμερα.

Νέα διάκριση για την ηθοποιό Ειρήνη Παππά από τον Ιταλικό πολιτιστικό θεσμό


Μετά την απονομή του «βραβείου Ρώμη» που έγινε τον Ιούλιο του 2008 στο αρχαίο θέατρο της «Όστια Αντίκα» στη Ρώμη, η Ιταλία τίμησε ξανά τη χαρισματική ηθοποιό με μία επιπλέον διάκριση. Πρόκειται για τον «Χρυσό Λέοντα» της Μπιενάλ του θεάτρου Βενετίας που απένειμε ο Ιταλικός πολιτιστικός θεσμός στην ηθοποιό, αναγνωρίζοντας με αυτόν τον τρόπο τη δημιουργική προσφορά της ηθοποιού στο χώρο του πολιτισμού.
Η τελετή της απονομής έγινε στις 20 Φεβρουαρίου του 2009 κατά τη διάρκεια της 4ης Μπιενάλε θεάτρου στο θέατρο Picolo Arsenale της Βενετίας. Η τελετή αυτή αποτελεί ένδειξη διάκρισης της Ειρήνης Παππά ως βασικού εκπροσώπου του Μεσογειακού Πολιτισμού και αναγνώρισης της αξιόλογης και μακρόχρονης σταδιοδρομίας της στο διεθνή χώρο.
Η Ειρήνη Παππά είναι μία καταξιωμένη ηθοποιός που έχει αφήσει άσβηστα τα χνάρια της στο πέρασμα της ιστορίας του θεάτρου και έχει αποτυπώσει τη δική της σφραγίδα και συμβολή στο χώρο του πολιτισμού. Είναι μία σπουδαία καλλιτέχνης που ξεχωρίζει από τη δημιουργική της παρουσία και προσφορά. Η Ειρήνη Παππά είναι μία καλλιτεχνική προσωπικότητα παγκόσμιας εμβέλειας. Έχει προταθεί με όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας και έχει λάβει μέρος σε ταινίες του Χόλυγουντ, καθώς και σε πάρα πολλές τηλεοπτικές παραγωγές, ενώ μεγάλη της αγάπη είναι η αρχαία ελληνική τραγωδία, που την ενσαρκώνει με τη μοναδική της ερμηνεία έκφρασης και αμεσότητας.
Οι δεσμοί της ηθοποιού με την Ιταλία χρονολογούνται από τη δεκαετία του ’60, καθώς εκείνη την περίοδο συμμετείχε σε πρωταγωνιστικούς ρόλους σε διεθνείς παραγωγές, αλλά και στο θέατρο της Ιταλίας. Η μεγάλη διάκρισή της όμως που την έκανε ευρέως γνωστή στο ιταλικό κοινό ήταν η τηλεοπτική μεταφορά της Οδύσσειας (όπου η ίδια είχε το ρόλο της Πηνελόπης) για λογαριασμό της ιταλικής τηλεόρασης, ενισχύοντας έτσι τους δεσμούς της ηθοποιού με τη γειτονική χώρα. Για την Ειρήνη Παππά η Ελλάδα είναι η πρώτη της μητέρα, αλλά παράλληλα η Ρώμη είναι η δεύτερή της μάνα. Είναι η χώρα που διέπλασε και σμίλεψε το χαρακτήρα της, αναγνωρίζοντας στο πρόσωπό της μια γυναίκα τολμηρή, μαχητική και γεμάτη αποφασιστικότητα, που προσέφερε τις πολύτιμες υπηρεσίες της στο βωμό του πολιτισμού.
Σήμερα η Ειρήνη Παππά, ύστερα από μία επιτυχημένη και λαμπρή σταδιοδρομία 50 χρόνων και μία τεράστια καριέρα στο διεθνή χώρο, συνεχίζει να προσφέρει και να υπηρετεί την τέχνη, μια τέχνη που την καταξιώνει δίκαια στη σφαίρα της αληθινής της αληθινής δημιουργίας, της διάκρισης και της κοινωνικής καταξίωσης και αποδοχής.

Η ανάπλαση της πόλης του Βόλου εν όψει των Μεσογειακών Αγώνων του 2013


Με αφορμή τη διεξαγωγή των 17ων Μεσογειακών αγώνων που θα πραγματο-ποιηθούν το 2013 στο Βόλο και τη Λάρισα, η πόλη του Βόλου θα αλλάξει όψη και μορφή.
Οι Μεσογειακοί αγώνες του 2013 αποτελούν τη μεγαλύτερη αθλητική γιορτή, καθώς θα υπάρχει συμμετοχή 4000 αθλητών από διαφορετικές χώρες. Διοργανώτρια πόλη των Μεσογειακών αγώνων θα είναι ο Βόλος, ενώ βοηθητική πόλη η Λάρισα. Οι αγώνες θα ξεκινήσουν από τις 24 Ιουνίου και θα διαρκέσουν έως τις 31 Ιουλίου του 2013.
Ο αστικός χαρακτήρας της πόλης του Βόλου αναμένεται να εκσυγχρονιστεί με νέα έργα και βασικές πολεοδομικές παρεμβάσεις που θα αφορούν την ανάπλαση της ευρύτερης περιοχής του πολεοδομικού συγκροτήματος της πόλης.
Η χάραξη γραμμών τραμ, η δημιουργία ποδηλατοδρόμων κατά μήκος της παραλίας, η λειτουργία ναυτικού μουσείου που θα συνδέεται με την αργοναυτική εκστρατεία, η δημιουργία μουσείου της πόλης, η ανάπλαση ιστορικών κτιρίων και η προστασία αρχαιολογικών χώρων, η λειτουργία θαλάσσιων σταθμών και δικτύων συγκοινωνίας, οι πεζοδρομήσεις σε ιστορικές συνοικίες και η δημιουργία παραποτάμιων πάρκων, αποτελούν μερικές από τις βασικές πολεοδομικές παρεμβάσεις που θα μεταβάλλουν αισθητά τον αστικό χαρακτήρα της πόλης.
Στόχος είναι η δημιουργία της πόλης του Βόλου σε πόλη πρότυπο, που θα αλλάξει ριζικά την ποιότητα ζωής των κατοίκων και θα λειτουργήσει ως πόλος έλξης νέων ανθρώπων που θα έρθουν σε επαφή με τη φιλόξενη, σύγχρονη, πλούσια σε πολιτιστική ζωή και πολύμορφη φυσιογνωμία της πόλης.
Η νέα οργάνωση του χώρου θα σχετίζεται πλήρως με τη λειτουργία της ιστορικής μνήμης της πόλης. Μέσα στο σύγχρονο αστικό τοπίο, που θα συνδέεται με τη δημιουργία μοντέρνων κατασκευών που θα ακολουθούν το μοντέλο της εξέλιξης και της προόδου, η λειτουργία της ιστορικής μνήμης θα διατηρεί αναλλοίωτη τη διαχρονικότητά της.
Οι πολεοδομικές παρεμβάσεις θα προστατεύουν και παράλληλα θα αξιοποιούν παλιότερα κτίρια (καπναποθήκη Παπάντου που θα λειτουργήσει ως Μουσείο Ιστορίας της πόλης του Βόλου) και θα συμβάλλουν στη διατήρηση και διαφύλαξη παραδοσιακών κτισμάτων και ιστορικών μνημείων. Ιστορικές συνοικίες (όπως η συνοικία των Παλαιών) θα επαναχρησιμοποιηθούν και θα μετασχηματιστούν με έργα που θα αναπλάσουν και θα βελτιώσουν τον αστικό ιστό της πόλης, αναβαθμίζοντας παράλληλα το πλαίσιο ζωής και ενισχύοντας την προστασία του πολιτιστικού παρελθόντος.
Η ανάπλαση της πόλης θα δώσει στην ίδια νέα κίνηση και διαφορετική διάσταση. Η πόλη θα αποκτήσει συγκεκριμένο σκοπό και διάρκεια. Η νέα οργάνωση του ευρύτερου αστικού χώρου με τα έργα ανάπλασης, αποκατάστασης και ανάδειξης του πολιτιστικού χαρακτήρα του τόπου, θα δώσει μία νέα ταυτότητα στο χώρο, που θα ικανοποιήσει τις ανάγκες και τις επιθυμίες όλων των πολιτών, διασφαλίζοντας παράλληλα τη διατήρηση της συνοχής του κοινωνικού ιστού.
Τα νέα έργα θα βελτιώσουν, θα εκσυγχρονίσουν και θα εξυγνιάσουν το πρόσωπο της πόλης δίνοντας μία νέα πνοή ανανέωσης που θα μετατρέψουν σίγουρα την πόλη του Βόλου σε πόλη μοναδικού προορισμού, σε πόλη που θα μπορεί ο καθένας από εμάς να ζει, να δουλεύει και να ονειρεύεται!

Η ψηφιακή τεχνολογία στα μουσεία


Τις τελευταίες δεκαετίες η τεχνολογική πρόοδος άλλαξε εντελώς το ρεύμα της ιστορίας δίνοντας νέες διαστάσεις στην ανθρώπινη ζωή. Η ψηφιακή τεχνολογία συγκεκριμένα, έθεσε στην υπηρεσία του ανθρώπου τα πάντα, απλοποιώντας έτσι τον τρόπο ζωής του. Η ραγδαία και γρήγορη εξέλιξη της ψηφιακής τεχνολογίας έφτασε ακόμη να εμφανίζεται και ως μέσο έκφρασης της τέχνης.
Η ψηφιακή τεχνολογία εισχώρησε στο χώρο των μουσείων εκμηδενίζοντας τις αποστάσεις και κατάφερε μέσω της ηλεκτρονικής τεχνολογίας να κάνει προσιτή την τέχνη στο ευρύ κοινό. Με τη βοήθεια του διαδικτύου δόθηκε η δυνατότητα πρόσβασης και πλοήγησης των επισκεπτών απ’ όλο τον κόσμο στους χώρους του μουσείου, εξασφαλίζοντας έτσι μια αμφίδρομη επικοινωνία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα εφαρμογής της ψηφιακής τεχνολογίας στο χώρο του μουσείου, αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα μουσεία στον κόσμο, το μουσείο του Πάδρο στη Μαδρίτη. Το μουσείο του Πάδρο δίνει τη δυνατότητα στον επισκέπτη μέσω της ψηφιακής ανάλυσης να θαυμάσει διά γυμνού οφθαλμού τα αριστουργήματα της συλλογής του.
Στη σημερινή εποχή όμως, που νέα στοιχεία εισβάλλουν στη ζωή μας και την απειλούν, η χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας δημιουργεί ένα τέλμα και μία μηχανοποίηση στον τρόπο ζωής μας, που είναι χαρακτηριστικό σημάδι του τεχνικού πολιτισμού. Μπορεί άραγε η ψηφιακή τεχνολογία να ικανοποιήσει τις ανάγκες των επισκεπτών ψηφιακά; Να εξισορροπήσει τη σχέση εικονικού και πραγματικού ή να αντικαταστήσει το απευθείας ανθρώπινο βλέμμα σε έναν χώρο όπου η πραγματοποίηση σχέσεων και δράσεων παράγεται τεχνικά και ασύγχρονα, επηρεάζοντας έτσι την αντιληπτική κατάσταση και επικοινωνία;
Η στροφή προς τις απαιτήσεις και τάσεις της εποχής μας είναι μια επιτακτική ανάγκη που μας εντάσσει στην πρόοδο της σύγχρονης εποχής. Η τεράστια ανάπτυξη όμως του ψηφιακού πολιτισμού που μπορεί να χειρίζεται τα πάντα μέσω του παγκόσμιου διαδικτύου όπου γίνεται ανάμειξη τόπου και χώρου σ’έναν κόσμο ρευστό που συνεχώς μεταβάλλεται, δεν είναι απαραίτητα θετική και κυρίως σ’ έναν χώρο όπως είναι το μουσείο, όπου η αίσθηση του χώρου και η αίσθηση του ανθρώπινου βλέμματος όταν αντικρίζει ένα έργο τέχνης, αποτελούν αξίες μοναδικές και αναντικατάστατες.

Λίμνη Κάρλα: Μια διαδρομή από το χθες έως το σήμερα


Η λίμνη Κάρλα, η Βοιβηίς, όπως ήταν γνωστή στην αρχαιότητα, είχε πάρει το όνομά της από την πόλη Βοιβηί της αρχαίας Θεσσαλίας, η οποία καταλάμβανε το νοτιοανατολικό τμήμα της Ανατολικής Θεσσαλίας. Η λίμνη δημιουργήθηκε από καθίζηση η οποία δημιούργησε μια περιοχή χαμηλού ύψους, όπου συγκεντρώνονταν τα νερά των γύρω ορεινών όγκων. Η λίμνη κάλυπτε μια έκταση 65.000-130.000 στρεμμάτων, η οποία μεταβάλλονταν από τις βροχοπτώσεις και τις γενικότερες μεταβολές του κλίματος. Στα προϊστορικά χρόνια κατέκλυζε μία περιοχή η οποία εκτείνονταν από το ανατολικό άκρο της πεδιάδας και έφτανε περίπου ως τη σημερινή Όσσα. Το βάθος της εξαρτιόταν επίσης από τις κλιματολογικές συνθήκες, καθώς στη Μέση Νεολιθική εποχή η στάθμη της υπολογίζονταν γύρω στα 50 μέτρα, ενώ στις αρχές της εποχής του χαλκού ήταν κάτω από τα 50 μέτρα και στο τέλος της Μυκηναϊκής εποχής ξεπερνούσε τα 64 μέτρα.
Η λίμνη υμνήθηκε από τον Πίνδαρο, τον Ευρυπίδη, τον Οβίδιο, τον Στράβωνα, τον Όμηρο και άλλους. Συνδέθηκε με τον θεό Απόλλωνα και τον «Φοίβο», όπου στην περιοχή ερωτεύτηκε την Κυρήνη, την καλλονή Δάφνη και με την Κορωνίδα, κόρη του βασιλιά Αλεγύα, γέννησε τον φημισμένο στην αρχαιότητα γιατρό Ασκληπιό. Πέρασμα για τους ήρωες και τους ημίθεους όπως οι Αμαζόνες, ο Ηρακλής και ο Θησέας και μούσα έμπνευσης για τους ποιητές, η αρχαία Βοιβηίς υπήρξε μία από τις σημαντικότερες λίμνες του ελλαδικού χώρου και ένα μοναδικό φυσικό τοπίο, όπου τα διάσπαρτα ανθρώπινα ίχνη μαρτυρούν μία διαχρονική εγκατάσταση και μια αξιόλογη πολιτισμική πορεία ανά τους αιώνες.
Ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια έργων επανα-δημιουργίας ταμιευτήρα της λίμνης φανερώνουν τον πολιτισμικό πλούτο της ευρύτερης περιοχής. Αρχαίοι οικισμοί και λείψανα μαρτυρούν μια διαχρονική κατοίκηση στο χώρο από τη Νεότερη Νεολιθική εποχή, την Ύστερη Ελληνιστική περίοδο, φτάνοντας ως και τα Βυζαντινά χρόνια. Σταδιακή εγκατάλειψη της περιοχής παρατηρείται στο τέλος της εποχής του χαλκού και συνεχίζεται ως την ύστερη Ελληνιστική περίοδο. Τα αρχαιολογικά τεκμήρια αποκαλύπτουν τη συνεχή οικιστική χρήση του χώρου και τις κύριες ασχολίες των κατοίκων που ήταν η γεωργία και η αλιεία.
Κύρια παραγωγική δραστηριότητα των κατοίκων παρέμεινε η γεωργία και κατά τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου, ενώ η αλιεία περιορίστηκε και λειτούργησε ως μία παραπληρωματική δραστηριότητα που θα αποκτήσει εμπορευματικό χαρακτήρα αργότερα. Στα έτη 1757-1774 την εκμετάλλευση των αλιευμάτων της λίμνης την είχαν σύμφωνα με απόφαση του σουλτάνου μόνο οι Καναλιώτες, οι οποίοι έπρεπε να αποδίδουν και τον αντίστοιχο φόρο.
Στα νεότερα χρόνια αναπτύχθηκε ένας πρωτότυπος για την εποχή και μοναδικός στο είδος του λιμναίος οικισμός, που θύμιζε πανάρχαιους πολιτισμούς και άκμασε ως τα μέσα του 20ου αιώνα. Ο λιμναίος αυτός πολιτισμός ήταν ένας πολιτιστικός θησαυρός που συγκέντρωνε την πείρα και τις γνώσεις της κοινωνικής ζωής των κατοίκων και συνέβαλε στη διαμόρφωση του ιστορικού «γίγνεσθαι» της περιοχής. Ο λιμναίος οικισμός ήταν ένα χωριό με περισσότερες από 100 καλύβες, φτιαγμένες από ντόπια καλάμια, όπου ζούσαν μόνο άντρες (κυρίως Καναλιώτες). Οι ψαράδες έμεναν εκεί από τον δεκαπενταύγουστο ως την Κυριακή των Βαΐων ψαρεύοντας με δίχτυα (τα οποία έφτιαχναν γυναίκες) και ψαροπαγίδες από καλάμια. Οι ψαράδες περνούσαν σχεδόν όλο το χρόνο στη λίμνη και σταματούσαν τρεις μήνες το ψάρεμα λόγω της περιόδου της αναπαραγωγής των ψαριών. Αξιοσημείωτες ήταν και οι βάρκες της Κάρλας, τα «καράβια» όπως τα έλεγαν οι ντόπιοι, με το χαρακτηριστικό δοκάρι που υποβάσταζε τα κουπιά. Το σχήμα τους ήταν αρμονικά συνδεδεμένο με το περιβάλλον και αποτελούσαν ζωτικό κομμάτι της ντόπιας ναυπηγικής.
Όσον αφορά το φυσικό περιβάλλον, η λίμνη Κάρλα ήταν μια περιοχή πλούσιας χλωρίδας και πανίδας, που υποστήριζε και μια αξιόλογη βιοποικιλότητα. Λίγο πριν την αποξήρανσή της, το 1960, είχαν καταγραφεί περίπου 430.000 διαχειμάζοντα παρυδάτια πουλιά, με κυριότερα την βαλτόπαπια, τους αργυροπελεκάνους, τα βουτηχτάρια, τις μαυρόκοτες, τις φαλαρίδες και άλλα. Πολύ γνωστά ήταν επίσης και τα ψάρια της Κάρλας, γνωστά ως «καρλιώτικα» ή «καρλίσια» ψάρια, η φορολογούμενη ποσότητα των οποίων έφτανε τις καλές χρονιές και τους 900 τόνους. Τα ψάρια της λίμνης τροφοδοτούσαν τα χωριά της Μαγνησίας, ήταν περιζήτητα σε όλη την Ελλάδα και έφταναν ως και τη Βουλγαρία. Τα κυριότερα είδη ψαριών που ζούσαν στη λίμνη ήταν ο κυπρίνος (γιβράδι), το τσιρώνι, η κοκκινοφτέρα, οι πεταλούδες, οι πλατίτσες, τα φιδόψαρα, μερικά χέλια και άλλα. Γύρω από τη λίμνη υπήρχαν επίσης πολλά ζώα όπως βίδρες, τσακάλια, αγριογούρουνα, λύκοι και αλεπούδες καθώς και πολλά είδη ερπετών.
Όμως αυτός ο επίγειος παράδεισος δε θα κρατήσει για πολύ. Η ελονοσία από τα στάσιμα νερά που είχαν συγκεντρωθεί από τις συνεχόμενες πλημμύρες εκείνης της περιόδου, η μείωση της αλιείας, η πτώση της στάθμης των νερών, η επιθυμία αύξησης του εισοδήματος των κατοίκων με την καλλιέργεια των αποξηραμένων εκτάσεων αλλά και πολιτικές σκοπιμότητες ήταν μερικοί από τους λόγους που οδήγησαν στην αποξήρανση της λίμνης το1962. Το 1955 συγκεκριμένα, η πολιτεία αποφάσισε την αποξήρανση της λίμνης με μία σήραγγα, που θα διοχέτευε τα νερά της λίμνης στον Παγασητικό κόλπο. Το 1957 ξεκίνησε η κατασκευή της σήραγγας και το 1960 άρχισε η εκκένωση της λίμνης, η οποία ολοκληρώθηκε μέσα σε δύο χρόνια. Το συνολικό έργο, ωστόσο, προέβλεπε τη δημιουργία ταμιευτήρα 65.000 στρεμμάτων και την κατασκευή αποστραγγιστικού αρδευτικού δικτύου, έργα τα οποία δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ.
Τα χωράφια που προήλθαν από την εκκένωση της λίμνης δεν αύξησαν τα εισοδήματα των κατοίκων όπως αναμένονταν και δεν απέδωσαν τα απαιτούμενα οφέλη, αφού με τις πρώτες βροχές τα κτήματα πλημμύριζαν και γίνονταν βούρκος. Οι ψαράδες της Κάρλας έμειναν χωρίς κανένα εισόδημα και έγιναν εκ των πραγμάτων γεωργοί για να επιβιώσουν. Τα αποτελέσματα για τη φύση όμως ήταν ακόμη πιο επώδυνα. Ο υπόγειος υδροφόρος ορίζοντας άρχισε να μειώνεται, τα άλατα που είχαν συσσωρευτεί στο έδαφος από την πρώην λίμνη κατέστρεψαν την ποιότητα των στρωμάτων του εδάφους, τα νερά σε ορισμένα σημεία έγιναν υφάλμυρα και δημιουργήθηκαν ρήγματα μεγάλου μήκους στην ευρύτερη περιοχή. Παρατηρήθηκαν επίσης έντονες κλιματολογικές αλλαγές, αδυναμία υδροδότησης των οικισμών και της πόλης του Βόλου, ο Παγασητικός κόλπος δέχτηκε μέσω των στραγγιστικών νερών μεγάλα φορτία λιπασμάτων και βιομηχανικών αποβλήτων που διατάραξαν το οικοσύστημά του, καθώς παρουσιάστηκαν συμπτώματα ευτροφισμού, ενώ τα λιγοστά ψάρια που είχαν επιβιώσει στους μικρούς ταμιευτήρες της πρώην λίμνης, κάθε φορά που αυτοί πλημμύριζαν και διοχετεύονταν τα νερά τους μέσω του χείμαρρου Ξηριά στον Παγασητικό, έβρισκαν τραγικό θάνατο στον μολυσμένο από φυτοφάρμακα χείμαρρο.
Μπροστά σ’ αυτές λοιπόν τις τρομακτικές κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις το ΥΠΕΧΩΔΕ ως αρμόδιο υπουργείο για το περιβάλλον κατέληξε στην επαναδημιουργία της λίμνης σ’ ένα τμήμα έκτασης 38.000 στρεμμάτων. Η νέα λίμνη λοιπόν που πρόκειται να δημιουργηθεί θα γίνει στο χαμηλό τμήμα της περιοχής της παλαιάς και θα περιβάλλεται από τους γύρω ορεινούς όγκους και τα αναχώματα. Τέσσερις συλλεκτήρες μήκους 39 χλμ, καθώς και τα χειμερινά νερά του Πηνειού ποταμού και του φράγματος της Γυρτώνης που κατασκευάστηκε έξω από τη Λάρισα θα τροφοδοτούν τη λίμνη με νερό. Μέσα στη λίμνη θα δημιουργηθούν τρία τεχνητά νησάκια, κωπηλατοδρόμιο και χώρος αναπαραγωγής των ψαριών. Η περιοχή γύρω από τη λίμνη θα φυτευτεί και θα δημιουργηθεί ένα αντάξιο φυσικό οικοσύστημα. Οι αρχαιολογικοί χώροι θα διαμορφωθούν κατάλληλα, προβάλλοντας το παρελθόν της περιοχής, ενώ έργα υποδομής (όπως κέντρο πληροφόρησης Μουσείου) και αναψυχής θα συνοδεύουν το συνολικό έργο.
Η επαναδημιουργία της λίμνης θα αποκαταστήσει ενέργειες και λάθη του παρελθόντος. Ο άνθρωπος στο παρελθόν παραβίασε τους νόμους και τις αρχές της φύσης, χωρίς να σεβαστεί τη νομοτέλειά της, καταστρέφοντας τους σκοπούς και την ομορφιά της. Η αμφίδρομη σχέση όμως του ανθρώπου με τη φύση πέρασε πολλές διακυμάνσεις και έφτασε κάποια στιγμή στο σημείο ο άνθρωπος να καταλάβει ότι η φύση είναι η μεγάλη τροφός και αποτελεί τον πρωταρχικό παράγοντα της πολιτισμικής και πνευματικής του προόδου. Η επαναδημιουργία της λίμνης Κάρλας, ύστερα από σαράντα χρόνια, αποτελεί ένα μοναδικό επίτευγμα παγκόσμιας σημασίας, είναι η αποκατάσταση της σχέσης του ανθρώπου με το περιβάλλον και η αναγνώριση των μοναδικών φυσικών, πολιτιστικών και πολιτισμικών χαρακτηριστικών που διαμορφώθηκαν διαχρονικά στη λίμνη Κάρλα.

Μουσείο - Πινακοθήκη Ζώγια


Το σπίτι με το «τριαντάφυλλο», όπως είναι γνωστό βρίσκεται στη γωνία των οδών Γαζή και Βλαχάβα. Ξεχωρίζει από το χαρακτηριστικό κόκκινο χρώμα του και τον ιδιαίτερο πηλιορείτικο αρχιτεκτονικό του τύπο. Με την επιβλητική εξωτερική του όψη και με τη μοναδική του κομψότητα, αποτελεί σημείο αναφοράς της πόλης. Είναι το σπίτι στο οποίο έζησε και δημιούργησε μια ξεχωριστή καλλιτεχνική προσω- πικότητα, η Χρυσούλα Ζώγια, μία γυναίκα με έντονο και ιδιόμορφο χαρακτήρα, που είναι διάχυτος και πλήρως αποτυπωμένος σ’ ολόκληρο το σπίτι.
Η Χρυσούλα Ζώγια ήταν πηλιορείτικης καταγωγής, γεννήθηκε το 1914 και πέθανε το 1992. Η αγάπη της για τη ζωγραφική ξεκίνησε από μικρή ηλικία, καθώς η ίδια παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής από τους αγιογράφους Νικήτα Γρύσπο και Σπύρο Βικάτο, διατηρώντας το καλλιτεχνικό ύφος και ιδίωμα των δασκάλων της στα πρώτα έργα της δουλειάς της. Στη συνέχεια της πορείας της, στα έργα της ξετυλίγεται η δική της προσωπική έμπνευση που μετουσιώνεται σε μία ιδιαίτερη καλλιτεχνική δημιουργία που διέπεται από πόθο και φαντασία.
Μία τεράστια γκάμα έργων, όπως προσωπογραφίες, σκίτσα, σχέδια, πίνακες με σπίτια Πηλίου, ανθισμένες αυλές, εξωτερικά καθολικών, τοιχογραφίες στον εξωτερικό και εσωτερικό χώρο, ελαιογραφίες, έργα νεκρής φύσης, έργα με τόπους που εμπνεύστηκε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, μινιατούρες, ζωγραφισμένα μπουκάλια, αφηρημένες συνθέσεις αλλά και ολόκληρη η διακόσμηση των προσωπικών της χώρων, αποτελούν την προσωπική παρακαταθήκη της ζωγράφου για τις επόμενες γενιές. Άλλωστε, αυτό ήταν που επιθυμούσε και η ίδια, τη διατήρηση και τη προβολή των έργων της, γιατί σε αντίθεση με την ύλη που φθείρεται, το έργο διατηρεί αναλλοίωτη στο πέρασμα των χρόνων την αξία και τη διαχρονικότητά του.
Τα έργα της διαθέτουν ένα αυθόρμητο μεγαλείο και μία εσωτερική αναγκαιότητα που διέπει την ίδια. Εκφράζουν τα δικά της έντονα συναισθήματα και συγκινησιακές καταστάσεις. Διακρίνονται για τη φυσική τους ισορροπία ως προς τη σύνθεση και τη δημιουργική φαντασία του καλλιτέχνη. Η τέχνη για τη Χρυσούλα Ζώγια είναι μία συνειδητή διαδικασία, μία ιδιότυπη εικαστική γραφή, που μας μιλάει μία απλή οικουμενική γλώσσα και διαθέτει πολυάριθμα στοιχεία που εξυψώνουν την τέχνη στη σφαίρα της αληθινής δημιουργίας που τέρπει τη ψυχή του ανθρώπου. Η ίδια βραβεύτηκε και διακρίθηκε για τα έργα της, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό, κάνοντας γνωστή την καλλιτεχνική της αξία στο διεθνή χώρο.
Με τη διαθήκη της δώρισε το σπίτι, καθώς και προσωπικά της στοιχεία (ακριβώς όπως τα είχε αφήσει) στο Δήμο Βόλου με σκοπό να γίνει Μουσείο – Πινακοθήκη. Το Δημοτικό Κέντρο Ιστορίας και Τεκμηρίωσης Βόλου έχει αναλάβει τη διαχείριση του κτιρίου. Το ισόγειο του σπιτιού λειτουργεί σήμερα αυτόνομα ως χώρος εκθέσεων και πολιτιστικών δρώμενων. Πολλά έργα της δώρισε η ίδια στην κοινότητα Πορταριάς, ενώ αρκετά βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη. Το Μουσείο-Πινακοθήκη από το 1994 είναι ανοιχτό στο κοινό, δίνοντας έτσι στον επισκέπτη τη δυνατότητα να δει από κοντά τα 250 έργα περίπου που εκθέτονται και να ταξιδέψει σε «ανθρώπινες ιστορίες και ανθρώπινα μέρη», θαυμάζοντας το μεγαλείο και την ομορφιά αυτής της μοναδικής τέχνης που χαρακτηρίζει τη ζωγράφο Χρυσούλα Ζώγια.

Μουσείο Ιστορίας της πόλης του Βόλου: Ένα ακόμη μουσείο γεννιέται


Η δημιουργία ενός ακόμη μουσείου, που είναι απόλυτα συνυφασμένο με το πνευματικό και ιστορικό πλαίσιο της πόλης, γίνεται πλέον πραγματικότητα. Πρόκειται για το Μουσείο της Ιστορίας της πόλης του Βόλου, ένα μουσείο το οποίο θα συγκεντρώσει τις γνώσεις και την πείρα από διάφορους τομείς της κοινωνικής, πνευματικής και οικονομικής ζωής των κατοίκων του Βόλου, συμβάλλοντας έτσι στη διαμόρφωση του «ιστορικού γίγνεσθαι» τόσο της πόλης όσο και της ευρύτερης περιοχής.
Η πόλη του Βόλου έχει ανάγκη από τη δημιουργία ενός τέτοιου μουσείου, καθώς αποτελούσε χαρακτηριστικό παράδειγμα βιομηχανικού αστικού κέντρου. Ο Βόλος λειτουργούσε ως βασικό πολεοδομικό συγκρότημα της Ελλάδας και ως πόλος έλξης κοινωνικο-οικονομικών δυνάμεων, ενώ γνώρισε και τεράστια βιομηχανική και δημογραφική άνθηση στα χρόνια του Μεσοπολέμου. Σε μία τέτοια πολυσυλλογική κοινωνία λοιπόν αποκρυσταλλώνονται τα χαρακτηριστικά, τα επιτεύγματα και οι αγώνες των ανθρώπων και δίνουν το δικό τους στίγμα στη διαμόρφωση της ιστορικής φυσιογνωμίας της πόλης.
Το κτίριο θα στεγαστεί στην καπναποθήκη Παπάντου, που βρίσκεται στην ιστορική συνοικία των Παλαιών. Πρόκειται για ένα τριώροφο πλινθόκτιστο κτίριο που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με ιστορικές μνήμες της πόλης, καθώς αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα κτιρίου του Μεσοπολέμου. Το κτίριο επανασυνδέεται τώρα με τον κοινωνικό του περίγυρο σε μία συνοικία (τα Παλαιά) όπου τα τελευταία χρόνια έχει δεχτεί πολλές πολεοδομικές παρεμβάσεις, αναπλάθεται, ανακατα-σκευάζεται και επαναχρησιμοποιείται, αναδεικνύοντας έτσι την ιστορικότητα του χώρου. Το κτίριο και ο χώρος εξυγιάζονται και αναβιώνουν με στόχο την ανάδυση του ιστορικού βάθους της πόλης, αλλά και την προβολή του πολιτιστικού παρελθόντος.
Στο μουσείο θα συγκεντρωθεί όλη η πνευματική και ιστορική παρακαταθήκη της πόλης, η οποία θα λειτουργήσει ως το βασικό ιδεολογικό υπόβαθρο για την ανοικοδόμηση της πολιτιστικής ανάπτυξης του παρόντος. Άμεσος στόχος του μουσείου είναι η σύνδεση του παρελθόντος με το παρόν. Το μουσείο στοχεύει στη δημιουργία μιας αισθητικής πολιτισμικής ταυτότητας, όπου το παρελθόν θα ατενίζει με τόλμη το μέλλον και θα λειτουργεί παράλληλα και σε συνάρτηση με αυτό.
Επίκεντρο λειτουργίας του μουσείου είναι η κινητοποίηση των κατοίκων της πόλης για τη δημιουργία μιας δυναμικής σχέσης και επικοινωνίας που θα στηρίζεται στην ενεργοποίηση και ευαισθητοποίηση των ίδιων. Βέβαια το μουσείο ως χώρος πολιτισμικής αναφοράς δε θα περιορίζεται μόνο στην τοπική κοινότητα, αλλά θα επιθυμεί προσέγγιση από την υπόλοιπη ελληνική και διεθνή κοινότητα.
Το Μουσείο της Ιστορίας της πόλης θα πληρεί όλα τα βασικά χαρακτηριστικά ενός σύγχρονου μουσείου, καθώς θα υπάρχει άμεση συμβολή επιστημονικών κλάδων και ειδικοτήτων, διοργάνωση ειδικών προγραμμάτων, λειτουργία μουσειοπαιδαγω- γικών τμημάτων και εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων, καθώς και εφαρμογή νέων τεχνολογιών.
Το μουσείο θα εκθέτει υλικό που θα αναδύει την πνευματική και κοινωνικο – οικονομική ζωή της πόλης, τόσο με εκθέματα που συγκεντρώθηκαν από δωρεές ανθρώπων, όσο και από αρχειακό υλικό που προήλθε από αποδελτιώσεις κειμένων και που θα συνοδεύεται από εικονογραφικά και οπτικοακουστικά τεκμήρια. Μερικές από τις βασικές θεματικές ενότητες που έχουν σχέση με την ταυτότητα της πόλης και που θα περιλαμβάνει το μουσείο, είναι η σύνδεση του χώρου με ιστορικά μνημεία και οικισμούς, η αναφορά στη βιομηχανική αρχιτεκτονική, η πολεοδομική οργάνωση της πόλης στα χρόνια του Μεσοπολέμου, η κοινωνική συγκρότηση, οι πολιτιστικές δραστηριότητες, η εκπαίδευση, τα δημόσια έργα κτλ. Γενικά θα υπάρχει δηλαδή αναφορά στην ανθρώπινη δράση και πορεία, όπως αυτή αποτυπώθηκε και χάραξε τα ίχνη της στο χώρο και στο χρόνο.
Σύμφωνα με πληροφορίες του ΔΗΚΙ το μουσείο θα είναι έτοιμο να λειτουργήσει κοντά στο φθινόπωρο του 2009. Έτσι η πόλη θα αποκτήσει έναν ακόμη πνευματικό θησαυρό που θα συμβάλλει στην πολιτιστική εξέλιξη του τόπου και στη δημιουργική δραστηριότητα των ανθρώπων που θα αφήσουν τη δική τους προσωπική σφραγίδα σ’ αυτό το ζωντανό και ζωτικό «εργαστήρι», στο Μουσείο της Ιστορίας της Πόλης.

Το Πήλιο και η ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του


Το Πήλιο, βουνό χιλιοπερπατημένο από θεούς και ημίθεους, από κενταύρους και τιτάνες, από γίγαντες και πολεμιστές, θερινή κατοικία των θεών και τόπος που ξεπήδηξαν εκατοντάδες θρύλοι και μύθοι, όπως ο γνωστός μύθος της αργοναυτικής εκστρατείας. Τόπος ιερός και συνάμα μαγεμένος, τόπος όπου η θάλασσα και το βουνό συνυπάρχουν αρμονικά, σε έναν χώρο όπου η παράδοση και η ιστορία χάραξαν βαθιά τα ίχνη τους στο διάβα των αιώνων και συνέβαλλαν στη διαμόρφωση του ιστορικού γίγνεσθαι της περιοχής.
Σ’αυτόν τον ιδιαίτερο τόπο βρίσκονται διάσπαρτα τα 24 χωριά του Πηλίου, που συμπληρώνουν αυτή την ξεχωριστή αρμονία ανθρώπου και φύσης. Χωριά στολισμένα με λιθόστρωτα μονοπάτια και καλαίσθητες κρήνες, με πυκνά καλντερίμια και περίτεχνες εκκλησίες, με σπίτια και αρχοντικά, που συνδυάζουν άψογα την αρχιτεκτονική τους με το φυσικό περιβάλλον.
Τα πρώτα οικήματα που κτίστηκαν στο Πήλιο χρονολογούνται στις αρχές του 18ου αιώνα. Πρόκειται για πυργοειδής λιθόκτιστες κατασκευές με τρεις και τέσσερις ορόφους. Κύρια χαρακτηριστικά αυτών των οικημάτων ήταν οι διπλοί τοίχοι, τα λίγα ανοίγματα, οι πολλές πολεμίστρες και η γνωστή «ζεματίστρα» που υπήρχε πάνω από την είσοδο. Οι κατασκευές αυτές είχαν καθαρά οχυρωματικό χαρακτήρα. Σήμερα οι ελάχιστοι πύργοι που διασώζονται σε κάποια χωριά, έχουν δεχτεί πολλές μεταγενέστερες επεμβάσεις και επισκευές, οι οποίες έχουν αλλάξει κατά πολύ την αρχική εικόνα και λειτουργία τους.
Στα μέσα του 18ου αιώνα και αρχές του 19ου, χρονολογούνται τα οικήματα τα οποία ανήκαν στο λεγόμενο βορειοελλαδιτικό τύπο. Τα σπίτια αυτά αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας και κτίστηκαν από πρόσφυγες της Ηπείρου και της Α. Μακεδονίας που είχαν εγκατασταθεί στο Πήλιο. Οι ίδιοι, έφεραν μαζί τους την τέχνη και τη μαεστρία της πέτρας και φρόντισαν το κτίσιμο των οικισμών να συνοδεύεται από αρμονία στο σχήμα, το χρώμα και την υφή. Τα οικήματα αυτής της περιόδου ήταν πολυόροφα και ήταν κτισμένα με πυργοειδή κατασκευή που θύμιζε πολύ τους πρώιμους πύργους, ενώ οι κατόψεις τους διέφεραν ανάλογα με τη διαμόρφωση του εδάφους. Τα σπίτια είχαν συνήθως δύο ή τρεις ορόφους. Στο ισόγειο υπήρχαν λίγα και μικρά παράθυρα, ενώ οι τοίχοι ήταν χοντροί και πέτρινοι και λειτουργούσαν κατάλληλα για την αποθήκευση προϊόντων. Το μεσοπάτωμα (α’ όροφος) ήταν συνήθως χαμηλοτάβανο με λίγα παράθυρα και τζάκι και λειτουργούσε ως χώρος χειμερινής διαμονής. Βασικά χαρακτηριστικά του τρίτου ορόφου ήταν ότι υπήρχε σ’ αυτόν η κύρια είσοδος του οικήματος, καθώς και πολλά μεγάλα παράθυρα. Σ’ αυτόν τον όροφο έμεναν οι πηλιορείτες τους καλοκαιρινούς μήνες. Οι κατασκευές ήταν λιθόκτιστες και ενισχυμένες με ξυλοδεσιές. Οι στέγες ήταν σκεπασμένες με σχιστολιθικές πλάκες (που εξορίζονταν από τα ορυχεία του Πηλίου) και προεξείχαν για λόγους προστασίας του οικήματος από τις καιρικές συνθήκες. Εσωτερικά τα σπίτια ξεχώριζαν από τη ξυλόγλυπτη διακόσμηση στις πόρτες, τα ντουλάπια και το τζάκι, τα περίτεχνα κεφαλόσκαλα, τον πλούσιο ζωγραφικό διάκοσμο και τις τοιχογραφίες (που απεικόνιζαν την καθημερινή ζωή των κατοίκων στην Ελλάδα και το εξωτερικό). Επίσης ξεχώριζαν για τον ιδιαίτερο λιθοανάγλυφο διάκοσμο, ο οποίος κυριαρχούσε στις εξωτερικές όψεις των σπιτιών, στις κτητορικές επιγραφές και στα υπέρυθρα της εισόδου, που κοσμούταν συνήθως με δικέφαλους αετούς, άνθη, ρόδακες, σταυρούς και άλλα τέτοιου είδους διακοσμητικά μοτίβα.
Λόγω της τουρκοκρατίας, η ανασφάλεια που επικρατούσε επέβαλλε στα κτίρια να υιοθετήσουν έναν φρουριακό και οχυρωματικό χαρακτήρα, που θα τα προστάτευε σε περίπτωση πιθανής εισβολής. Για το λόγο αυτό, στα μικρά παράθυρα του ισογείου είχαν τοποθετηθεί σιδεριές, ενώ πάνω από την κύρια είσοδο υπήρχε η «φουσκωτή σιδεριά» και η «ζεματίστρα».
Στα μέσα του 19ου αιώνα έχουμε τα λεγόμενα νεοκλασικά σπίτια, τα οποία κτίστηκαν από πλούσιους πηλιορείτες, οι οποίοι είχαν ταξιδέψει στην Αίγυπτο και είχαν επηρεαστεί από την αιγύπτια αρχιτεκτονική. Στα σπίτια αυτά διασταυρώνονται τα λαϊκά, παραδοσιακά στοιχεία με τα νέα στοιχεία της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής και λειτουργούν ουσιαστικά ως ένα μεταβατικό στάδιο περάσματος από την παραδοσιακή στη νεοκλασική αρχιτεκτονική. Οι οικισμοί ήταν διώροφοι ή τριώροφοι με νέα βασικά χαρακτηριστικά τις λιτές γραμμές, τις μαρμάρινες λεπτομέρειες και τις αρμονικές συμμετρικές όψεις, όπου έκαναν τα κτίρια αυτής της περιόδου να δένουν άψογα με τα παλαιότερα κτίσματα της κλασικής περιόδου.
Ο συνδυασμός αυτών των στοιχείων διατηρήθηκε ως την απελευθέρωση της Θεσσαλίας και το 1881 καθιερώθηκε ως επίσημος αρχιτεκτονικός ρυθμός στο Πήλιο ο νεοκλασικός.
Όλα τα οικήματα του Πηλίου, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους και ανάλογα με τις εκάστοτε ιστορικές συγκυρίες, ακολουθούσαν τις ίδιες μορφές οργάνωσης. Αναπτύχθηκαν γύρω από ένα αρχικό πυρήνα (ναό ή πλατεία), που αποτελούσε το κεντρικό σημείο αναφοράς.
Οι οικισμοί κατάφεραν επίσης να διατηρήσουν την ισορροπία ανάμεσα στο φυσικό και το δομημένο περιβάλλον, υπακούοντας σε κανόνες λειτουργίας και σε αρχές που ακολούθησαν τη φυσική εξέλιξη και τους φυσικούς ρυθμούς.
Η ποιότητα των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν για να κτιστούν τα σπίτια καθόρισε το αισθητικό και μορφολογικό αποτέλεσμα των οικημάτων. Η συνοχή των μορφών, το αισθητικό αποτέλεσμα και η ξεχωριστή ομοιογένεια αυτών των κατασκευών μαρτυρούν τη φαντασία και την ιδιαίτερη ικανότητα των ανθρώπων που τα δημιούργησαν.
Σήμερα, οι παραδοσιακές αυτές δομές του Πηλίου μαρτυρούν μια ασυνέχεια στο χώρο και το χρόνο, διανύοντας παράλληλα μια εκτεταμένη χρονική διάρκεια που υπακούει στους δικούς της ρυθμούς και στους δικούς της κανόνες.

Κώστας Νίκας