Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2009

Το ανάγλυφο της Θεοτόκου «Οξείας Επίσκεψης» στη Μακρινίτσα


Το ανάγλυφο της Θεοτόκου «Οξείας Επίσκεψης» από το ναό της Παναγίας της Μακρινίτσας προέρχεται από το γλυπτό διάκοσμο μονής, που ιδρύθηκε γύρω στο 1209, φέρει την επιγραφή «Μ(ΗΤΗΡ) Θ(ΕΟΥ) Η ΟΞΕΙΑ ΕΠΙΣΚΕΨΗ» και σύμφωνα με τον εικονογραφικό του τύπο χρονολογείται τον 13ο αιώνα.
Πρόκειται για μία πλάκα ορθογώνιου σχήματος με μέγεθος 1,67 μ. στην οποία είναι λαξευμένες οι μορφές. Κεντρική σύνθεση της παράστασης είναι η Θεοτόκος, η οποία απεικονίζεται στον εικονογραφικό τύπο της βλαχερνίτισσας ή επισκέψεως, ολόσωμη και μετωπική, σε στάση δέησης με ανοιχτά τα χέρια και μπροστά στο στήθος της φέρει μέσα σε μετάλλιο την προτομή του Χριστού Εμμανουήλ. Η Παναγία αποδίδεται με υψηλό ανάστημα και με μικρό, στρόγγυλο κεφάλι, ενώ από τα χαρακτηριστικά του προσώπου της ξεχωρίζουν οι καλοσχεδιασμένοι και μεγάλοι οφθαλμοί της. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του Χριστού ακολουθούν την ίδια βασική σύνθεση με αυτή της Παναγίας.
Η Θεοτόκος φοράει μακρύ μανδύα και το σώμα της αποδίδεται χωρίς καμία πλαστικότητα και γραμμικότητα, με λίγες ανάγλυφες πτυχώσεις, αποκτώντας έτσι μία συμπαγή και ογκώδης διάσταση, χωρίς καμία ισορροπία στις επιμέρους αναλογίες.
Αυτό που καθιστά το ανάγλυφο ιδιαίτερης προσοχής είναι η μικρή ανδρική μορφή, η οποία απεικονίζεται δεξιά, στο ύψος των ποδιών της Παναγίας, υψώνοντας τα χέρια της σε στάση ικεσίας. Η ανδρική μορφή έχει γένια, φοράει σκούφο στο κεφάλι και απεικονίζεται οκλαδόν, ενώ το πρόσωπό της είναι κατεστραμμένο.
Σύμφωνα με την επιγραφή που υπάρχει στο πλαίσιο της εικόνας, η ανδρική μορφή θα μπορούσε να είναι ο κατασκευαστής του έργου, όπως είναι γνωστό όμως εκείνη την εποχή υπήρχε η συνήθεια να απεικονίζονται συνήθως σε τέτοιου είδους ανάγλυφα (στο ύψος των ποδιών του Χριστού ή της Παναγίας) δωρητές μονών, κτήτορες και δεσπότες και σε καμία περίπτωση ανώνυμοι καλλιτέχνες.
Το ανάγλυφο φέρει δύο οπές μεταξύ των ποδιών της Παναγίας, κάτι που δείχνει ότι αρχικά θα πρέπει να ήταν εντοιχισμένο σε κάποιο σημείο του ναού.
Το συγκεκριμένο ανάγλυφο πρέπει να έγινε ή στην ίδια τη μονή του Πηλίου ή στην Κωνσταντινούπολη, καθώς όπως είναι γνωστό οι μονές στο παρελθόν λειτουργούσαν και ως εργαστήρια τέτοιων έργων τέχνης.
Η παρουσία αυτού του ανάγλυφου στο χώρο του Πηλίου είναι πολύ σημαντική αν σκεφτούμε το γεγονός ότι ο αριθμός των ανάγλυφων εικόνων ήταν μικρός και ο συγκεκριμένος εικονογραφικός τύπος της Παναγίας με την αντρική μορφή δεξιά από τα πόδια της σπάνιος. Ο εικονογραφικός τύπος αυτός, ωστόσο, ήταν πολύ συνηθισμένος τόσο σε έργα μνημειακής ζωγραφικής όσο και σε έργα μικροτεχνίας (ελεφαντοστά, νομίσματα, μολυβδόβουλα).

Αθανασάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου: Ένα μουσείο με όλες τις προδιαγραφές


Το Αθανασάκειο Μουσείο Βόλου αποτελεί το Κεντρικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλίας και ένα από τα παλαιότερα μουσεία της χώρας. Η χρονολογία δημιουργίας του τοποθετείται στο 1909. Το κτίριο έγινε με δωρεά του Αθανασάκη, με στόχο τη στέγαση των επιτύμβιων γραπτών στηλών της Δημητριάδας, που έφεραν στο φως οι ανασκαφές του Αρβανιτόπουλου.
Από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, υπήρχε ήδη ένα πάγιο και μακροχρόνιο αίτημα, σχετικά με την έλλειψη επαρκών εκθεσιακών χώρων που θα στέγαζαν τον τεράστιο πλούτο των αρχαιολογικών ευρημάτων της συλλογής του Μουσείου. Η επιτακτική αυτή ανάγκη για επέκταση του κτιρίου υλοποιήθηκε στον Αύγουστο του 2004 με τον εγκαινιασμό της νέας πτέρυγας του Μουσείου, η οποία κατασκευάστηκε παράλληλα και σε συνάρτηση με τις εργασίες ανακαίνισης του παλιού κτιρίου.
Έτσι σήμερα το Μουσείο του Βόλου στεγάζεται σε ένα νεοκλασικό κτίριο που έχει διατηρήσει την αρχική του αρχιτεκτονική φυσιογνωμία, τοποθετημένο σε μία προνομιακή θέση, απέναντι από τους πράσινους πνεύμονες του πάρκου του Αναύρου. Στέκει εκεί έχοντας διανύσει ήδη έναν αιώνα λειτουργίας, πλήρως ανανεωμένο και εμπλουτισμένο με αρχαιολογικές συλλογές, προσφέροντας την πνευματική του παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές.
Το μουσείο τηρεί όλες τις σύγχρονες μουσειακές προδιαγραφές και υπάρχει πλήρης εφαρμογή τεχνολογικών πρακτικών υψηλών προδιαγραφών για την κάλυψη όλων των αναγκών. Η άρτια λειτουργία του χώρου, με τις επεμβάσεις και τις προσθήκες, η διαμόρφωση πρόσθετων εκθεσιακών χώρων, οι ελεγχόμενες συνθήκες διατήρησης των αρχαιοτήτων και γενικότερα η μεγάλη αντικειμενικότητα ως προς τη χωροθέτηση και τη λειτουργία, του υποδεικνύουν την μακροχρόνια δράση και τον αγώνα των ανθρώπων για την ανάδειξη και την έκθεση των αρχαιολογικών θησαυρών σε ένα σύγχρονο και πλήρως εξοπλισμένο μουσείο.
Όμως το μουσείο δε λειτουργεί μόνο ως χώρος και ως κτίριο. Το μουσείο του Βόλου έχει μία πλήρως συγκροτημένη θεωρία ως προς την μουσειακή πραγματικότητα, έχει στρατηγικούς στόχους, προβληματισμούς και προοπτικές. Λειτουργεί συγκροτημένα, συμπυκνώνοντας όλη τη γνώση και την εμπειρία για την ορθή λειτουργία ενός μουσείου. Πέρα από την ωραία αρχιτεκτονική, το μουσείο είναι ένας εμπνευσμένος θησαυρός, ένα πνευματικό γεγονός, που συμβάλλει στη διαμόρφωση του ιστορικού «γίγνεσθαι».
Ο ρόλος του μουσείου του Βόλου είναι συνυφασμένος με την κοινωνική διάσταση της λειτουργίας του, καθώς υπάρχει άμεση επικοινωνία με το κοινό. Λειτουργούν ήδη σ’ αυτό επιμορφωτικά σεμινάρια, διοργανώνονται επιστημονικά συνέδρια, εφαρμόζονται εκπαιδευτικά προγράμματα για μαθητές του δημοτικού αλλά και για άτομα με ειδικές ανάγκες, ενώ η πλοήγηση στο διαδίκτυο προσφέρει μία αμφίδρομη επικοινωνία με το κοινό.
Πάνω απ’ όλα όμως, το μουσείο του Βόλου αποτελεί μία πηγή απόλαυσης και ψυχαγωγίας, μία διαλλακτική σχέση ανάμεσα στον θεατή (κοινό) και στο έκθεμα, μία δημιουργική σκέψη στο διάβα των αιώνων. Είναι μία κιβωτός πολιτισμού που χαράζει στα άτομα το συναίσθημα της ενότητας και της συνέχειας της ιστορικής τους πορείας. Πλήρως ανακαινισμένο και εμπλουτισμένο με μεγάλους εκθεσιακούς χώρους, με πλούτο εκθεμάτων, με παραστατικές αναπαραστάσεις και με φωτογραφίες, κείμενα και σχέδια, το μουσείο του Βόλου προσφέρει στο κοινό τη δυνατότητα να αγαπήσει το παρελθόν, να έρθει σε άμεση επαφή μαζί του, να στεγάσει την κοινωνική του ανάγκη και την καλλιεργημένη του αναψυχή και να νιώσει κομμάτι αυτής της ιστορικής πραγματικότητας.

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2009

Το κτίριο του σιδηροδρομικού σταθμού Βόλου: ένα κομψοτέχνημα με μνημειακό χαρακτήρα


Το κτίριο του σιδηροδρομικού σταθμού Βόλου ξεχωρίζει για την αισθητική του αυτάρκεια, την αρμονική του διάταξη, την κομψότητα στη σύνθεση, καθώς επίσης και για την αισθητική και λειτουργική του ιδιότητα.
Με την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος το 1881 ξεκίνησαν τα έργα για τη σιδηροδρομική σύνδεση Βόλου – Λάρισας. Τα έργα αυτά ήταν ιδιαίτερα μεγάλης σημασίας, καθώς συνέδεσαν σιδηροδρομικά το κεντρικό θεσσαλικό κάμπο με το μεγαλύτερο λιμάνι της περιοχής.
Την κατασκευή του έργου την είχε αναλάβει η εταιρία «σιδηροδρόμων Θεσσαλίας», ενώ τα σχέδια της κατασκευής του κτιρίου ο Ιταλός μηχανικός Εβαρίστο Ντε Κίρικο. Η νέα γραμμή εγκαινιάστηκε το 1884, ενώ το υπόλοιπο σιδηροδρομικό δίκτυο το 1886.
Το κτίριο του σιδηροδρομικού σταθμού είναι ένα από τα λίγα κτίρια που επιβίωσαν μετά τους σεισμούς, διατηρώντας αναλλοίωτα τα βασικά του χαρακτηριστικά.
Το ιδιαίτερο αυτό κτίριο ακολουθεί τη νεοκλασική τυπολογία και έναν πειθαρχημένο στις κλασικές μορφές σχεδιασμό, που εκφράζει τη μνημειακότητα και την αξιοπιστία της έντονα «γραφικής» αρχιτεκτονικής.
Η ανάδειξη των όγκων με τα κατακόρυφα ανοίγματα και την εξέχουσα δύρικτη στέγη με τον πλούσιο ξύλινο διάκοσμο στο περίγραμμά της, χαρίζουν μια μοναδική πλαστική ομοιογένεια και ισορροπία στο κτίριο, δηλώνοντας έτσι το ταλέντο του σχεδιαστή του.
Η σύνθεση διακρίνεται επίσης για την εφαρμογή διακοσμητικών στοιχείων στις δύο βασικές ζώνες που περιστοιχίζουν το κτίριο, αλλά και την ήρεμη επιβλητικότητα της πρόσοψης που υπογράμμιζε τον τότε ανερχόμενο αστικό χαρακτήρα του Βόλου.
Το κτίριο συνδυάζει τη λειτουργική αναγκαιότητα με την αισθητική και λειτουργική αξία. Πρόκειται ουσιαστικά για μία σύζευξη μνημειακού και χρηστικού χαρακτήρα σε μία ενιαία μορφολογική σύνθεση.
Τον εξωτερικό περιβάλλοντα χώρο στολίζει το άγαλμα της θεάς Αθηνάς. Αυτή η μεγάλων διαστάσεων μνημειακή σύνθεση είναι το έργο του Ιταλού γλύπτη Ι. Previsan.
Το άγαλμα ακολουθεί τα κλασικά εικονογραφικά στοιχεία του συγκεκριμένου τύπου (θεά Αθηνά), έχει δηλαδή περικεφαλαία και κρατάει δόρυ και ασπίδα. Η παρουσία του αγάλματος στο συγκεκριμένο χώρο είναι απόλυτα συνδεδεμένη με την ίδρυση του σιδηροδρομικού σταθμού και την πρώτη λειτουργία της πρώτης αμαξοστοιχίας. Το μνημείο προσφέρει μία ξεχωριστή αισθητική αξία και αρμονία και δένει απόλυτα με το κομψό και επιβλητικό κτίριο του σταθμού.
Στο κτίριο του σταθμού, στον πρώτο όροφο, ο οποίος χρησίμευε ως χώρος κατοικίας για τον εκάστοτε σταθμάρχη, λειτουργεί εδώ και δώδεκα χρόνια το σιδηροδρομικό μουσείο Θεσσαλίας.
Στο μουσείο διασώζεται και εκτίθεται ένα πλούσιο τεκμηριακό και κειμηλιακό υλικό σχετικά με την ιστορία των σιδηροδρόμων. Συγκεκριμένα, μπορεί κανείς να θαυμάσει παλιές φωτογραφίες, τηλέγραφους, ρολόγια σταθμού, στολές εποχής, εκδοτήρια εισιτηρίων, εξαρτήματα μηχανών, έγγραφα, αρχεία, βιβλία για την αρχιτεκτονική των σιδηροδρόμων, σχέδια του Εβάριστο Ντε Κίρικο και πλήθος άλλων μικροαντικειμένων που αποτελούσαν σημαντικά ιστορικά ντοκουμέντα για την εποχή. Το μουσείο βρίσκεται ακόμη σε πρωταρχικό στάδιο αλλά με τη βοήθεια και την προσπάθεια των «φίλων των τρένων», εμπλουτίζεται συνεχώς με νέο υλικό και στόχο έχει να γίνει ένα σύγχρονο μουσείο, που θα πληρεί όλες τις βασικές προδιαγραφές.
Το κτίριο του σταθμού, μαζί με άλλα σημαντικά δημόσια κτίρια, όπως το κτίριο Σπίρερ, το δημαρχείο, η βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου Θεσσαλίας και το κτίριο τέχνης Τζόρτζιο Ντε Κίρικο, αποτελεί μάρτυρα της χρηστικής πολεοδομικής συνέχειας της πόλης. Δεσπόζει με το μοναδικό του τρόπο και κατέχει σημαντική θέση στην ιστορία του τόπου. Η εμφανής μνημειακή του υπόσταση και τα εντυπωσιακά νεοκλασικά του στοιχεία θαμπώνουν κυριολεκτικά τον επισκέπτη. Το κτίριο αποτέλεσε για την εποχή του μια νέα αισθητική έκφραση και αποτελεί για τη σημερινή εποχή ένα σίγουρα αξεπέραστο, αδιαμφισβήτητο αριστούργημα.

Ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης: η ζωή του, η δράση του και η προσφορά του στην πόλη του Βόλου


Ο Δημήτρης Πικιώνης ήταν ο κυριότερος εκπρόσωπος και προασπιστής της ελληνικής τέχνης που πήγαζε από την παράδοση και την ιστορία. Αρχιτέκτονας, στοχαστής, σκηνογράφος, πολεοδόμος, ζωγράφος και φιλόσοφος, διεύρυνε τους ορίζοντες της ελληνικής αρχιτεκτονικής και δόξασε το ελληνικό τοπίο και τη λαϊκή τέχνη όσο κανένας άλλος.
Γεννημένος στον Πειραιά το 1887 από Χιώτες γονείς, εξέφρασε τις καλλιτεχνικές του τάσεις στην ζωγραφική από μικρή ηλικία, ενώ η αρχιτεκτονική αποτέλεσε για τον ίδιο αντικείμενο αισθητικής θεώρησης, καθώς του ασκούσε μία ιδιαίτερη έλξη. Το 1904, θα μπει στο τμήμα πολιτικών μηχανικών του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου Αθηνών και το 1908, διπλωματούχος πλέον, θα συνεχίσει τις σπουδές του στο ελεύθερο σχέδιο και τη γλυπτική στο Μόναχο. Το 1909 – 1912 θα μεταβεί στο Παρίσι και θα ασχοληθεί με την σπουδή της ζωγραφικής και του σχεδίου, παρακολουθώντας παράλληλα μαθήματα αρχιτεκτονικών συνθέσεων. Το 1912 – 1918 θα επιστρέψει στην Ελλάδα και το 1925 θα εκλεχθεί στην έδρα της Διακοσμητικής της Πολυτεχνικής Σχολής Αθηνών και θα δημοσιεύσει το άρθρο «Η λαϊκή τέχνη και εμείς».
Γεμάτος ιδέες, φιλοδοξίες και πλήρως καταρτισμένος σε γνώσεις, θα αναλάβει δράση στον ελληνικό χώρο. Πρώτο του έργο αποτελεί η οικία Μωραΐτη στις Τζιτζιφιές (1912 – 1923). Το 1932 κτίζει το δημοτικό σχολείο στα Πευκάκια του Λυκαβηττού και το θερινό θέατρο της Μαρίνας Κοτοπούλη (ακολουθώντας τις βασικές αρχές του αρχαίου και του ιαπωνικού θεάτρου), ενώ το 1935 κτίζει το πειραματικό σχολείο στη Θεσσαλονίκη.
Το 1949 θα αναλάβει για άλλη μια φορά το κτίσιμο μιας οικίας, της οικίας – εργαστηρίου της γλύπτριας Φρόσως Ευθυμιάδη Μενεγάκη στα Άνω Πατήσια. Την περίοδο 1951 – 1957 θα αναλάβει τη δημιουργία διαμόρφωσης αρχαιολογικού χώρου γύρω από την περιοχή της Ακρόπολης και το 1961 – 1964 θα δημιουργήσει την παιδική χαρά της Φιλοθέης, ένα μοναδικό και ιδιαίτερα αξιόλογο έργο στο οποίο θα ενσωματώσει τα ελληνικά με τα ανατολίτικα στοιχεία. Τέλος, το 1961 θα εκλεχθεί τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Ο ίδιος έγραψε πολλά δοκίμια, το εκτενέστερο όμως και περισσότερο γνωστό, είναι το δοκίμιο που ασχολείται με «το πρόβλημα της μορφής». Το δοκίμιο είναι χωρισμένο σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος αναφέρεται στην ιστορική μορφή και στη λαϊκή παράδοση και στο δεύτερο γίνεται διατύπωση βασικών θέσεων από τον ίδιο για τη σχέση των σύγχρονων αρχιτεκτονικών εφαρμογών με τη λαϊκή τέχνη.
Ήταν λάτρης της παράδοσης και του ελληνικού στοιχείου, αλλά και άνθρωπος με ξεχωριστές αισθητικές και φιλοσοφικές ανησυχίες, που θα εισάγει στον ελληνικό χώρο της αρχιτεκτονικής καινούριες και σύγχρονες ευρωπαϊκές τάσεις.
Η συνύπαρξη της μοντέρνας και παραδοσιακής αρχιτεκτονικής θα κυριαρχήσει σε κάποια από τα έργα του, όπως στην περίπτωση της οικίας της γλύπτριας Μενεγάκη, όπου ο συγκερασμός αυτών των δύο στοιχείων θα λειτουργήσει στην αισθητική του χώρου με ένα ιδιαίτερα ανορθόδοξο τρόπο.
Η φύση για τον Δημήτρη Πικιώνη παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στα έργα του. Η φύση ταυτίζεται με το ελληνικό τοπίο και τον ελληνικό πολιτισμό. Είναι ο χώρος όπου πραγματώνονται οι ανθρώπινες δράσεις, ο χώρος όπου διηγείται τη δική του μοναδική ιστορία, η οποία εξελίσσεται παράλληλα με τον τόπο. Η φύση δεν αποτελεί ένα σταθερό σημείο για την τέχνη του Πικιώνη, αλλά ένα στοιχείο διαμόρφωσης που ακολουθεί την ανθρώπινη πορεία, δεν είναι ουδέτερη και κενή, αλλά συμμετέχει στα ανθρώπινα δρώμενα και καθορίζεται από αυτά.
Ιδιαίτερα σημαντικά έργα, όπως προαναφέραμε, αποτελούν τα δύο σχολεία, το σχολικό κτίριο στα Πευκάκια του Λυκαβηττού και το πειραματικό σχολείο στη Θεσσαλονίκη. Στα δύο αυτά έργα διακρίνεται η επίδραση της λαϊκής παράδοσης, περισσότερο στο σχολικό κτίριο της Αθήνας, όπου αποτυπώνεται καθαρά το αρχαίο ελληνικό στοιχείο σε σχέση με το σχολικό κτίριο της Θεσσαλονίκης, όπου υπάρχει για άλλη μια φορά η σύνθεση μοντέρνας και λαϊκής αρχιτεκτονικής. Ωστόσο και στα δύο έργα αποτυπώνονται καθαρά οι διαχρονικές αξίες του ελληνικού πολιτισμού και η αυθεντικότητα της λαϊκής και σύγχρονης τέχνης (για την κάθε περίπτωση σχολικού κτιρίου).
Εξίσου σημαντικό είναι και το έργο διαμόρφωσης του αρχαιολογικού χώρου στον περίγυρο της Ακρόπολης, στο λόφο του Φιλοπάππου. Ο ίδιος επιθυμούσε ο λόφος να είναι ελεύθερα προσβάσιμος από τον επισκέπτη, με καλαίσθητα μονοπάτια και δεντροφυτεύσεις, προσφέροντας έναν θαυμάσιο χώρο θέασης της Ακρόπολης και του ευρύτερου αρχαιολογικού χώρου.
Τα μεγάλα του έργα δεν περιορίστηκαν ωστόσο μόνο στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Ο Βόλος είχε την τιμή να είναι μία από τις πόλεις που ο γνωστός αρχιτέκτονας άφησε τη δική του προσωπική σφραγίδα, με ένα έργο που αποτέλεσε σημείο αναφοράς για την ιστορία του τόπου.
Μετά τους σεισμούς του ’55 που κατέστρεψαν κυριολεκτικά τον πολεοδομικό ιστό της πόλης, δημιουργήθηκε η ανάγκη στέγασης του δημαρχείου. Σε μία συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου τέθηκε το θέμα αναζήτησης νέου δημαρχείου. Μια ιδέα που έγινε πράξη στην πορεία. Ο τότε δημοτικός σύμβουλος Κίτσος Μακρής ανέθεσε υπεύθυνο του έργου τον Δημήτρη Πικιώνη, τον ξεχωριστό και πλέον έμπειρο αρχιτέκτονα, ο οποίος θα κατασκεύαζε ένα αρχιτεκτονικό μνημείο μοναδικό και ασύλληπτο για τα τότε δεδομένα.
Ο Βόλος και ο χώρος της Μαγνησίας για τον Δημήτρη Πικιώνη δεν ήταν μέρη άγνωστα. Ο ίδιος το 1939 είχε επισκεφτεί τη Ζαγορά για να μελετήσει την αρχιτεκτονική παράδοση του οικισμού και είχε δημοσιεύσει εκείνη την περίοδο τη βραβευμένη σειρά «η ελληνική λαϊκή τέχνη». Από τον Βόλο επίσης προέρχονταν και ο πολύ καλός του φίλος, ο ζωγράφος Τζόρτζιο ντε Κίρικο.
Ο Δημήτρης Πικιώνης για να σχεδιάσει το δημαρχείο της πόλης έπρεπε να γνωρίσει καλύτερα τον πολεοδομικό χαρακτήρα του Βόλου, καθώς και την αρχιτεκτονική παράδοση της περιοχής, γιατί ήθελε να συνδέσει το νέο κτίριο με τα αρχιτεκτονικά στοιχεία του τόπου.
Ο προσανατολισμός του σχεδίου επικεντρώθηκε τελικά στην υιοθέτηση παραδοσιακών στοιχείων της λαϊκής πηλιορείτικης αρχιτεκτονικής, καθώς θεωρούσε ότι η πόλη του Βόλου καθορίζονταν από το περιβάλλον του γειτονικού Πηλίου.
Η δομή, η κατασκευαστική και λειτουργική αισθητική, καθώς και η αρμονία στο σχήμα και την ποιότητα των υλικών των παραδοσιακών οικισμών του Πηλίου, που εντυπωσίαζαν από πάντα τον Πικιώνη, ενσωματώθηκαν εξ ολοκλήρου στο νέο αυτό κτίριο.
Το κτίριο σχεδιάστηκε το 1960 – 1965 και το 1970 κτίστηκε. Το ιδιαίτερο αυτό κτίσμα αποτέλεσε γνήσιο δείγμα πηλιορείτικης αρχιτεκτονικής και υιοθέτησε όλα τα τοπικά και παραδοσιακά στοιχεία, τόσο στον εξωτερικό όσο και στον εσωτερικό χώρο.
Ο Πικιώνης ήθελε το κτίριο να βρίσκεται σε μία προνομιακή θέση, όπου θα μπορούσε να το θαυμάσει κανείς απ’ όλες τις πλευρές της πόλης. Πράγματι, ο προσανατολισμός του κτιρίου στράφηκε προς την παλιά αλλά και τη νέα πόλη, τοποθετημένο στους πράσινους πνεύμονες του πάρκου Ρήγα Φερραίου, με θέα τη θάλασσα και το λιμάνι από τη μία πλευρά και το Πήλιο από την άλλη και σε σημείο όπου συνδέονται πολλές κεντρικές λεωφόροι της πόλης.
Ο γνωστός αρχιτέκτονας κατάφερε να αποδώσει στο κτίριο τις αναλογίες ενός πραγματικού αρχιτεκτονικού μνημείου, με μοναδική αισθητική μορφή και ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά στοιχεία, που αντανακλούσαν και μαρτυρούσαν την ιστορική μνήμη της πόλης.
Τα έργα του Δημήτρη Πικιώνη δεν ήταν μόνο αυτά. Πλήθος άλλων έργων, αρχιτεκτονικών σχεδίων, μελετών και δοκιμίων συνόδευσαν τη συνολική του δράση και πορεία.
Αυτό που ξεχώριζε όμως την τέχνη του Πικιώνη από την τέχνη των άλλων συναδέλφων του ήταν ότι δεν αντιμετώπιζε την αρχιτεκτονική ως ένα θέμα απλό και τεχνικό, αλλά ως ένα καθαρά πολιτισμικό αγαθό με ιδιαίτερη φυσιογνωμία. Ενδιαφέρονταν βαθιά για το νεοελληνικό πολιτισμό και προσπάθησε να κτίσει την παράδοση με φυσικά, τεχνικά, παραδοσιακά και σύγχρονα υλικά, ακολουθώντας μία χειρονακτική νοοτροπία.
Η τέχνη του είχε κοινωνικό χαρακτήρα. Βοήθησε τους ανθρώπους να αποκτήσουν αυτοσυνείδηση και να γνωρίσουν όχι μόνο τον εαυτό τους, αλλά και το περιβάλλον τους, αντιλαμβανόμενοι όλο το φάσμα της πραγματικότητας που ήταν ταυτισμένη με την ιεράρχηση των δραστηριοτήτων της καθημερινής ζωής. Ήταν και είναι η τέχνη που συγκινεί, εξευγενίζει τα συναισθήματα και κτίζει την κοινωνική συνειδητοποίηση.
Η τέχνη του εκδηλώθηκε σε όλες της τις εκφάνσεις (αρχιτεκτονική, ζωγραφική, φιλοσοφία, κτλ) και αποτέλεσε για τον ίδιο μια μορφή ανάπλασης με λόγο, εικόνα και κίνηση εσωτερικής και εξωτερικής πραγματικότητας. Αποτέλεσε έκφραση της ανθρώπινης ψυχής, αλλά και συμφιλίωσης του ανθρώπου με τη φύση, η οποία έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στα έργα του.
Ο Δημήτρης Πικιώνης ήταν ένας άνθρωπος φιλόδοξος, δραστήριος, με ζωντανό πνεύμα. Μύστης της φυσικής ομορφιάς και της λαϊκής παράδοσης, που κατάφερε να δώσει στα έργα του μια ζωγραφική και χειροτεχνική χροιά. Υπηρέτησε τη μεγάλη του αγάπη, την αρχιτεκτονική, με τη ψυχή του ποιητή, του ζωγράφου και του φιλόσοφου. Πέθανε στις 28 Αυγούστου του 1968, έχοντας καταξιωθεί, αναγνωρισθεί και τιμηθεί για το έργο του και έχοντας ικανοποιήσει τη δίψα του για μάθηση και τις φιλοσοφικές του ανησυχίες. Έρευνες ακόμη και σήμερα ασχολούνται με το πολύπλευρο έργο του, καθώς έχουν γραφτεί εκατοντάδες άρθρα, δοκίμια, διδακτορικές διατριβές και δημοσιεύσεις που αφορούν τη συνολική του δράση και προσφορά.

Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2009

Βόλος: μία πόλη με μεγάλη βιομηχανική ιστορία


Η ανάπτυξη της βιομηχανίας κατά το παρελθόν στην πόλη του Βόλου αποτέλεσε το βασικό συντελεστή της συνολικής εξελικτικής πορείας της πόλης και της ευρύτερης περιοχής. Ο βιομηχανικός παράγοντας υπήρξε ο κύριος δείκτης της αντίστοιχης οικονομικής πολιτικής και πολιτιστικής ανάπτυξης και ευμάρειας της πόλης.
Το 1881, με την προσάρτηση της Θεσσαλίας και του Βόλου στο ελληνικό κράτος, ξεκινάει μια περίοδος οικονομικής ανάπτυξης και άνθησης της πόλης. Παρατηρούνται αυξημένες οικοδομικές και πολεοδομικές δραστηριότητες, καθώς και διαδοχική εξέλιξη των τοπικών βιοτεχνιών σε κύριες βιομηχανίες. Η πόλη οργανώνεται με γρήγορους ρυθμούς και μετατρέπεται σε σημαντικό βιομηχανικό κέντρο.
Τα βιομηχανικά συγκροτήματα αποτελούν τους βασικούς πυρήνες της οικονομικής ζωής της πόλης. Κύριοι κλάδοι των βιομηχανικών επιχειρήσεων είναι η μεταλλουργία, η υφαντουργία, η βυρσοδεψία και η κεραμουργία.
Η πόλη του Βόλου χάρη στο λιμάνι και την εμπορική του δραστηριότητα, καθώς και της σημαντικής της γεωγραφικής θέσης, αποτελεί τη βασικότερη πόλη της Θεσσαλίας και φέρει τον τίτλο της θεσσαλικής πρωτεύουσας.
Η εξέλιξη της βιομηχανίας επηρεάζει με τη σειρά της και καθορίζει τον τρόπο ζωής των ανθρώπων. Η οικονομική ακμή που συνοδεύει την ανάπτυξή της (της βιομηχανίας), δημιουργεί μία σημαντική κοινωνική και πολιτιστική δραστηριότητα και μετατρέπει τον Βόλο σε πόλο έλξης ατόμων διαφορετικών εθνικών και θρησκευτικών ομάδων, ενώ η οικονομική αίγλη που συγκεντρώνεται στην πόλη, προσφέρει περισσότερες δυνατότητες πολιτιστικής ανάδειξης και ανέλιξής της, τόσο στον ελληνικό όσο και στον διεθνή χώρο.
Με την μικρασιατική καταστροφή έχουμε την εγκατάσταση προσφύγων στην πόλη του Βόλου. Ο Βόλος είναι η μοναδική πόλη της Θεσσαλίας που δέχεται τόσο μεγάλο αριθμό προσφύγων. Οι πρόσφυγες αποτελούν το νέο εργατικό δυναμικό που θα συμβάλλει στην αύξηση της βιομηχανικής δραστηριότητας. Ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος θα ανακόψει προσωρινά την οικονομική εξέλιξη της πόλης, ενώ την περίοδο 1941-1944 ο Βόλος θα βιώσει την ιταλική και αργότερα τη γερμανική κατοχή. Μεταπολεμικά ο Βόλος θα εξελιχθεί σε ένα από τα σημαντικότερα πολεοδομικά συγκροτήματα της Ελλάδας, με ανάλογη βιομηχανική ανάπτυξη. Καταλυτική ημερομηνία για την πόλη του Βόλου είναι το έτος 1955, με τους δύο σεισμούς και τις πλημμύρες της ίδιας χρονιάς που θα καταστρέψουν σχεδόν ολοσχερώς την πόλη και θα αλλοιώσουν την αρχική της αρχιτεκτονική φυσιογνωμία.
Μετά τους σεισμούς, επέρχεται μία περίοδος οικονομικής κρίσης για τη βιομηχανική δραστηριότητα του Βόλου, η οποία μειώνεται κατά το ήμισυ. Μεγάλα εργοστάσια, όπως η καπνοβιομηχανία Ματσάγγου, η υφαντουργία Παπαγεωργίου και οι σιδηρουργίες Γκλαβάνη, θα πάψουν να λειτουργούν. Με το σχετικό νόμο του 1965 έχουμε εγκατάσταση νέων βιομηχανικών μονάδων στην πόλη, οι οποίες άρχισαν να λειτουργούν το 1969, οδηγώντας τη βιομηχανία σε προσωρινή άνθηση, η οποία όμως δε θα κρατήσει για πολύ. Από το 1980 και μετά παρατηρείται πλήρης αποβιομηχάνιση της πόλης και έκρηξη της ανεργίας.
Η βιομηχανία αποτέλεσε για τον Βόλο το βασικό μέσο οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής προβολής της πόλης στο παρελθόν. Με την ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής ο αναπτυσσόμενος αστικός χώρος του Βόλου έγινε χώρος συσσώρευσης κεφαλαίου και εργατικής δύναμης, ενώ ο κοινωνικός χώρος αποτέλεσε το πλαίσιο όπου αναβίωσε μια μεγάλη κοινωνικο-οικονομική δύναμη. Η πόλη διαμορφώθηκε ουσιαστικά μέσα από τις διαδικασίες εκβιομηχάνισης, οι οποίες επέδρασαν σε κάθε τομέα της ζωής των πολιτών και λειτούργησαν καταλυτικά για την μετέπειτα πορεία της πόλης.
Σήμερα τα βιομηχανικά κτίρια του Βόλου ξαναζούν, θυμίζοντας τον πλούτο του παρελθόντος. Ο Βόλος υιοθέτησε μια πολιτική ανάπτυξης που στηρίχθηκε στην προστασία, την αναβίωση και την αξιοποίηση των παλιών βιομηχανικών κτιρίων, με κύριο στόχο τη διαφύλαξη των στοιχείων της βιομηχανικής παράδοσης και ιστορίας.
Έτσι, παλιά βιομηχανικά κτίρια του παρελθόντος επαναχρησιμοποιήθηκαν και πολλά από αυτά μετατράπηκαν σε κτίρια δημόσιας χρήσης. Μερικά από τα βασικότερα κτίρια που χρησιμοποιήθηκαν είναι τα εξής: Η καπναποθήκη Παπαστράτου που σήμερα στεγάζει το πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και αποτελεί το κτίριο σύμβολο της πόλης του Βόλου. Το κτίριο Σπίρερ όπου στέγαζε την καπναποθήκη του οίκου Χέρμαν Σπίρερ και όπου σήμερα ένα μέρος του στεγάζει τις υπηρεσίες της πολεοδομίας και το υπόλοιπο φιλοξενεί πολιτιστικά γεγονότα, καθώς και το κτίριο της παλιάς ηλεκτρικής, όπου το 1911 αποτελούσε μία από τις σημαντικότερες μονάδες ηλεκτρικού ρεύματος στην Ελλάδα και που σήμερα φιλοξενεί δραστηριότητες Μουσικού κέντρου Θεάτρου. Ένα επίσης σημαντικό κτίριο είναι το συγκρότημα Λούλη, όπου αποτελούσε τον πρώτο ατμόμυλο της περιοχής από το 1918 και όπου σήμερα το κτίριο λειτουργεί ως πολυχώρος ψυχαγωγίας (κινηματογραφική αίθουσα Village). Ένα ακόμα σημαντικό κτίριο είναι το εργοστάσιο Μουρτζούκου Λεβαθιάν, που αποτέλεσε το δεύτερο μεγάλο υφαντουργείο της πόλης από το 1800 ως το 1954. Σήμερα το κτίριο ανήκει στον οργανισμό σχολικών κτιρίων. Τέλος έχουμε τα κτίρια που στεγάζονται σήμερα οι πολυτεχνικές σχολές στο πεδίο του Άρεως, τα οποία στο παρελθόν λειτουργούσαν ως μονάδες χυτηρίων και αποθήκες πρώτων υλών, καθώς και τις παλιές αποθήκες της βιομηχανίας Ματσάγγου στο Φυτόκο, που σήμερα φιλοξενούν τη γεωπονική σχολή.
Ο Βόλος υπήρξε παράδειγμα πόλης αποδόμησης και αξιοποίησης της βιομηχανικής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Η πόλη ανακαίνισε ριζικά ή με συμπληρωματικές επιμέρους κατασκευές πολλά βιομηχανικά κατάλοιπα, μετατρέποντάς τα σε ενθυμήματα του παρελθόντος και μάρτυρες εκείνης της εποχής, όπου η συνεισφορά της βιομηχανίας στην πόλη του Βόλου υπήρξε ιδιαίτερα γόνιμη και εποικοδομητική.

Το αρχοντικό Κοντού στα Άνω Λεχώνια


Ήδη πριν την απελευθέρωση της Θεσσαλίας το 1881 οι Τούρκοι είχαν αποχωρήσει από τα Λεχώνια πουλώντας τις περιουσίες τους στους Χριστιανιούς. Το 1895 τα Άνω Λεχώνια ενώθηκαν σιδηροδρομικά με το Βόλο, ενώ το 1900 ιδρύθηκε στην περιοχή το εργοστάσιο μεταξουργίας του Κουτούπη, μετά το εργοστάσιο μεταξουργίας του Κουσκούλη, που λειτουργούσε ήδη από το 1875. Τα Λεχώνια μετατράπηκαν σε μία ακμάζουσα κοινωνία «αστικού» χαρακτήρα, που προσέλκυσε πολλούς πλούσιους οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή και έκτισαν τα αρχοντικά τους (αρχοντικά Κοντού, Κασιοπούλου, Χατζηκυριαζή).
Το 1900 κτίστηκε το αρχοντικό Κοντού, το οποίο και πήρε το όνομά του από την πρώτη οικογένεια που το έκτισε και έμεινε εκεί, την οικογένεια Κοντού. Ο Κοντός ήταν πρόξενος της Ρωσίας στην Ελλάδα. Η οικογένεια συνδέθηκε με ένα βαρύ πένθος που προήρθε όταν τα αγόρια της οικογένειας πέθαναν από φυματίωση. Σύμφωνα όμως με το θρύλο που είχε δημιουργηθεί, η οικογένεια δηλητηριάστηκε από ένα σαμιαμίδι που είχε πέσει στο γάλα την ώρα του πρωινού. Σήμερα υπάρχει ο οικογενειακός τάφος στο παλιό νεκροταφείο του Βόλου, που αναπαριστάνει τη συγκεκριμένη σκηνή.
Στη συνέχεια, το αρχοντικό εγκαταλείφθηκε. Το 1920 η κόρη της οικογένειας Θελξινόη, πούλησε το αρχοντικό στον Γεώργιο Αλπάκη, οικογενειάρχη με τρεις κόρες και έναν γιο. Ο Αλπάκης έδωσε το σπίτι ως προίκα σε μία από τις τρεις κόρες του, τη Φρόσω, η οποία το έδωσε με τη σειρά της προίκα στη μεγαλύτερή της κόρη. Το 1960, το σπίτι πουλήθηκε στον εργολάβο Κουτσιδάκη, ο οποίος το επισκεύασε χρησιμοποιώντας υλικά κατώτερης ποιότητας, καταστρέφοντας έτσι ιδιαίτερα σημεία του σπιτιού, όπως ήταν οι τοιχογραφίες του. Μετά το θάνατό του, οι κόρες του πούλησαν το αρχοντικό στο δικηγόρο Κίμωνα Χατζησταματίου.
Από το 1930 ως το 1940 το σπίτι κατοικήθηκε από τις οικογένειες Ολυμπίου Δημητριάδη και Ν. Κοτζιά, καθώς και από τον βουλευτή Κ. Σαμαρά και το δάσκαλο Μαυράκη. Το 1941, τη δεύτερη μέρα του Πάσχα, όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν τα Λεχώνια, το σπίτι χρησιμοποιήθηκε ως αρχηγείο των Γερμανών, μέχρι και την απελευθέρωση του χωριού το 1944.
Σήμερα το αρχοντικό παραμένει έρημο, εγκαταλειμμένο και αναξιοποίητο, διατηρώντας ωστόσο τα βασικά αρχιτεκτονικά του σημεία. Πρόκειται για ένα διώροφο οίκημα που είναι κτισμένο από πέτρα και πορσελάνη (το ιδιαίτερο αυτό κτίσιμο το προστάτευσε στο παρελθόν από τις ρωγμές). Το κτίριο αποτελεί ζωντανό παράδειγμα του νεοκλασικισμού. Διαθέτει υπόγειο, ισόγειο, πρώτο όροφο και σοφίτα.
Το οίκημα ακολουθεί τους νόμους της συμμετρίας στις όψεις, την οργάνωση των όγκων και τη ρυθμική διάθρωση των επιφανειών του. Περίτεχνα και καλοδουλεμένα κιγκλιδώματα στολίζουν το εξωτερικό του σπιτιού, καθώς και το μεγάλο κεντρικό μπαλκόνι που ξεχωρίζει από την πλευρά του δρόμου. Στις επιβλητικές πόρτες εισόδου, καθώς και στα άφθονα παράθυρα που επέτρεπαν να μπει το φως του ήλιου, υπάρχουν λαξευμένα περιγράμματα που προσδίδουν στο οίκημα μια απαράμιλλη έκφραση κομψότητας και επισημότητας.
Στο εσωτερικό του σπιτιού υπάρχει μία πλατιά είσοδος με κλίμακα, που οδηγεί στους πάνω ορόφους. Τα δωμάτια ήταν μεγάλα, επιβλητικά και κατάλληλα διαμορφωμένα, ώστε να χαρίζουν άνεση και αρχοντιά στους κατοίκους τους.
Εξωτερικά το αρχοντικό διαθέτει ένα μεγάλο όμορφο κήπο που είναι διαμορφωμένος σε επίπεδα. Διαθέτει επίσης σιντριβάνι, βεράντες με κιόσκια και δύο μεγάλους φοίνικες στην κεντρική είσοδο (δυστυχώς τόσο το κτίριο όσο και ο εξωτερικός χώρος είναι σήμερα εγκαταλειμμένα).
Το οίκημα ξεχωρίζει ακόμα και σήμερα για την ιδιαίτερη πλαστική του και χρωματική του διακόσμηση και επεξεργασία, τις ήρεμες προσόψεις και το εκλεκτικό ύφος που μαρτυρά την οικονομική άνεση και την κοινωνική θέση των κατοίκων του.
Το αρχοντικό χαρακτηρίζεται από τη μορφολογική του αυτάρκεια, την άφθαρτη αισθητική του και τη δυναμική του πλαστικότητα. Αποτελεί αδιαμφισβήτητα ένα αριστούργημα της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής, που επιβίωσε στο πέρασμα των χρόνων, σηματοδοτώντας την εποχή του.
Σήμερα το αρχοντικό αποτελεί μνημειακό πρότυπο για την περιοχή. Επιφορτισμένο με ιστορίες του υπερφυσικού που σχετίζονται με θανάτους και εκτελέσεις που έγιναν εκεί, το σπίτι, πέρα από την ανυπόκριτη αυτοδυναμία και τη ρομαντική έκφραση που προβάλλει, συνδυάζει και μία σκοτεινή γοητεία, που το κάνει να δεσπόζει με το στιβαρό του όγκο ακόμη πιο ιδιαίτερο και πιο επιβλητικό, προσελκύοντας το ενδιαφέρον πολλών επισκεπτών.

Ο ναός του Αγίου Νικολάου στα Κανάλια: Ένα από τα σημαντικότερα βυζαντινά μνημεία της Μαγνησίας


Ο ναός του αγίου Νικολάου που κτίστηκε προς τιμήν του αγίου Νικολάου, προστάτη των ψαράδων, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα βυζαντινά μνημεία της Μαγνησίας. Αυτό το μικρό, ιδιαίτερο μνημείο είναι κυρίως γνωστό από τους ντόπιους και την επιστημονική κοινότητα και λιγότερο γνωστό από τον υπόλοιπο κόσμο της ευρύτερης περιοχής του νομού. Είναι κτισμένος στην ανατολική όχθη της αποξηραμένης σήμερα λίμνης Βοιβής και σε μία περιοχή όπου τα αρχαιολογικά λείψανα βυζαντινών κτισμάτων και οικισμών μαρτυρούν μια συνεχής κατοίκηση του χώρου.
Ο μικρός ναός χρονολογείται από τον 12ο αιώνα. Το μνημείο σώζεται σε κακή σχετικά κατάσταση, χωρίς στέγη. Μεταγενέστερες οικοδομικές φάσεις δε διακρίνονται, ενώ η αρχική αρχιτεκτονική του μορφή διατηρεί τα αυθεντικά χαρακτηριστικά της. Ο ναός ανήκει στον τύπο του απλού κεραμοσκέπαστου ναού με εγκάρσια καμάρα στον νάρθηκα, πάνω από την οποία υπήρχε κατά το παρελθόν μονοκλινής στέγη. Η κάτοψη του κυρίως ναού ακολουθεί τις αρμονικές αναλογίες της χρυσής τομής. Όσον αφορά την τοιχοποιία του ναού, έχουμε εφαρμογή του πλινθοπερίκλειστου συστήματος δόμησης και του συστήματος δόμησης που στηρίζεται που στηρίζεται στη χρήση μικρών οριζόντιων τούβλων, που παρεμβάλλονται στους μεγάλους σε πλάτος αρμούς, μεταξύ των ακανόνιστων ημιλαξευμένων λίθων. Η εφαρμογή του τελευταίου συστήματος δόμησης αποτυπώνεται τέλεια στα δίλοβα παράθυρα του ναού και αποτελεί το πιο γνωστό σύστημα δόμησης των μνημείων που χρονολογούνται στον 12ο αιώνα. Χαρακτηριστικοί είναι επίσης και οι πλίνθινοι διάκοσμοι, που υπάρχουν στα ανοίγματα των θυρών και των παραθύρων.
Σ’ αντίθεση με τα αρχιτεκτονικά μορφολογικά μέρη που θεωρούνται ποιοτικώς μέτρια, οι τοιχογραφίες που σώζονται στο εσωτερικό του ναού θεωρούνται ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες και αξιόλογες.
Οι τοιχογραφίες που σώζονται μέχρι σήμερα και χρονολογούνται σε τρεις διαφορετικές εποχές, διατηρούνται στην αψίδα του βήματος στην κόγχη της προθέσεως και στο ανατολικό άρθρο του βόρειου τοίχους. Στην αψίδα του βήματος απεικονίζεται η Παναγία στον εικονογραφικό τύπο της «βλαχερνίτισας». Η Θεοτόκος απεικονίζεται όρθια με υψωμένα τα χέρια σε στάση δέησης και με την εικόνα του Χριστού ζωγραφισμένη σε εγκόλπιο στα στήθη της. Εκατέρωθεν της Παναγίας υπάρχουν δύο μετάλλια με τους αρχάγγελους Ouriel και Ραφαήλ. Στην τοιχογραφία υπάρχει η επιγραφή ΜΡ.ΘΥ (Μήτηρ Θεού) που βρίσκεται δεξιά και αριστερά από το κεφάλι της Παναγίας. Στο κάτω μέρος της απεικόνισης μεσολαβεί μία ταινία που είναι διακοσμημένη με ρόμβους, ενώ κάτω από αυτή απεικονίζονται αριστερά και δεξιά του δίλοβου παραθύρου ο άγιος Χρυσόστομος και ο άγιος Βασίλειος.
Δίπλα σε αυτούς τους αγίους απεικονίζονται και δύο άλλοι αρχιερείς, των οποίων τα ονόματα δε διακρίνονται, θεωρούμε όμως από τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά τους ότι πρόκειται για τον άγιο Αθανάσιο και τον άγιο Γρηγόριο. Οι αρχιερείς παριστάνονται όρθιοι και μετωπικοί. Με το αριστερό χέρι κρατούν ένα διακοσμημένο βιβλίο, ενώ με το δεξί ευλογούν. Στην κόγχη της προθέσεως απεικονίζεται ο διάκονος Στέφανος. Ο διάκονος απεικονίζεται όρθιος, με το αριστερό χέρι να σηκώνει ένα αγγείο με θυμίαμα και με το δεξί χέρι ένα θυμιατό. Στο ανατολικό άκρο του βόρειου τοίχου, στην κόγχη της προθέσεως και κοντά στο διάκονο Στέφανο, υπάρχει η εικονογραφική σύνθεση της σκηνής του μελισμού. Ο Χριστός απεικονίζεται ως βρέφος, γυμνός πάνω από το βωμό και με το δεξί του χέρι να ευλογεί. Κάτω από το κιβώριο διακρίνεται η επιγραφή «ο μελισμός». Ο εικονογραφικός αυτός τύπος συμβολίζει τη μετουσίωση του άρτου σε σώμα και του οίνου σε αίμα. Πρόκειται για ένα συνηθισμένο εικονογραφικό τύπο, που συναντάται συχνά σε βυζαντινά μνημεία του 12ου αιώνα.
Ο ανατολικός τοίχος τώρα είναι ζωγραφισμένος ως το ύψος της εισόδου του ναού. Από τη μία πλευρά της εισόδου έχουμε τις εικόνες του Χριστού και του αγίου Ιωάννη του Πρόδρομου και από την άλλη της Παναγίας και του αγίου Νικολάου, με τις αντίστοιχες επιγραφές. Κάτω από τις εικόνες υπάρχει μια μεγάλη διακοσμητική ζώνη, η ζωγραφική της οποίας παραπέμπει σε κεντημένες κουρτίνες, ενώ κάτω από αυτή τη ζώνη μια μικρότερη που είναι διακοσμημένη με ρόμβους. Από την άλλη πλευρά, πάνω από το δυτικό τοίχος, απεικονίζονται τέσσερις μορφές ολόσωμων γυναικών που βρίσκονται δεξιά και αριστερά της εισόδου. Οι δύο πρώτες αγίες είναι η αγία Παρασκευή και η αγία Αναστασία, ενώ για τις άλλες δύο αγίες που διακρίνονται με δυσκολία δεν έχει γίνει η αντίστοιχη ταύτιση. Πιστεύεται ότι η μία από τις δύο μορφές πιθανόν να ταυτίζεται με την αγία Αικατερίνη.
Οι υπόλοιπες τέσσερις επιφάνειες των τοίχων του νάρθηκα αναφέρονται στην τελική κρίση. Η συγκεκριμένη σύνθεση διατηρεί όλα τα στοιχεία του συγκεκριμένου εικονογραφικού τύπου, όπως αυτός διαμορφώθηκε τον 12ο αιώνα. Οι σκηνές σώζονται δυστυχώς αποσπασματικά. Στο βόρειο τοίχος απεικονίζεται ο παράδεισος (ο οποίος οριοθετείται) και μέσα σ’ αυτόν η Παρθένος σε στάση δέησης και καθισμένη σε έναν θρόνο, ενώ εκατέρωθέν της υπάρχουν δύο άγγελοι. Ακριβώς από κάτω απεικονίζεται ο Αβραάμ, καθισμένος επίσης σε ένα θρόνο, να δέχεται στους κόλπους του τις ψυχές των εκλεκτών και δίπλα του παριστάνεται ο καλός ληστής που φέρει το σταυρό του. Την παράσταση συμπληρώνουν οι θεωρίες των δικαίων μέσα σε νέφη. Στον δυτικό τοίχο έχουμε την αποσπασματική σκηνή ανθρώπων και συγκεκριμένων ζώων που ανήκαν πιθανόν στην παράσταση της τελευταίας κρίσης. Πάνω από τον ανατολικό τοίχο έχουμε την απεικόνιση του μεγάλου ποταμού της κολάσεως. Ο ποταμός διασχίζει τη σκηνή διαγώνια. Στη δεξιά όχθη παριστάνεται η γη και η θάλασσα ( η κόλαση αναπαριστάνεται με απεικονίσεις της γης και της θάλασσας). Υπάρχουν επίσης μορφές βασιλέων που φέρουν εμβλήματα και που κάθονται στην άκρη της θάλασσας. Η θάλασσα απεικονίζεται ως μια νέα γυναίκα που κάθεται πάνω σε ένα κοχύλι στην πλάτη πάνω στην πλάτη ενός θαλάσσιου τέρατος, από το ανοιχτό στόμα του οποίου προβάλλει ένας άνθρωπος. Στο κεφάλι ενός άλλου τέρατος, ένα ανθρώπινο κομμένο κεφάλι φέρει την επιγραφή «ο αντίχριστος». Τη σύνθεση συμπληρώνουν άγγελοι σαλπιστές που καλούν τους νεκρούς να ξυπνήσουν και οι άνεμοι στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, ενώ δε λείπουν πάλι από τη σύνθεση τα ζώα και οι ζωόμορφοι δαίμονες. Στην αριστερή όχθη του ποταμού έχουμε το επεισόδιο του «ζυγίσματος» των ψυχών. Το χέρι του Θεού ξεπροβάλλει από τον ουρανό κρατώντας τη ζυγαριά των ψυχών και μπροστά σ’ αυτήν παρουσιάζονται οι αμαρτωλοί γυμνοί, να περιμένουν την ετυμηγορία. Από τη μία πλευρά απεικονίζονται δαίμονες να φιλονικούν με τους αγγέλους και από την άλλη άγγελοι να σπρώχνουν τους δαίμονες στο βασίλειο του σατανά. Ο ποταμός της κολάσεως καταλήγει στο σώμα ενός πελώριου τέρατος. Ανάμεσα στους αμαρτωλούς επισημαίνονται με επιγραφή οι «βασιλείς» και «τύραννοι» και για μία ακόμη φορά υπάρχει η επιγραφή «ο αντίχριστος».
Μέσα στο στόμα του τέρατος απεικονίζεται ο Άδης, γυμνός και γέρος με μακριά μαλλιά και ουρά. Κάτω από τη σκηνή της κρίσης, σε ένα ειδικό χώρισμα, απεικονίζεται η κόλαση, όπου οι αμαρτωλοί θα εκτελέσουν τις ποινές τους. Τέλος στο κεντρικό κλίτος της εκκλησίας, στο κάτω μέρος των τοιχών, υπάρχει μία συνεχής ζώνη με απεικονίσεις ολόσωμων αγίων, ενώ πάνω από αυτήν υπάρχουν μετάλλια που φέρουν πάλι μορφές αγίων. Ψηλότερα υπάρχουν δύο σειρές με παραστάσεις που αναφέρονται στα επεισόδια της ζωής του αγίου Νικολάου και του Χριστού. Η αφιερωματική επιγραφή του ναού υπάρχει πάνω από τη νότια είσοδο και διασώζεται δυστυχώς αποσπασματική.
Ο ζωγράφος με τις σκηνές της κρίσεως και τις συχνές απεικονίσεις των δαιμόνων ως συμβόλων δυνάμεων του κακού δεν έχει σκοπό να τρομοκρατήσει του πιστούς. Στόχος του είναι να απεικονίσει αυτόν τον ανατριχιαστικό κόσμο της κολάσεως, που έρχεται σε αντίθεση με τον παράδεισο και τον κόσμο του Θεού. Μέσα από αυτήν τη σύνθεση ο ζωγράφος ήθελε προφανώς να τονίσει το αίσθημα της ελπίδας και της σωτηρίας.
Οι φτερωτοί δαίμονες που όπως προαναφέραμε επαναλαμβάνονται στις σκηνές της κρίσης, παραπέμπουν σε αποτρόπαιες μορφές αρχαίων πολιτισμών της Ανατολής, ενώ η μορφή του Άδη που παριστάνεται ως γέρος με μακριά μαλλιά και ουρά παραπέμπει στους Σάτυρους της αρχαίας Ελλάδας. Έτσι βλέπουμε να κυριαρχεί στις συνθέσεις αυτός ο συγκερασμός και αυτή η συνύπαρξη και η συγχώνευση στοιχείων του κλασικισμού στη βυζαντινή τέχνη – ζωγραφική.
Όσον αφορά τις μορφές των συνθέσεων, παρατηρούμε ότι αυτές απεικονίζονται με μεγάλα μάτια, αψιδωτά φρύδια και με τις χαρακτηριστικές εκφραστικές ρυτίδες του μετώπου. Εντύπωση μας κάνει η ιδιαίτερη διακόσμηση των ενδυμάτων, καθώς και η μεγάλη ευκρίνεια που αποδίδονται τα νεανικά χαρακτηριστικά ορισμένων μορφών (όπως ο διάκονος Στέφανος και οι άγγελοι εκατέρωθεν της Παναγίας Βλαχερνίτισας).
Οι μορφές αποπνέουν μία έντονη εσωτερικότητα, ενώ έμφαση δίνεται στην απλότητα και λιτότητα που κυριαρχούν στις περισσότερες συνθέσεις. Η εικονογραφία ακολουθεί ένα πλούσιο αφηγηματικό και συμβολικό χαρακτήρα. Βασικός στόχος του καλλιτέχνη είναι να τονίσει και να εκφράσει την πνευματικότητα των εικονιζόμενων μορφών. Αν και η εικονογραφία στο σύνολό της δίνει την εντύπωση μιας αρμονικής σύνθεσης, ωστόσο η ζωγραφική παρουσιάζει ορισμένες φορές αδεξιότητες ως προς την απόδοση των προσώπων και των γραμμικών πτυχώσεων των ενδυμάτων. Αυτή η αδυναμία, σε συνδυασμό με την έλλειψη τρισδιάστατης προοπτικής, υποδηλώνει ένα μέτριο τρόπο ζωγραφικής και έκφρασης.
Ο μεγάλος αριθμός επίσης των επιγραφών που φέρουν οι τοιχογραφίες δείχνει ότι ο ζωγράφος ήταν γνώστης της εκκλησιαστικής ιστορίας και είχε την αντίστοιχη θεολογική παιδεία, κάτι που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο ναός του αγίου Νικολάου προφανώς να απευθύνονταν όχι σε απλούς πιστούς, αλλά σε πιστούς – μοναχούς.
Σήμερα στο ναό του αγίου Νικολάου είναι πλέον ορατός ο κίνδυνος κατάρρευσης ορισμένων τμημάτων του. Η επίβλεψη και η λήψη άμεσων μέτρων αποκατάστασης του μνημείου αποτελεί πλέον επιτακτική ανάγκη. Τη μελέτη συντήρησης των τοιχογραφιών του ναού έχει αναλάβει η 7η εφορία βυζαντινών αρχαιοτήτων.
Η παρουσία του μνημείου στο χώρο της Μαγνησίας ισχυροποιεί το βαθμό της ιστορικής συνείδησης και της προστασίας της ιστορικής μνήμης. Η προστασία του βυζαντινού ναού από την καταστροφή δεν αφορά μόνο τη φυσική διατήρησή του, αλλά συμβολίζει και την ανάγκη της ανάδειξης και της προβολής της ιστορικής του συνέχειας.


Βιβλιογραφία
• Μπούρα Λασκαρίνα - Χαράλαμπος, Η Ελληνική Ναοδομία κατά των 12ο αιώνα, Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα, 2002.
• Kourkoutidou – Nikolaidou, Les fresques de l’église saint-Nicolas à Kanalia, la Thessalie, Quinze années de recherche archéologique 1975-1990, Bilans et perspectives, Actes du colleque international, Lyon, Avril 1990.

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2009

Ο αρχαιολόγος Γεώργιος Χ. Χουρμουζιάδης και η δράση του στο μουσείο του Βόλου


Η πορεία του Γεώργιου Χουρμουζιάδη στο χώρο της αρχαιολογίας είναι μία πορεία προσωπικής δημιουργίας, ανθρώπινης δράσης και προσφοράς, που καθοδη-γείται και νοηματοδοτείται από τη μεγάλη του αγάπη για το παρελθόν, μια αγάπη που την ασπάζεται και που την ακολουθεί σε όλη του τη ζωή.
Ο Γεώργιος Χουρμουζιάδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1935, όπου και σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. Το 1972 ολοκλήρωσε τη διδακτορική του διατριβή και το 1973 αναγορεύτηκε διδάκτορας του Α.Π.Θ. Το 1976-1977 μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία με υποτροφία του ιδρύματος Hubold στη Χαϊδελμβέργη, ενώ το 1981 εκλέχτηκε καθηγητής προϊστορικής αρχαιολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. και το 1985 έγινε αντιπρύτανης.
Η πορεία του στο Βόλο ξεκινάει το 1966, όταν ακόμη νεαρός επιμελητής αρχαιοτήτων διορίζεται στην εφορεία προϊστορικών και κλασικών αρχαιοτήτων του Βόλου, φέρνοντας μαζί του μία νέα ώθηση που θα τον βοηθήσει να υλοποιήσει τις πνευματικές του ανησυχίες, τα όνειρα και τις επιδιώξεις του. Στη συνέχεια γίνεται έφορος της αρχαιολογικής υπηρεσίας Βόλου και πραγματοποιεί μία πληθώρα ανασκαφών με πιο γνωστές τις ανασκαφές του Διμηνίου, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύει το 1977 στο βιβλίο του, «Το Νεολιθικό Διμήνι».
Η μεγάλη του συμβολή στο μουσείο του Βόλου ήταν το 1977-1979, όπου οργανώνει την έκθεση των ταφικών εθίμων της αρχαιότητας και την έκθεση των ευρημάτων νεολιθικού οικισμού στη Θεσσαλία, με έναν ιδιαίτερα πρωτοποριακό για την εποχή του τρόπο, δίνοντας έμφαση στο γνωστικό πολιτιστικό περιεχόμενο του μουσείου.
Για πρώτη φορά στο μουσείο του Βόλου στόχο δεν αποτελεί απλά η έκθεση αντικειμένων, αλλά η κατάργηση της στατικότητας και η προσπάθεια επανα-προσέγγισης του κόσμου μέσω κίνησης και φωτισμού. Υιοθετεί επίσης μία νέα πρωτοποριακή προσέγγιση σε ότι αφορά την οργάνωση της έκθεσης, η οποία δίνει έμφαση στη δυναμική σχέση του αρχαίου αντικειμένου με τον ανθρώπινο παράγοντα, παρέχοντας πληροφορίες σχετική με την παραγωγική διαδικασία δημιουργίας του πρώτου, επιτυγχάνοντας με αυτόν τον τρόπο να κεντρίσει και να γονιμοποιήσει την κριτική σκέψη του κοινού.
Το 1981 διορίστηκε καθηγητής στην έδρα προϊστορικής αρχαιολογίας του Α.Π.Θ., φεύγοντας από το μουσείο του Βόλου, χωρίς ωστόσο να πάψει να ασχολείται με την ανασκαφική έρευνα, τις δημοσιεύσεις και τα περιοδικά.
Όσοι συνεργάστηκαν μαζί του μιλούν για έναν άνθρωπο με ευγενείς στόχους και ιδανικά, που κατάφερε να τους μυήσει με το δικό του ξεχωριστό τρόπο στα μυστικά της αρχαιολογικής έρευνας. Πρωτοπόρος, εισηγητής καινοτόμων επιστη-μονικών προσεγγίσεων και εκφραστής της νέας αρχαιολογίας που στηρίζονταν στην αναπροσαρμογή και αναδιατύπωση καθιερωμένων θεωρητικών σχημάτων, έδωσε το δικό του στίγμα στο ιστορικό γίγνεσθαι της εποχής του και του τόπου μας.
Για τον Γεώργιο Χουρμουζιάδη η ανασκαφή είναι μία διαδικασία ενθου-σιασμού, πάθους και επαλήθευσης που έχει τις καλές και τις κακές της στιγμές, ένα ρομαντικό και γοητευτικό ταξίδι στη συγκίνηση και τον ενθουσιασμό, μία «περιπέτεια» με τελικό προορισμό το παρελθόν.

Το ιδεολογικό υπόβαθρο των αρχαίων ελληνικών πόλεων


Η πόλη στην αρχαιότητα δεν αποτελούσε απλά μια οικοδομική οντότητα όπως στη σημερινή εποχή, αλλά αντανακλούσε μια ιδιαίτερη σχέση ανάμεσα στο φυσικό χώρο, τον ανθρώπινο παράγοντα και τον πολεοδομικό σχεδιασμό εξασφαλίζοντας την πλήρη ισορροπία.
Η οργάνωση της κοινωνίας τόσο σε χωρικό – φυσικό επίπεδο όσο και σε κοινωνικό χαρακτηρίζονταν από πλήρη συμμετρία, η οποία διαμόρφωνε τις βάσεις για την ανάδειξη της έννοιας της ισότητας, της ισοτιμίας και της συμμετοχής στα κοινά.
Απαραίτητο στοιχείο στη διαμόρφωση της κοινωνικής οργάνωσης έπαιζε η έννοια του μέτρου, η έννοια δηλαδή της μεσότητας, η οποία κατείχε πολύ σημαντική θέση στο σύστημα της ηθικής εφόσον ταυτίζονταν με την αρετή.
Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, πόλη είναι η δημιουργία μιας δίκαιης πολιτείας που θα έχει ως άμεσο στόχο την αρμονική συμβίωση των πολιτών της. Βασικό στοιχείο μιας άρτιας και ιδεώδους πολιτειακής οργάνωσης ήταν η εξασφάλιση του «καλού» και «αγαθού» στους κόλπους της κοινωνίας και η απαλοιφή κάθε είδους κακού.
Για την επίτευξη μιας ιδανικής πολιτείας απαραίτητη ήταν η δημιουργία ενός νομοθετικού πλαισίου και μιας σωστής οργάνωσης του χώρου της πόλης, η οποία θα προστάτευε τους πολίτες της, όχι μόνο με τη δημιουργία φυσικών τοιχών αλλά και με τη δημιουργία «ζωντανών» τοιχών, αφού οι οίκοι με την ομοιόμορφη διάταξή τους θα αποτελούσαν μία ενιαία ασπίδα προστασίας των πολιτών και των οικογενειών τους.
Βασικές έννοιες για τη λειτουργία μιας αρμονικής κοινωνίας ήταν οι έννοιες της ευνομίας και της ευταξίας, η διατήρηση των οποίων λειτουργούσε σε άμεση συνάρτηση με το μέγεθος της πόλης, καθώς τα όρια κάθε πόλης δε θα έπρεπε να είναι ανεξέλεγκτα, αλλά θα έπρεπε να υπακούν σε διάφορους κανόνες.
Στην παραπάνω άποψη βρίσκουμε σύμφωνο και το μαθητή του Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, ο οποίος δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στην έννοια της ισονομίας και της ισότητας. Οι νόμοι της πολιτείας, σύμφωνα με τον ίδιο, έχουν καθολικό κύρος, είναι ρυθμιστές της κοινωνικής συμπεριφοράς και βασικός τους ρόλος είναι να διατηρούν την τάξη, την αρμονία, την κοινή συμβίωση και την ισορροπία. Απαραίτητη για την εξασφάλιση της ισορροπίας των ανθρώπινων σχέσεων είναι η δικαιοσύνη που πρέπει να υπάρχει σε κάθε πολίτη, ενώ ως το ύψιστο αγαθό θεωρεί την ευδαιμονία, που υπαγορεύει στα άτομα να ζουν σύμφωνα με τους κανόνες δικαίου και της ηθικής.
Εξίσου σημαντική είναι και η αντίληψη του Μιλήσιου αρχιτέκτονα, φιλόσοφου και πολεοδόμου του 5ου αιώνα, Ιππόδαμο, ο οποίος προτείνει μία νέα κοινωνική οργάνωση του χώρου, εντελώς αντίθετη από εκείνη που είχε οραματιστεί ο Κλεισθένης. Η βασική αρχή του Ιπποδάμειου συστήματος, το οποίο κυριάρχησε σε όλες τις νέες πόλεις της κλασικής εποχής, ήταν η χάραξη παράλληλων δρόμων, οι οποίοι τέμνονται κάθετα δημιουργώντας οικοδομικά τετράγωνα και πλατείες, δίνοντας με αυτή τη νέα οργάνωση του χώρου την κύρια προτεραιότητα στο δημόσιο χώρο, σε αντίθεση με τον ιδιωτικό ο οποίος περιορίστηκε.
Η «δημόσια» εστία σε αντίθεση με την «ατομική» εστία του οίκου, γίνεται ο χώρος όπου εκπληρώνεται η ισότιμη ελευθερία, γίνεται ο χώρος όπου εκφράζεται η πολιτική βούληση και ο ελεύθερος ορθός λόγος, γίνεται ο χώρος δηλαδή της αγοράς, η οποία εκφράζει την αυτονομία και την πολιτική δράση των πολιτών.
Πολλοί λοιπόν φιλόσοφοι, πολεοδόμοι, αρχιτέκτονες κτλ από την κλασική εποχή αλλά και πιο πριν, είχαν αναπτύξει τις βασικές τους θεωρίες σε θέματα που αφορούσαν την οργάνωση της πόλης. Οι ίδιοι έδωσαν βαρύτητα στη συμβολική διάσταση της οργάνωσης του χώρου και στην υποτιθέμενη κοσμική τάξη που αντικατόπτριζε το δημιούργημα της αρχαίας ελληνικής πόλης, το οποίο ακολουθούσε ένα ιδεολογικό σκοπό που εξέφραζε τις υπάρχουσες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες.

Η δημόσια γλυπτική του Βόλου




Η δημόσια γλυπτική αποτελεί μία ξεχωριστή καλλιτεχνική δημιουργία, η ιδιαιτερότητα της οποίας έγκειται στους στόχους, το νόημα, τις συμβολικές και πολιτικές χρήσεις ενός μνημείου, αλλά και στο προσωπικό ιδίωμα του καλλιτέχνη και τις προσδοκίες των παραγγελιοδοτών.
Η μεγαλύτερη ωστόσο σημασία των γλυπτών είναι ότι συνδέονται άρρηκτα με την έννοια της μνήμης και της υπενθύμισης. Τα γλυπτά αποτελούν βασικούς μάρτυρες του παρελθόντος που αποκαλύπτουν παράλληλα σημαντικές ιστορικές αλήθειες. Το δημόσιο γλυπτό λειτουργεί ως ένα οπτικό ερέθισμα που στόχο έχει να διεγείρει και να ανακαλέσει τη μνήμη μέσω του νοήματός του.
Στο Βόλο, όπως και σε άλλες πόλεις, η δημόσια γλυπτική άνθισε κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου. Ακολουθώντας το παράδειγμα της Αθήνας, η οποία είχε ξεκινήσει ήδη από τον 19ο αιώνα να εμπλουτίζεται με δημόσια έργα, φιλοξένησε σε πλατείες και σε δημόσιους χώρους πολλά υπαίθρια γλυπτά, όπως ανδριάντες, ευεργέτες, πολιτικούς, ανθρώπους του πνεύματος, κτλ.
Έργα με ιδιαίτερη αισθητική και γούστο, που ήταν παράλληλα επιφορτισμένα με τη δική τους αποστολή. Έργα δηλαδή που απευθύνονταν στο κοινό και είχαν διδακτικό χαρακτήρα, έργα που είχαν σκοπό να εξάρουν το συναίσθημα του ηρωισμού και της προσφοράς ή έργα που λειτουργούσαν καθαρτικά και λυτρωτικά από ένα τραυματικό παρελθόν. Οποιοσδήποτε και να ήταν ο σκοπός τους, τα δημόσια έργα ήταν απόλυτα συνυφασμένα με το κοινωνικό-πολιτικό πλαίσιο της εποχής, αντανακλώντας παράλληλα ένα συμβολικό περιεχόμενο και χαρακτήρα.
Ο Βόλος είναι μία πόλη που έχει μια μοναδική αλλά και ιδιαίτερη σχέση με τα δημόσια γλυπτά, αφού αυτά (τα δημόσια γλυπτά) είναι διάσπαρτα στις κεντρικές πλατείες και στους περισσότερους ανοιχτούς χώρους, προσδίδοντας στην πόλη μια ιδιαίτερη διακοσμητική και καλλιτεχνική αξία.
Τα περισσότερα, ωστόσο, γλυπτά του Βόλου είναι συνυφασμένα με την ανάγκη της υπενθύμισης του παρελθόντος και της ενεργοποίησης της μνήμης. Έτσι οι στήλες, τα ηρώα-μνημεία και οι προτομές – πορτραίτα υπερτερούν από τα υπαίθρια γλυπτά και τις γλυπτικές συνθέσεις.
Στην περίπτωση της δημόσιας γλυπτικής του Βόλου, τα μνημεία συνδέονται επίσης και με τον μύθο, εκφράζοντας μία ανιστορική αντίληψη του παρελθόντος. Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια ο γλυπτικός διάκοσμος της πόλης ακολούθησε ένα σύγχρονο πνεύμα, με ιδιαίτερες δημιουργίες από μάρμαρο και πέτρα, εμπνευσμένες από αφηρημένες συνθέσεις και προικισμένες με υπερβατικές, συμβολικές και αναπαραστατικές πολλές φορές ιδιότητες.
Οι χρήσεις των δημόσιων μνημείων είναι κυρίως κοινωνικές και απευθύνονται στο ευρύ κοινό, το οποίο δίνει τη δυνατότητα στους καλλιτέχνες να εκφραστούν μέσα από αυτό. Η βασική αποστολή της μνημειακής γλυπτικής είναι η ανανέωση, η ενεργοποίηση και η ανάκληση της σχέσης μας με το παρελθόν. Για να γίνει, ωστόσο, ένα μνημείο αποδεκτό από το κοινό, θα πρέπει αυτό να καταστήσει σαφές και κατανοητό το νόημα και τη σημασία του πέρα από την καλλιτεχνική του λειτουργία.
Ο Βόλος αποτελεί μία από τις πιο οργανωμένες ελληνικές πόλεις σ’ ότι αφορά την επάρκεια και τον σχεδιασμό των δημόσιων χώρων. Ο δημόσιος χώρος της πόλης αποτελεί το σπουδαιότερο κομμάτι της. Είναι ο χώρος όπου εξασφαλίζει τη συλλογική συμβίωση και τη συνοχή των κατοίκων. Το δημόσιο μνημείο επισφραγίζει την ταυτότητα του δημόσιου χώρου και ενσαρκώνει και διαιωνίζει τη συλλογική μνήμη, εξυπηρετώντας παράλληλα τις κοινωνικές ανάγκες των πολιτών.

Διαχρονικά μνημεία και γλυπτικές συνθέσεις στο παλιό νεκροταφείο του Βόλου


Το παλιό νεκροταφείο του Βόλου ήταν το πρώτο νεκροταφείο της πόλης, το οποίο έπαψε να λειτουργεί πριν μερικά χρόνια, λόγω έλλειψης επάρκειας χώρου. Η ιδιαιτερότητα του νεκροταφείου, ωστόσο, παραμένει ξεχωριστή, καθώς γλυπτικές συνθέσεις και μνημεία ιδιαίτερης αξίας και αισθητικής στολίζουν με το δικό τους μοναδικό τρόπο το χώρο.
Ο χώρος του νεκροταφείου λειτουργεί ως μία μικροκλίμακα της τοπικής κοινωνίας του Βόλου, όπου η ένταξη των μνημείων αποτελεί πράξη φορτισμένη νοηματικά, που προσδίδει συγκεκριμένη ερμηνεία σ’αυτά (τα γλυπτά).
Τα γλυπτά που είναι ενταγμένα στον κοιμητηριακό χώρο έχουν ως απώτερο σκοπό, να διαιωνίσουν τη μνήμη των ανθρώπων που βρίσκονται θαμμένοι εκεί. Πάνω στις μαρμάρινες πλάκες είναι χαραγμένα τα ονόματα, οι ηλικίες, οι ημερομηνίες θανάτου και διάφορα άλλα στοιχεία που εξατομικεύουν τη μνήμη. Το μνημείο λειτουργεί ως μία συμβολική αναπαράσταση της συλλογικής μνήμης, μορφοποιώντας έτσι μια στιγμή του παρελθόντος που μαρτυρά μια συγκεκριμένη πράξη.
Τα μνημεία κατά κάποιον τρόπο λειτουργούν με έναν συμβολικό και εξαγνιστικό τρόπο, που σκοπό έχει να συμφιλιωθεί με την απώλεια των νεκρών και να διαδώσει παράλληλα τις ιστορικές μνήμες.
Έτσι, παραγγελίες από αναμνηστικά γλυπτά που είναι διακοσμημένα από μάρμαρο και λαξευμένα με ιδιαίτερη τέχνη και τεχνική, παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο χώρο του κοιμητηρίου.
Τα μνημεία αυτά είναι κυρίως οικογενειακά, φέρουν επιγραφές και απεικονίζονται με γλυπτές αναπαραστάσεις.
Τα έντεκα βασικότερα μνημεία που συναντά κανείς στο παλιό νεκροταφείο του Βόλου είναι τα εξής: 1) το μνημείο της οικογένειας Κυριακίδου (1915), 2) το μνημείο της οικογένειας Χατζηκυριαζή (1904), 3) τα μνημεία του Ιωάννη και της Μαρίας Κοντοσοπούλου (1914), 4) το μνημείο της Μαρίας Κοντοσοπούλου (1914), 5) το μνημείο του Κωνσταντίνου Καρτάλη (1846) (το οποίο μεταφέρθηκε από το παλιό νεκροταφείο εκεί όπου βρίσκεται σήμερα ο ναός της Αναλήψεως), 6) το μνημείο του Νικολάου Γάτσου (1938), 7) το μνημείο των παιδιών της οικείας Σχοινά, 8) το μνημείο της οικογένειας Σπυρίδη (1900), 9) το μνημείο της οικογένειας του Ν. Κοντού (1900) το οποίο μεταφέρθηκε από το πρώτο νεκροταφείο Αθηνών, 10) το μνημείο του Αντώνη Τσοποτού (1884) (που είναι ένα από τα παλιότερα και πιο καλαίσθητα γλυπτά του νεκροταφείου) και 11) το μνημείο του Άγγλου ναυαγού, από το ναυάγιο του πλοίου Devonshire, στον Παγασητικό (1929).
Για τα μνημεία αυτά εργάστηκαν πολλοί γνωστοί αρχιτέκτονες και γλύπτες, όπως ο αρχιτέκτονας Ι. Αργύρης, ο γλύπτης Ιωάννης Χαλούπης, ο γλύπτης Γιαννούλης Χαλεπάς, ο γλύπτης Νικόλας, οι αδελφοί Κοτζαμάνη, ο γλύπτης Ι. Βυτσάρης, καθώς και πολλοί άλλοι γνωστοί γλύπτες και καλλιτέχνες.
Τα ιδιαίτερα αυτά μνημεία, που ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους απλούς τάφους μέσα σ’ αυτόν τον σιωπηλό χώρο πένθους, προσφέρουν ένα ιδιαίτερο πεδίο προβολής της ατομικότητάς τους.
Τα ξεχωριστά μορφολογικά χαρακτηριστικά τους πλασίματα και η γεωμετρική αυστηρότητα που τα διέπει, σε συνδυασμό με την επιβλητική και δυναμική τους εικόνα, προσδίδουν μία εμβληματική μεγαλοπρέπεια που αποτελεί σημείο αναφοράς για το ευρύτερο περιβάλλον του κοιμητηρίου.
Τα μνημειακά αυτά σύνολα σηματοδοτούν το χώρο ως τεκμήρια μιας άλλης εποχής και δεσπόζουν επιβλητικά σ’ αυτόν, διατηρώντας αναλλοίωτη τη διαχρονικότητα και την αυτονομία τους και ακολουθώντας τη δική τους πορεία.
Ο ίδιος ο χώρος του κοιμητηρίου αντλεί την ταυτότητά του από αυτές τις μνημειακές συνθέσεις και οι ίδιες αυτές συνθέσεις αντλούν το νόημά τους από αυτόν, προσδίδοντάς του παράλληλα ένα συγκεκριμένο νοηματικό και συμβολικό περιεχόμενο.

Αφιέρωμα στον Τζόρτζιο Ντε Κίρικο, με αφορμή τα 30 χρόνια από το θάνατό του


Εκατόν είκοσι χρόνια πέρασαν από τη γέννηση και τριάντα από το θάνατο ενός μεγάλου ζωγράφου, γλύπτη και συγγραφέα ιταλικής καταγωγής, του Τζόρτζιο ντε Κίρικο, που γεννήθηκε στο Βόλο το 1888 και κατάφερε να διεκδικήσει μία πολύ σημαντική θέση ανάμεσα στους κυριότερους εκφραστές της τέχνης του 20ου αιώνα.
Ο Βόλος, αλλά και γενικότερα ο ελληνικός πολιτισμός, αποτελούσε πηγή έμπνευσης και δημιουργίας και όπως έγραψε και ο ίδιος σε ένα αυτοβιογραφικό του κείμενο «…Πέρασα τα πρώτα χρόνια της ζωής μου στη γη του Κλασικισμού, έπαιξα στις ακτές που είδαν την Αργώ να ξεκινάει το ταξίδι της, στους πρόποδες του βουνού που ήταν μάρτυρας στη γέννηση του γοργοπόδαρου Αχιλλέα και στις σοφές νουθεσίες του δασκάλου Κένταυρου.
Πρώτος δάσκαλος του Ντε Κίρικο που κατάφερε να τον μυήσει στα μυστικά της ζωγραφικής τέχνης ήταν ο ζωγράφος Μαυρούδης από την Τεργέστη. Το 1903-1905 φοίτησε στην ανώτατη σχολή καλών τεχνών με δασκάλους τον Γεώργιο Ροΐλο, τον Κωνσταντίνο Βολονάκη και τον Γεώργιο Ιακωβίδη, όπου πραγματοποίησε και τα πρώτα βασικά ζωγραφικά του βήματα. Ο θάνατος του πατέρα του αποτέλεσε την αφορμή να εγκαταλείψει την Ελλάδα και το 1906 να ξεκινήσει τις σπουδές του στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών στο Μόναχο, χωρίς ωστόσο να τις ολοκληρώσει. Καταλυτικές χρονολογίες της ζωής του ήταν το 1900-1919 όπου ο ίδιος άρχισε να γίνεται διάσημος με τα πρωτότυπα έργα του, που εξέφραζαν έναν κόσμο αινιγματικό και μυστηριακό, ασύλληπτο για τις αισθήσεις μας και την τότε πραγματικότητα.
Το 1911 θα ταξιδέψει στο Παρίσι όπου εκεί θα γνωρίσει τον Πικάσο, ο οποίος γοητευμένος από τη δουλειά και τα έργα του, θα τον γνωρίσει στους καλλιτεχνικούς κύκλους της Γαλλικής πρωτεύουσας. Το 1919 αντικείμενο στις εικονογραφίες του θα αποτελέσει ο κλασικισμός (επηρεασμένος από τους ζωγράφους της αναγέννησης) που θα τον οδηγήσει να εγκαταλείψει σταδιακά τη μεταφυσική τέχνη.
Η μεγαλύτερη συμβολή του ωστόσο στον καλλιτεχνικό χώρο είναι το γεγονός ότι ο ίδιος υπήρξε ο κυριότερος εκπρόσωπος και εκφραστής της μεταφυσικής ζωγραφικής, που κατάφερε να επηρεάσει άμεσα και το σουρεαλιστικό κίνημα. Τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της τέχνης, η οποία άνθισε στην Ιταλία το 1911-1920, ήταν η αινιγματική εικονογραφία, που αντιπροσώπευε το εσωτερικό του ανθρώπινου νου και των ονείρων. Η τέχνη μετουσιώνονταν σε μία μεταφυσική δραστηριότητα, όπου ο χώρος και ο χρόνος λειτουργούσαν συμβολικά. Κύρια θέματα των συνθέσεών του αποτελούσαν τα «ανδρίκειλα», τα οποία ήταν ανθρωπόμορφα όντα όπου απουσιάζονταν τα χαρακτηριστικά του προσώπου και τα χέρια και λειτουργούσαν έτσι ως μορφολογικά υποκατάστατα των ανθρώπινων μορφών, καθώς και τα καθημερινά αντικείμενα, τα οποία αποκομμένα από τον παραδοσιακό τους χώρο και την καθημερινή τους χρήση, λειτουργούσαν συμβολικά μέσα σε μία φανταστική – ιδεατή διάσταση που χάνονταν στον χρόνο.
Με αυτόν τον τρόπο οι μορφές και τα αντικείμενα έχαναν την στατική τους ισορροπία και την αρχική τους υπόσταση και υπόκεινταν σε αλλαγές και καινοτομίες, αντιπροσωπεύοντας ένα νέο κοσμολογικό σύστημα όπου κυριαρχούσε το συμβολικό και το μεταφυσικό στοιχείο.
Ο Τζόρτζιο Ντε Κίρικο πίστευε ότι η τέχνη έπρεπε να είναι μία διαρκής αναζήτηση και μία προσωπική διαδρομή. Με το έργο του κατάφερε να αγγίξει μια άλλη ιδεατή πραγματικότητα, όπου οραματικά και ποιητικά στοιχεία κατείχαν την πρώτη θέση στις αινιγματικές του συνθέσεις. Περνώντας στον κλασικισμό πάντρεψε στα έργα του το μύθο με τη σύγχρονη εποχή, εμπλέκοντας την παράδοση και την ιστορία σε μία σχέση που διέπονταν πάντα από αυτό το μυστηριακό στοιχείο, αυτή την καινοτομία και ανατροπή.
Μέσα από την τέχνη του κατάφερε να απαγκιστρωθεί από την καθημε-ρινότητά του και να εκφράσει την ελευθερία και τη δημιουργική του δράση, υλοποιώντας τις ιδεολογικές του ανησυχίες και εξυψώνοντας την φαντασία του σε έναν κόσμο όπου η έμπνευση και η καλλιτεχνική του δημιουργία διέπονταν από τον πόθο για αλλαγή και καινοτομία.
Το μουσείο Μπενάκη θα πραγματοποιήσει γύρω στο 2010 έκθεση όπου θα τιμήσει τα 120 χρόνια από τη γέννηση του καλλιτέχνη παρουσιάζοντας 100 έργα ζωγραφικής, σχεδίων και γλυπτών, περιεχόμενα από το ίδρυμα Τζόρτζιο Ντε Κίρικο στη Ρώμη, τα οποία αφορούν τις πραγματικές γυναίκες και ιδεατές μούσες που συντρόφευαν τον καλλιτέχνη στην προσωπική του διαδρομή. Η έκθεση θα αποτελεί ένα ταξίδι σε ένα μεταφυσικό – συμβολικό κόσμο, όπου το όνειρο ακροβατεί με την πραγματικότητα και το αληθινό παίζει με το ιδεατό, σε μία διάσταση όπου ο χώρος και ο χρόνος υπόκεινται σε πλήρη μεταβολή.

2009: Έτος Γιάννη Ρίτσου


Εκατό χρόνια έχουν περάσει από τη γέννηση ενός από τους σπουδαιότερους ποιητές στον ελληνικό και διεθνή χώρο, του Γιάννη Ρίτσου. Το 2009 είναι αφιερωμένο στον ποιητή της Ρωμιοσύνης, ως έτος τιμής και μνήμης, αλλά και αναγνώρισης της δημιουργικής του δράσης και πορείας.
Το Υπουργείο Πολιτισμού ανακήρυξε το 2009 ως «έτος Γιάννη Ρίτσου» και ανέθεσε στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου την οργάνωση επετειακών δράσεων και εκδηλώσεων στα πλαίσια του εορτασμού του γεγονότος σε συνεργασία με άλλους φορείς. Η εξηντάχρονη πορεία του ποιητή διαφαίνεται μέσα από ένα πλούσιο πρόγραμμα που περιλαμβάνει την έκδοση ειδικού λευκώματος που θα αναφέρεται στην αυτοβιογραφία του, σε ντοκουμέντα της ζωής του, καθώς και στο έργο του, στη δημιουργία κινητής έκθεσης αφιερώματος του ποιητή που θα περιλαμβάνει φωτογραφικό και αρχειακό υλικό της ζωής του, καθώς και στη δημιουργία ενός δικτυακού τόπου που θα εξυπηρετεί στην ολοκληρωμένη και πληρέστερη πληροφόρηση κάθε ενδιαφερόμενου.
Στόχος των εκδηλώσεων είναι να τιμηθεί η ποιητική γραφή και το συνολικό έργο του Γιάννη Ρίτσου. Αυτού του «καθολικού ποιητή» του Ελληνισμού, που η δημιουργική του δράση άλλαξε τη ροή των γεγονότων δίνοντας ένα νέο νόημα που προάγει την πολιτιστική κίνηση. Στα πρώτα χρόνια της καριέρας του ακολούθησε τη λυρική ποίηση επηρεασμένος από τον Παλαμά και τον Καρυωτάκη, ενώ από το 1936 διαμορφώνει τη δική του προσωπική γραφή, προσανατολίζοντας την τέχνη του στην εκάστοτε πολιτική και κοινωνική στράτευση.
Ο Γιάννης Ρίτσος έζησε το νεορομαντισμό και το Μεσοπόλεμο. Στα έργα του διακρίνεται ο αντιστασιακός και αγωνιστικός χαρακτήρας, καθώς είναι εμπνευσμέ-να από τον ηρωικό αγώνα της Αντίστασης κατά την περίοδο της Κατοχής, όπως τον βίωσε και τον έζησε ο ίδιος, αποτυπώνοντάς τον στην ποιητική του πένα.
Η δημιουργική του πορεία στον χώρο της ποίησης είναι απόλυτα συνυφασμένη με την ουσία της ύπαρξής του. Ο ίδιος διακρίθηκε για το μεγαλόπνοο έργο του και την αγωνιστική του διάθεση και συνέβαλε με την παρουσία του στη διαμόρφωση του ιστορικού «γίγνεσθαι» της εποχής του. Έκανε πράξη τις αξίες και τα ιδανικά του πέρα από τα κλειστά όρια της ατομικότητάς του και του εκάστοτε πολιτικού καθεστώτος, αναζητώντας την κοινωνική πρόοδο και ευημερία.
Ο Γιάννης Ρίτσος ήταν ένας άνθρωπος που ξεχωρίζει για τον πλούσιο εσωτερικό του κόσμο, την πνευματική του καλλιέργεια, την αγωνιστική του διάθεση και ιδεολογία. Ήταν ένας άνθρωπος που κατάφερε μέσα από το κοινωνικό σύνολο να καταξιώσει τον εαυτό του και να μετουσιωθεί σε ποιητικό σύμβολο της εποχής του, αλλά και κάθε εποχής.
2009

Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, ο "Κρης"


Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος γεννήθηκε το 1541 στον Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο της Κρήτης), καταγόμενος από μία επιφανή και σεβαστή οικογένεια. Από έγγραφο του 1574 μαθαίνουμε ότι ο Δομήνικος εκπαιδεύτηκε από μικρή ηλικία στη ζωγραφική τέχνη, λαμβάνοντας παράλληλα και σοβαρή ουμανιστική μόρφωση. Το 1563 και σε ηλικία είκοσι δύο ετών είχε διαπρέψει ως καλλιτέχνης και αποκαλούνταν πλέον «maestro».
Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος γεννήθηκε στη Βενετοκρατούμενη Κρήτη, στην περίοδο απεμπλοκής της από τον γ΄ Βενετοκρατούμενο πόλεμο, σε μία εποχή όπου η πολιτισμική επικοινωνία ανάμεσα στην Κρήτη και τη Βενετία και η διασταύρωση του βυζαντινού με το δυτικό κόσμο υπήρξε ιδιαίτερα γόνιμη και δημιούργησε τις κατάλληλες συνθήκες για τη γέννηση και την άνθηση αυτής της μοναδικής ζωγραφικής τέχνης, που θα εκπροσωπήσει αργότερα ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος.
Τον 16ο αιώνα η ελληνική ζωγραφική παρουσίαζε μία ιδιαίτερη άνθηση με κύρια χαρακτηριστικά την καθορισμένη εικονογραφία και τις σταθερές αισθητικές αντιλήψεις. Από την περίοδο της παλαιολόγειας τέχνης και μετά, η εμφάνιση της φορητής εικόνας θα παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στη θρησκευτική ζωή του Βυζαντινού κόσμου και τον 16ο αιώνα θα φέρει πλέον τις υπογραφές και τη χρονολόγηση από τον ζωγράφο και θα λειτουργήσει ως ένα είδος εξαγωγικού εμπορίου με μεγάλη ζήτηση στο δυτικό και ορθόδοξο τότε κόσμο.
Σ’ αυτό το κοινωνικο-πολιτιστικό πλαίσιο θα ζήσει και θα δράσει ο νεαρός Δομήνικος, ο οποίος θα εκπαιδευτεί από μικρός στην αγιογραφία και θα λάβει την αρχαία ελληνική και κλασική παιδεία, πληροφορίες τις οποίες γνωρίζουμε από τις μικρογράμματες και κεφαλογράμματες επιγραφές που έφεραν τα έργα του. Στον Χάνδακα τον 16ο αιώνα εργάζονταν ήδη με ζωγράφους, που ήταν οργανωμένοι σε συντεχνίες και κοντά σ’ αυτούς ο νεαρός Δομήνικος είχε έρθει σε επαφή και είχε αρχίσει να εξοικειώνεται με τα αναγεννησιακά δυτικότροπα έργα, που υπήρχαν ήδη στη Βενετοκρατούμενη Κρήτη και το 1563 εξασκούσε πλέον νόμιμα το επάγγελμα του ζωγράφου.
Αν κρίνουμε λοιπόν τις γραμματικές του γνώσεις, θεωρούμε ότι έφυγε τουλάχιστον είκοσι χρονών από την Κρήτη, μετά δηλαδή το 1561. Γύρω στο 1565 εγκαταστάθηκε στη Βενετία, όπου και μαθήτευσε κοντά στο ζωγράφο Τισιανό, καθώς και στον κύριο εκπρόσωπο του Βενετικού μανιερισμού, τον Τιντορέττο. Στη Βενετία πλέον, ο Δομήνικος θα εγκαταλείψει τον βυζαντινό τρόπο ζωγραφικής και θα υιοθετήσει ανεπιφύλακτα τον Βενετικό τρόπο, ξεφεύγοντας ωστόσο από τα ορθολογικά παραδείγματα της Αναγέννησης.
Στην πρώιμη δημιουργική του περίοδο ανήκαν έργα που φιλοτεχνήθηκαν στην Κρήτη και στη Βενετία, χωρίς ωστόσο να γνωρίζουμε ποια από αυτά έγιναν στον Χάνδακα ή στη Βενετία. Ένα από τα σπουδαιότερα έργα του είναι και η «Κοίμηση της Θεοτόκου» (1567), που ανακαλύφθηκε το 1983 στη Σύρο και αποτελεί το πρώτο σωζόμενο έργο του που φέρει την υπογραφή του. Άλλο σημαντικό έργο του είναι η φορητή εικόνα που απεικονίζει τον ευαγγελιστή Λουκά να ζωγραφίζει την Παναγία, έργο που συνδυάζει τα μεταβυζαντινά στοιχεία με μία πρωτότυπη και ιδιαίτερη για την εποχή του τεχνοτροπία. Αλλά σημαντικά έργα είναι επίσης «Η Προσκύνηση των Μάγων» (1565-1567), έργο το οποίο διαπνέεται από τα τυπικά χαρακτηριστικά της Βενετικής εικονογραφίας και αποτελεί θέμα όπου θα επανέλθει ο Θεοτοκόπουλος σε άλλα έργα με μικρές παραλλαγές και το τρίπτυχο της Μόδενας (1560-1565), όπου έχει εμφανή τα ελληνικά σημάδια και στοιχεία της Κρητικής τέχνης. Στα τελευταία χρόνια παραμονής του στη Βενετία άνηκαν τα έργα «Η θεραπεία του τυφλού» (1565), «Ο μυστικός δείπνος» (1560) και «Το όρος Σινά».
Στην Ιταλία γνώρισε τη συμπάθεια και την εκτίμηση της Ιταλικής κοινωνίας καθώς και των ομότεχνών του, που τον αποκαλούσαν συχνά El Greco (ο Έλληνας). Έχοντας γίνει πλέον γνωστός στους καλλιτεχνικούς κύκλους της Ιταλίας, ο Δομήνικος θα εγκατασταθεί στη Ρώμη το 1570 στα τριάντα του χρόνια, όπου θα γνωρίσει εκεί τη δυτική πλέον τέχνη και θα διαπρέψει στις προσωπογραφίες κυβερνητών και ιδιωτών, συμβιβάζοντας στα έργα του τη Βενετική γνώση με τα ρωμαϊκά ιδανικά της εποχής του.
Το 1575 κουβαλώντας μαζί του τις βυζαντινές μνήμες και την ιταλική παιδεία και γνώση, θα εγκατασταθεί στη Ισπανία. Εκεί θα μείνει αρχικά ένα σύντομο χρονικό διάστημα στη Μαδρίτη και αργότερα, το 1577, θα εγκατασταθεί στο Τολέδο, θα παντρευτεί και θα περάσει εκεί την υπόλοιπη ζωή του ως το 1614 όπου και θα πεθάνει. Η αδυναμία προσαρμογής στο Ρωμαϊκό περιβάλλον, καθώς και το κτίσιμο του Εσκοριάλ (παλάτι) κοντά στη νέα πρωτεύουσα, τη Μαδρίτη, από τον Φίλιππο τον Β΄, πιθανότατα να ήταν οι λόγοι που οδήγησαν τον Δομήνικο να εγκατασταθεί στην Ισπανία. Στη Μαδρίτη έμεινε από το 1579 ως το 1582 και εργάστηκε αρχικά στο παλάτι, όπου ζωγράφισε «Το μαρτύριο του άγιου Μαυρίκιου» καθώς και ορισμένες προσωπογραφίες. Η ζωγραφική του όμως δεν άρεσε στον βασιλιά Φίλιππο και έτσι ο Δομήνικος θα μετακομίσει στο Τολέδο, μια μικρή πόλη με έντονο τότε το συναίσθημα της θρησκευτικής κατάνυξης και του μυστικισμού, όπου θα βρει πρόσφορο έδαφος για να εκφράσει την τέχνη του.
Η κλειστή κοινωνία του Τολέδο θα γίνει πλέον η νέα του πατρίδα. Τα έργα του, τα οποία διαπνέονταν από το θρησκευτικό συναίσθημα και το πάθος της εποχής, θα γίνουν αμέσως αποδεκτά από τον κόσμο και θα ενισχύσουν τον Δομήνικο στις μυστικιστικές του ροπές. Στο Τολέδο θα εκτελέσει μεγάλους πίνακες για τα εικονοστάσια των εκκλησιών και θα αποθανατίσει εξαίσιες προσωπογραφίες του ισπανικού κόσμου. Μερικά από τα σπουδαιότερα έργα του είναι «Η ταφή του Κόμη Όργκαθ» (1586) που προορίζονταν για την εκκλησία του Σάντο Τόμε, «Η στέψη της Παναγίας» (1595) και «Η αγωνία του κήπου» (1595).
Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος ήταν ο μοναδικός ευρωπαίος ζωγράφος που έδωσε τόσο μεγάλη σημασία στις ανθρώπινες μορφές, στην εκφραστική τους αξία και στην αυτονομία της χρήσης του φωτός και του χρώματος, που έκαναν τις συνθέσεις του να ξεχωρίζουν. Οι ανθρώπινες μορφές κατάφερναν μέσα από τα έργα του να χάσουν τη γήινη υπόστασή τους και να μετουσιωθούν σε οπτασίες, παίρνοντας το ανθρώπινο σχήμα για μία μόνο στιγμή. Διακρίθηκε τόσο για τις προσωπογραφίες όσο και για τις θρησκευτικές συνθέσεις, τα θέματα των οποίων (θρησκευτικών συνθέσεων) αντλούσε κυρίως από την Καινή Διαθήκη και τα βιβλικά γεγονότα. Οι φιλοσοφικές και θρησκευτικές του αντιλήψεις, καθώς και το συμβολικό στοιχείο, είναι διάχυτα και αντανακλώνται σε όλα του τα έργα, όπου μέσα από τον τελετουργικό χαρακτήρα των παραστάσεων και την έντονη ιεραρχία κατάφερνε να ενώσει σταδιακά το γήινο με το υπερβατό, εξαϋλώνοντας παράλληλα τις μορφές των συνθέσεών του και ανυψώνοντάς τες προς το πνευματικό στοιχείο.
Η τέχνη του Δομήνικου ξεχώριζε από τη δύναμη της επιβολής της, που εκπροσωπούσε έναν καλλιτέχνη με εκρηκτική και έντονα μυστική ιδιοσυγκρασία, με υπερήφανο αλλά και ταυτόχρονα ατίθασο χαρακτήρα, που δεν ανήκε σε καμία σχολή, δε μιμήθηκε ποτέ κανέναν καλλιτέχνη και με μία εθνική ταυτότητα που τη διεκδικούσαν τρεις χώρες (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία). Υπήρξε αδιαμφισβήτητα ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους της εποχής του, που κατάφερε να επηρεάσει πολλούς ζωγράφους αλλά και κινήματα (εξπρεσιονιστές) του 20ου αιώνα, ενώ με την προσωπικότητα και το έργο του ασχολήθηκαν πολλές φυσιογνωμίες από το χώρο της λογοτεχνίας και της ιστορίας της τέχνης. Τετρακόσια χρόνια από το θάνατό του, ο Δομήνικος αποτελεί διαχρονικό σημείο αναφοράς για την παγκόσμια τέχνη, ενώ η δημιουργική του δράση και η αξιόλογη και καταξιωμένη πορεία του, που είναι απόλυτα συνυφασμένη με το νόημα και την ουσία της ύπαρξής του, συνεχίζουν να μας απασχολούν ακόμη και σήμερα.

Νέα διάκριση για την ηθοποιό Ειρήνη Παππά από τον Ιταλικό πολιτιστικό θεσμό


Μετά την απονομή του «βραβείου Ρώμη» που έγινε τον Ιούλιο του 2008 στο αρχαίο θέατρο της «Όστια Αντίκα» στη Ρώμη, η Ιταλία τίμησε ξανά τη χαρισματική ηθοποιό με μία επιπλέον διάκριση. Πρόκειται για τον «Χρυσό Λέοντα» της Μπιενάλ του θεάτρου Βενετίας που απένειμε ο Ιταλικός πολιτιστικός θεσμός στην ηθοποιό, αναγνωρίζοντας με αυτόν τον τρόπο τη δημιουργική προσφορά της ηθοποιού στο χώρο του πολιτισμού.
Η τελετή της απονομής έγινε στις 20 Φεβρουαρίου του 2009 κατά τη διάρκεια της 4ης Μπιενάλε θεάτρου στο θέατρο Picolo Arsenale της Βενετίας. Η τελετή αυτή αποτελεί ένδειξη διάκρισης της Ειρήνης Παππά ως βασικού εκπροσώπου του Μεσογειακού Πολιτισμού και αναγνώρισης της αξιόλογης και μακρόχρονης σταδιοδρομίας της στο διεθνή χώρο.
Η Ειρήνη Παππά είναι μία καταξιωμένη ηθοποιός που έχει αφήσει άσβηστα τα χνάρια της στο πέρασμα της ιστορίας του θεάτρου και έχει αποτυπώσει τη δική της σφραγίδα και συμβολή στο χώρο του πολιτισμού. Είναι μία σπουδαία καλλιτέχνης που ξεχωρίζει από τη δημιουργική της παρουσία και προσφορά. Η Ειρήνη Παππά είναι μία καλλιτεχνική προσωπικότητα παγκόσμιας εμβέλειας. Έχει προταθεί με όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας και έχει λάβει μέρος σε ταινίες του Χόλυγουντ, καθώς και σε πάρα πολλές τηλεοπτικές παραγωγές, ενώ μεγάλη της αγάπη είναι η αρχαία ελληνική τραγωδία, που την ενσαρκώνει με τη μοναδική της ερμηνεία έκφρασης και αμεσότητας.
Οι δεσμοί της ηθοποιού με την Ιταλία χρονολογούνται από τη δεκαετία του ’60, καθώς εκείνη την περίοδο συμμετείχε σε πρωταγωνιστικούς ρόλους σε διεθνείς παραγωγές, αλλά και στο θέατρο της Ιταλίας. Η μεγάλη διάκρισή της όμως που την έκανε ευρέως γνωστή στο ιταλικό κοινό ήταν η τηλεοπτική μεταφορά της Οδύσσειας (όπου η ίδια είχε το ρόλο της Πηνελόπης) για λογαριασμό της ιταλικής τηλεόρασης, ενισχύοντας έτσι τους δεσμούς της ηθοποιού με τη γειτονική χώρα. Για την Ειρήνη Παππά η Ελλάδα είναι η πρώτη της μητέρα, αλλά παράλληλα η Ρώμη είναι η δεύτερή της μάνα. Είναι η χώρα που διέπλασε και σμίλεψε το χαρακτήρα της, αναγνωρίζοντας στο πρόσωπό της μια γυναίκα τολμηρή, μαχητική και γεμάτη αποφασιστικότητα, που προσέφερε τις πολύτιμες υπηρεσίες της στο βωμό του πολιτισμού.
Σήμερα η Ειρήνη Παππά, ύστερα από μία επιτυχημένη και λαμπρή σταδιοδρομία 50 χρόνων και μία τεράστια καριέρα στο διεθνή χώρο, συνεχίζει να προσφέρει και να υπηρετεί την τέχνη, μια τέχνη που την καταξιώνει δίκαια στη σφαίρα της αληθινής της αληθινής δημιουργίας, της διάκρισης και της κοινωνικής καταξίωσης και αποδοχής.

Η ανάπλαση της πόλης του Βόλου εν όψει των Μεσογειακών Αγώνων του 2013


Με αφορμή τη διεξαγωγή των 17ων Μεσογειακών αγώνων που θα πραγματο-ποιηθούν το 2013 στο Βόλο και τη Λάρισα, η πόλη του Βόλου θα αλλάξει όψη και μορφή.
Οι Μεσογειακοί αγώνες του 2013 αποτελούν τη μεγαλύτερη αθλητική γιορτή, καθώς θα υπάρχει συμμετοχή 4000 αθλητών από διαφορετικές χώρες. Διοργανώτρια πόλη των Μεσογειακών αγώνων θα είναι ο Βόλος, ενώ βοηθητική πόλη η Λάρισα. Οι αγώνες θα ξεκινήσουν από τις 24 Ιουνίου και θα διαρκέσουν έως τις 31 Ιουλίου του 2013.
Ο αστικός χαρακτήρας της πόλης του Βόλου αναμένεται να εκσυγχρονιστεί με νέα έργα και βασικές πολεοδομικές παρεμβάσεις που θα αφορούν την ανάπλαση της ευρύτερης περιοχής του πολεοδομικού συγκροτήματος της πόλης.
Η χάραξη γραμμών τραμ, η δημιουργία ποδηλατοδρόμων κατά μήκος της παραλίας, η λειτουργία ναυτικού μουσείου που θα συνδέεται με την αργοναυτική εκστρατεία, η δημιουργία μουσείου της πόλης, η ανάπλαση ιστορικών κτιρίων και η προστασία αρχαιολογικών χώρων, η λειτουργία θαλάσσιων σταθμών και δικτύων συγκοινωνίας, οι πεζοδρομήσεις σε ιστορικές συνοικίες και η δημιουργία παραποτάμιων πάρκων, αποτελούν μερικές από τις βασικές πολεοδομικές παρεμβάσεις που θα μεταβάλλουν αισθητά τον αστικό χαρακτήρα της πόλης.
Στόχος είναι η δημιουργία της πόλης του Βόλου σε πόλη πρότυπο, που θα αλλάξει ριζικά την ποιότητα ζωής των κατοίκων και θα λειτουργήσει ως πόλος έλξης νέων ανθρώπων που θα έρθουν σε επαφή με τη φιλόξενη, σύγχρονη, πλούσια σε πολιτιστική ζωή και πολύμορφη φυσιογνωμία της πόλης.
Η νέα οργάνωση του χώρου θα σχετίζεται πλήρως με τη λειτουργία της ιστορικής μνήμης της πόλης. Μέσα στο σύγχρονο αστικό τοπίο, που θα συνδέεται με τη δημιουργία μοντέρνων κατασκευών που θα ακολουθούν το μοντέλο της εξέλιξης και της προόδου, η λειτουργία της ιστορικής μνήμης θα διατηρεί αναλλοίωτη τη διαχρονικότητά της.
Οι πολεοδομικές παρεμβάσεις θα προστατεύουν και παράλληλα θα αξιοποιούν παλιότερα κτίρια (καπναποθήκη Παπάντου που θα λειτουργήσει ως Μουσείο Ιστορίας της πόλης του Βόλου) και θα συμβάλλουν στη διατήρηση και διαφύλαξη παραδοσιακών κτισμάτων και ιστορικών μνημείων. Ιστορικές συνοικίες (όπως η συνοικία των Παλαιών) θα επαναχρησιμοποιηθούν και θα μετασχηματιστούν με έργα που θα αναπλάσουν και θα βελτιώσουν τον αστικό ιστό της πόλης, αναβαθμίζοντας παράλληλα το πλαίσιο ζωής και ενισχύοντας την προστασία του πολιτιστικού παρελθόντος.
Η ανάπλαση της πόλης θα δώσει στην ίδια νέα κίνηση και διαφορετική διάσταση. Η πόλη θα αποκτήσει συγκεκριμένο σκοπό και διάρκεια. Η νέα οργάνωση του ευρύτερου αστικού χώρου με τα έργα ανάπλασης, αποκατάστασης και ανάδειξης του πολιτιστικού χαρακτήρα του τόπου, θα δώσει μία νέα ταυτότητα στο χώρο, που θα ικανοποιήσει τις ανάγκες και τις επιθυμίες όλων των πολιτών, διασφαλίζοντας παράλληλα τη διατήρηση της συνοχής του κοινωνικού ιστού.
Τα νέα έργα θα βελτιώσουν, θα εκσυγχρονίσουν και θα εξυγνιάσουν το πρόσωπο της πόλης δίνοντας μία νέα πνοή ανανέωσης που θα μετατρέψουν σίγουρα την πόλη του Βόλου σε πόλη μοναδικού προορισμού, σε πόλη που θα μπορεί ο καθένας από εμάς να ζει, να δουλεύει και να ονειρεύεται!

Η ψηφιακή τεχνολογία στα μουσεία


Τις τελευταίες δεκαετίες η τεχνολογική πρόοδος άλλαξε εντελώς το ρεύμα της ιστορίας δίνοντας νέες διαστάσεις στην ανθρώπινη ζωή. Η ψηφιακή τεχνολογία συγκεκριμένα, έθεσε στην υπηρεσία του ανθρώπου τα πάντα, απλοποιώντας έτσι τον τρόπο ζωής του. Η ραγδαία και γρήγορη εξέλιξη της ψηφιακής τεχνολογίας έφτασε ακόμη να εμφανίζεται και ως μέσο έκφρασης της τέχνης.
Η ψηφιακή τεχνολογία εισχώρησε στο χώρο των μουσείων εκμηδενίζοντας τις αποστάσεις και κατάφερε μέσω της ηλεκτρονικής τεχνολογίας να κάνει προσιτή την τέχνη στο ευρύ κοινό. Με τη βοήθεια του διαδικτύου δόθηκε η δυνατότητα πρόσβασης και πλοήγησης των επισκεπτών απ’ όλο τον κόσμο στους χώρους του μουσείου, εξασφαλίζοντας έτσι μια αμφίδρομη επικοινωνία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα εφαρμογής της ψηφιακής τεχνολογίας στο χώρο του μουσείου, αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα μουσεία στον κόσμο, το μουσείο του Πάδρο στη Μαδρίτη. Το μουσείο του Πάδρο δίνει τη δυνατότητα στον επισκέπτη μέσω της ψηφιακής ανάλυσης να θαυμάσει διά γυμνού οφθαλμού τα αριστουργήματα της συλλογής του.
Στη σημερινή εποχή όμως, που νέα στοιχεία εισβάλλουν στη ζωή μας και την απειλούν, η χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας δημιουργεί ένα τέλμα και μία μηχανοποίηση στον τρόπο ζωής μας, που είναι χαρακτηριστικό σημάδι του τεχνικού πολιτισμού. Μπορεί άραγε η ψηφιακή τεχνολογία να ικανοποιήσει τις ανάγκες των επισκεπτών ψηφιακά; Να εξισορροπήσει τη σχέση εικονικού και πραγματικού ή να αντικαταστήσει το απευθείας ανθρώπινο βλέμμα σε έναν χώρο όπου η πραγματοποίηση σχέσεων και δράσεων παράγεται τεχνικά και ασύγχρονα, επηρεάζοντας έτσι την αντιληπτική κατάσταση και επικοινωνία;
Η στροφή προς τις απαιτήσεις και τάσεις της εποχής μας είναι μια επιτακτική ανάγκη που μας εντάσσει στην πρόοδο της σύγχρονης εποχής. Η τεράστια ανάπτυξη όμως του ψηφιακού πολιτισμού που μπορεί να χειρίζεται τα πάντα μέσω του παγκόσμιου διαδικτύου όπου γίνεται ανάμειξη τόπου και χώρου σ’έναν κόσμο ρευστό που συνεχώς μεταβάλλεται, δεν είναι απαραίτητα θετική και κυρίως σ’ έναν χώρο όπως είναι το μουσείο, όπου η αίσθηση του χώρου και η αίσθηση του ανθρώπινου βλέμματος όταν αντικρίζει ένα έργο τέχνης, αποτελούν αξίες μοναδικές και αναντικατάστατες.

Λίμνη Κάρλα: Μια διαδρομή από το χθες έως το σήμερα


Η λίμνη Κάρλα, η Βοιβηίς, όπως ήταν γνωστή στην αρχαιότητα, είχε πάρει το όνομά της από την πόλη Βοιβηί της αρχαίας Θεσσαλίας, η οποία καταλάμβανε το νοτιοανατολικό τμήμα της Ανατολικής Θεσσαλίας. Η λίμνη δημιουργήθηκε από καθίζηση η οποία δημιούργησε μια περιοχή χαμηλού ύψους, όπου συγκεντρώνονταν τα νερά των γύρω ορεινών όγκων. Η λίμνη κάλυπτε μια έκταση 65.000-130.000 στρεμμάτων, η οποία μεταβάλλονταν από τις βροχοπτώσεις και τις γενικότερες μεταβολές του κλίματος. Στα προϊστορικά χρόνια κατέκλυζε μία περιοχή η οποία εκτείνονταν από το ανατολικό άκρο της πεδιάδας και έφτανε περίπου ως τη σημερινή Όσσα. Το βάθος της εξαρτιόταν επίσης από τις κλιματολογικές συνθήκες, καθώς στη Μέση Νεολιθική εποχή η στάθμη της υπολογίζονταν γύρω στα 50 μέτρα, ενώ στις αρχές της εποχής του χαλκού ήταν κάτω από τα 50 μέτρα και στο τέλος της Μυκηναϊκής εποχής ξεπερνούσε τα 64 μέτρα.
Η λίμνη υμνήθηκε από τον Πίνδαρο, τον Ευρυπίδη, τον Οβίδιο, τον Στράβωνα, τον Όμηρο και άλλους. Συνδέθηκε με τον θεό Απόλλωνα και τον «Φοίβο», όπου στην περιοχή ερωτεύτηκε την Κυρήνη, την καλλονή Δάφνη και με την Κορωνίδα, κόρη του βασιλιά Αλεγύα, γέννησε τον φημισμένο στην αρχαιότητα γιατρό Ασκληπιό. Πέρασμα για τους ήρωες και τους ημίθεους όπως οι Αμαζόνες, ο Ηρακλής και ο Θησέας και μούσα έμπνευσης για τους ποιητές, η αρχαία Βοιβηίς υπήρξε μία από τις σημαντικότερες λίμνες του ελλαδικού χώρου και ένα μοναδικό φυσικό τοπίο, όπου τα διάσπαρτα ανθρώπινα ίχνη μαρτυρούν μία διαχρονική εγκατάσταση και μια αξιόλογη πολιτισμική πορεία ανά τους αιώνες.
Ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια έργων επανα-δημιουργίας ταμιευτήρα της λίμνης φανερώνουν τον πολιτισμικό πλούτο της ευρύτερης περιοχής. Αρχαίοι οικισμοί και λείψανα μαρτυρούν μια διαχρονική κατοίκηση στο χώρο από τη Νεότερη Νεολιθική εποχή, την Ύστερη Ελληνιστική περίοδο, φτάνοντας ως και τα Βυζαντινά χρόνια. Σταδιακή εγκατάλειψη της περιοχής παρατηρείται στο τέλος της εποχής του χαλκού και συνεχίζεται ως την ύστερη Ελληνιστική περίοδο. Τα αρχαιολογικά τεκμήρια αποκαλύπτουν τη συνεχή οικιστική χρήση του χώρου και τις κύριες ασχολίες των κατοίκων που ήταν η γεωργία και η αλιεία.
Κύρια παραγωγική δραστηριότητα των κατοίκων παρέμεινε η γεωργία και κατά τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου, ενώ η αλιεία περιορίστηκε και λειτούργησε ως μία παραπληρωματική δραστηριότητα που θα αποκτήσει εμπορευματικό χαρακτήρα αργότερα. Στα έτη 1757-1774 την εκμετάλλευση των αλιευμάτων της λίμνης την είχαν σύμφωνα με απόφαση του σουλτάνου μόνο οι Καναλιώτες, οι οποίοι έπρεπε να αποδίδουν και τον αντίστοιχο φόρο.
Στα νεότερα χρόνια αναπτύχθηκε ένας πρωτότυπος για την εποχή και μοναδικός στο είδος του λιμναίος οικισμός, που θύμιζε πανάρχαιους πολιτισμούς και άκμασε ως τα μέσα του 20ου αιώνα. Ο λιμναίος αυτός πολιτισμός ήταν ένας πολιτιστικός θησαυρός που συγκέντρωνε την πείρα και τις γνώσεις της κοινωνικής ζωής των κατοίκων και συνέβαλε στη διαμόρφωση του ιστορικού «γίγνεσθαι» της περιοχής. Ο λιμναίος οικισμός ήταν ένα χωριό με περισσότερες από 100 καλύβες, φτιαγμένες από ντόπια καλάμια, όπου ζούσαν μόνο άντρες (κυρίως Καναλιώτες). Οι ψαράδες έμεναν εκεί από τον δεκαπενταύγουστο ως την Κυριακή των Βαΐων ψαρεύοντας με δίχτυα (τα οποία έφτιαχναν γυναίκες) και ψαροπαγίδες από καλάμια. Οι ψαράδες περνούσαν σχεδόν όλο το χρόνο στη λίμνη και σταματούσαν τρεις μήνες το ψάρεμα λόγω της περιόδου της αναπαραγωγής των ψαριών. Αξιοσημείωτες ήταν και οι βάρκες της Κάρλας, τα «καράβια» όπως τα έλεγαν οι ντόπιοι, με το χαρακτηριστικό δοκάρι που υποβάσταζε τα κουπιά. Το σχήμα τους ήταν αρμονικά συνδεδεμένο με το περιβάλλον και αποτελούσαν ζωτικό κομμάτι της ντόπιας ναυπηγικής.
Όσον αφορά το φυσικό περιβάλλον, η λίμνη Κάρλα ήταν μια περιοχή πλούσιας χλωρίδας και πανίδας, που υποστήριζε και μια αξιόλογη βιοποικιλότητα. Λίγο πριν την αποξήρανσή της, το 1960, είχαν καταγραφεί περίπου 430.000 διαχειμάζοντα παρυδάτια πουλιά, με κυριότερα την βαλτόπαπια, τους αργυροπελεκάνους, τα βουτηχτάρια, τις μαυρόκοτες, τις φαλαρίδες και άλλα. Πολύ γνωστά ήταν επίσης και τα ψάρια της Κάρλας, γνωστά ως «καρλιώτικα» ή «καρλίσια» ψάρια, η φορολογούμενη ποσότητα των οποίων έφτανε τις καλές χρονιές και τους 900 τόνους. Τα ψάρια της λίμνης τροφοδοτούσαν τα χωριά της Μαγνησίας, ήταν περιζήτητα σε όλη την Ελλάδα και έφταναν ως και τη Βουλγαρία. Τα κυριότερα είδη ψαριών που ζούσαν στη λίμνη ήταν ο κυπρίνος (γιβράδι), το τσιρώνι, η κοκκινοφτέρα, οι πεταλούδες, οι πλατίτσες, τα φιδόψαρα, μερικά χέλια και άλλα. Γύρω από τη λίμνη υπήρχαν επίσης πολλά ζώα όπως βίδρες, τσακάλια, αγριογούρουνα, λύκοι και αλεπούδες καθώς και πολλά είδη ερπετών.
Όμως αυτός ο επίγειος παράδεισος δε θα κρατήσει για πολύ. Η ελονοσία από τα στάσιμα νερά που είχαν συγκεντρωθεί από τις συνεχόμενες πλημμύρες εκείνης της περιόδου, η μείωση της αλιείας, η πτώση της στάθμης των νερών, η επιθυμία αύξησης του εισοδήματος των κατοίκων με την καλλιέργεια των αποξηραμένων εκτάσεων αλλά και πολιτικές σκοπιμότητες ήταν μερικοί από τους λόγους που οδήγησαν στην αποξήρανση της λίμνης το1962. Το 1955 συγκεκριμένα, η πολιτεία αποφάσισε την αποξήρανση της λίμνης με μία σήραγγα, που θα διοχέτευε τα νερά της λίμνης στον Παγασητικό κόλπο. Το 1957 ξεκίνησε η κατασκευή της σήραγγας και το 1960 άρχισε η εκκένωση της λίμνης, η οποία ολοκληρώθηκε μέσα σε δύο χρόνια. Το συνολικό έργο, ωστόσο, προέβλεπε τη δημιουργία ταμιευτήρα 65.000 στρεμμάτων και την κατασκευή αποστραγγιστικού αρδευτικού δικτύου, έργα τα οποία δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ.
Τα χωράφια που προήλθαν από την εκκένωση της λίμνης δεν αύξησαν τα εισοδήματα των κατοίκων όπως αναμένονταν και δεν απέδωσαν τα απαιτούμενα οφέλη, αφού με τις πρώτες βροχές τα κτήματα πλημμύριζαν και γίνονταν βούρκος. Οι ψαράδες της Κάρλας έμειναν χωρίς κανένα εισόδημα και έγιναν εκ των πραγμάτων γεωργοί για να επιβιώσουν. Τα αποτελέσματα για τη φύση όμως ήταν ακόμη πιο επώδυνα. Ο υπόγειος υδροφόρος ορίζοντας άρχισε να μειώνεται, τα άλατα που είχαν συσσωρευτεί στο έδαφος από την πρώην λίμνη κατέστρεψαν την ποιότητα των στρωμάτων του εδάφους, τα νερά σε ορισμένα σημεία έγιναν υφάλμυρα και δημιουργήθηκαν ρήγματα μεγάλου μήκους στην ευρύτερη περιοχή. Παρατηρήθηκαν επίσης έντονες κλιματολογικές αλλαγές, αδυναμία υδροδότησης των οικισμών και της πόλης του Βόλου, ο Παγασητικός κόλπος δέχτηκε μέσω των στραγγιστικών νερών μεγάλα φορτία λιπασμάτων και βιομηχανικών αποβλήτων που διατάραξαν το οικοσύστημά του, καθώς παρουσιάστηκαν συμπτώματα ευτροφισμού, ενώ τα λιγοστά ψάρια που είχαν επιβιώσει στους μικρούς ταμιευτήρες της πρώην λίμνης, κάθε φορά που αυτοί πλημμύριζαν και διοχετεύονταν τα νερά τους μέσω του χείμαρρου Ξηριά στον Παγασητικό, έβρισκαν τραγικό θάνατο στον μολυσμένο από φυτοφάρμακα χείμαρρο.
Μπροστά σ’ αυτές λοιπόν τις τρομακτικές κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις το ΥΠΕΧΩΔΕ ως αρμόδιο υπουργείο για το περιβάλλον κατέληξε στην επαναδημιουργία της λίμνης σ’ ένα τμήμα έκτασης 38.000 στρεμμάτων. Η νέα λίμνη λοιπόν που πρόκειται να δημιουργηθεί θα γίνει στο χαμηλό τμήμα της περιοχής της παλαιάς και θα περιβάλλεται από τους γύρω ορεινούς όγκους και τα αναχώματα. Τέσσερις συλλεκτήρες μήκους 39 χλμ, καθώς και τα χειμερινά νερά του Πηνειού ποταμού και του φράγματος της Γυρτώνης που κατασκευάστηκε έξω από τη Λάρισα θα τροφοδοτούν τη λίμνη με νερό. Μέσα στη λίμνη θα δημιουργηθούν τρία τεχνητά νησάκια, κωπηλατοδρόμιο και χώρος αναπαραγωγής των ψαριών. Η περιοχή γύρω από τη λίμνη θα φυτευτεί και θα δημιουργηθεί ένα αντάξιο φυσικό οικοσύστημα. Οι αρχαιολογικοί χώροι θα διαμορφωθούν κατάλληλα, προβάλλοντας το παρελθόν της περιοχής, ενώ έργα υποδομής (όπως κέντρο πληροφόρησης Μουσείου) και αναψυχής θα συνοδεύουν το συνολικό έργο.
Η επαναδημιουργία της λίμνης θα αποκαταστήσει ενέργειες και λάθη του παρελθόντος. Ο άνθρωπος στο παρελθόν παραβίασε τους νόμους και τις αρχές της φύσης, χωρίς να σεβαστεί τη νομοτέλειά της, καταστρέφοντας τους σκοπούς και την ομορφιά της. Η αμφίδρομη σχέση όμως του ανθρώπου με τη φύση πέρασε πολλές διακυμάνσεις και έφτασε κάποια στιγμή στο σημείο ο άνθρωπος να καταλάβει ότι η φύση είναι η μεγάλη τροφός και αποτελεί τον πρωταρχικό παράγοντα της πολιτισμικής και πνευματικής του προόδου. Η επαναδημιουργία της λίμνης Κάρλας, ύστερα από σαράντα χρόνια, αποτελεί ένα μοναδικό επίτευγμα παγκόσμιας σημασίας, είναι η αποκατάσταση της σχέσης του ανθρώπου με το περιβάλλον και η αναγνώριση των μοναδικών φυσικών, πολιτιστικών και πολιτισμικών χαρακτηριστικών που διαμορφώθηκαν διαχρονικά στη λίμνη Κάρλα.

Μουσείο - Πινακοθήκη Ζώγια


Το σπίτι με το «τριαντάφυλλο», όπως είναι γνωστό βρίσκεται στη γωνία των οδών Γαζή και Βλαχάβα. Ξεχωρίζει από το χαρακτηριστικό κόκκινο χρώμα του και τον ιδιαίτερο πηλιορείτικο αρχιτεκτονικό του τύπο. Με την επιβλητική εξωτερική του όψη και με τη μοναδική του κομψότητα, αποτελεί σημείο αναφοράς της πόλης. Είναι το σπίτι στο οποίο έζησε και δημιούργησε μια ξεχωριστή καλλιτεχνική προσω- πικότητα, η Χρυσούλα Ζώγια, μία γυναίκα με έντονο και ιδιόμορφο χαρακτήρα, που είναι διάχυτος και πλήρως αποτυπωμένος σ’ ολόκληρο το σπίτι.
Η Χρυσούλα Ζώγια ήταν πηλιορείτικης καταγωγής, γεννήθηκε το 1914 και πέθανε το 1992. Η αγάπη της για τη ζωγραφική ξεκίνησε από μικρή ηλικία, καθώς η ίδια παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής από τους αγιογράφους Νικήτα Γρύσπο και Σπύρο Βικάτο, διατηρώντας το καλλιτεχνικό ύφος και ιδίωμα των δασκάλων της στα πρώτα έργα της δουλειάς της. Στη συνέχεια της πορείας της, στα έργα της ξετυλίγεται η δική της προσωπική έμπνευση που μετουσιώνεται σε μία ιδιαίτερη καλλιτεχνική δημιουργία που διέπεται από πόθο και φαντασία.
Μία τεράστια γκάμα έργων, όπως προσωπογραφίες, σκίτσα, σχέδια, πίνακες με σπίτια Πηλίου, ανθισμένες αυλές, εξωτερικά καθολικών, τοιχογραφίες στον εξωτερικό και εσωτερικό χώρο, ελαιογραφίες, έργα νεκρής φύσης, έργα με τόπους που εμπνεύστηκε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, μινιατούρες, ζωγραφισμένα μπουκάλια, αφηρημένες συνθέσεις αλλά και ολόκληρη η διακόσμηση των προσωπικών της χώρων, αποτελούν την προσωπική παρακαταθήκη της ζωγράφου για τις επόμενες γενιές. Άλλωστε, αυτό ήταν που επιθυμούσε και η ίδια, τη διατήρηση και τη προβολή των έργων της, γιατί σε αντίθεση με την ύλη που φθείρεται, το έργο διατηρεί αναλλοίωτη στο πέρασμα των χρόνων την αξία και τη διαχρονικότητά του.
Τα έργα της διαθέτουν ένα αυθόρμητο μεγαλείο και μία εσωτερική αναγκαιότητα που διέπει την ίδια. Εκφράζουν τα δικά της έντονα συναισθήματα και συγκινησιακές καταστάσεις. Διακρίνονται για τη φυσική τους ισορροπία ως προς τη σύνθεση και τη δημιουργική φαντασία του καλλιτέχνη. Η τέχνη για τη Χρυσούλα Ζώγια είναι μία συνειδητή διαδικασία, μία ιδιότυπη εικαστική γραφή, που μας μιλάει μία απλή οικουμενική γλώσσα και διαθέτει πολυάριθμα στοιχεία που εξυψώνουν την τέχνη στη σφαίρα της αληθινής δημιουργίας που τέρπει τη ψυχή του ανθρώπου. Η ίδια βραβεύτηκε και διακρίθηκε για τα έργα της, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό, κάνοντας γνωστή την καλλιτεχνική της αξία στο διεθνή χώρο.
Με τη διαθήκη της δώρισε το σπίτι, καθώς και προσωπικά της στοιχεία (ακριβώς όπως τα είχε αφήσει) στο Δήμο Βόλου με σκοπό να γίνει Μουσείο – Πινακοθήκη. Το Δημοτικό Κέντρο Ιστορίας και Τεκμηρίωσης Βόλου έχει αναλάβει τη διαχείριση του κτιρίου. Το ισόγειο του σπιτιού λειτουργεί σήμερα αυτόνομα ως χώρος εκθέσεων και πολιτιστικών δρώμενων. Πολλά έργα της δώρισε η ίδια στην κοινότητα Πορταριάς, ενώ αρκετά βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη. Το Μουσείο-Πινακοθήκη από το 1994 είναι ανοιχτό στο κοινό, δίνοντας έτσι στον επισκέπτη τη δυνατότητα να δει από κοντά τα 250 έργα περίπου που εκθέτονται και να ταξιδέψει σε «ανθρώπινες ιστορίες και ανθρώπινα μέρη», θαυμάζοντας το μεγαλείο και την ομορφιά αυτής της μοναδικής τέχνης που χαρακτηρίζει τη ζωγράφο Χρυσούλα Ζώγια.

Μουσείο Ιστορίας της πόλης του Βόλου: Ένα ακόμη μουσείο γεννιέται


Η δημιουργία ενός ακόμη μουσείου, που είναι απόλυτα συνυφασμένο με το πνευματικό και ιστορικό πλαίσιο της πόλης, γίνεται πλέον πραγματικότητα. Πρόκειται για το Μουσείο της Ιστορίας της πόλης του Βόλου, ένα μουσείο το οποίο θα συγκεντρώσει τις γνώσεις και την πείρα από διάφορους τομείς της κοινωνικής, πνευματικής και οικονομικής ζωής των κατοίκων του Βόλου, συμβάλλοντας έτσι στη διαμόρφωση του «ιστορικού γίγνεσθαι» τόσο της πόλης όσο και της ευρύτερης περιοχής.
Η πόλη του Βόλου έχει ανάγκη από τη δημιουργία ενός τέτοιου μουσείου, καθώς αποτελούσε χαρακτηριστικό παράδειγμα βιομηχανικού αστικού κέντρου. Ο Βόλος λειτουργούσε ως βασικό πολεοδομικό συγκρότημα της Ελλάδας και ως πόλος έλξης κοινωνικο-οικονομικών δυνάμεων, ενώ γνώρισε και τεράστια βιομηχανική και δημογραφική άνθηση στα χρόνια του Μεσοπολέμου. Σε μία τέτοια πολυσυλλογική κοινωνία λοιπόν αποκρυσταλλώνονται τα χαρακτηριστικά, τα επιτεύγματα και οι αγώνες των ανθρώπων και δίνουν το δικό τους στίγμα στη διαμόρφωση της ιστορικής φυσιογνωμίας της πόλης.
Το κτίριο θα στεγαστεί στην καπναποθήκη Παπάντου, που βρίσκεται στην ιστορική συνοικία των Παλαιών. Πρόκειται για ένα τριώροφο πλινθόκτιστο κτίριο που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με ιστορικές μνήμες της πόλης, καθώς αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα κτιρίου του Μεσοπολέμου. Το κτίριο επανασυνδέεται τώρα με τον κοινωνικό του περίγυρο σε μία συνοικία (τα Παλαιά) όπου τα τελευταία χρόνια έχει δεχτεί πολλές πολεοδομικές παρεμβάσεις, αναπλάθεται, ανακατα-σκευάζεται και επαναχρησιμοποιείται, αναδεικνύοντας έτσι την ιστορικότητα του χώρου. Το κτίριο και ο χώρος εξυγιάζονται και αναβιώνουν με στόχο την ανάδυση του ιστορικού βάθους της πόλης, αλλά και την προβολή του πολιτιστικού παρελθόντος.
Στο μουσείο θα συγκεντρωθεί όλη η πνευματική και ιστορική παρακαταθήκη της πόλης, η οποία θα λειτουργήσει ως το βασικό ιδεολογικό υπόβαθρο για την ανοικοδόμηση της πολιτιστικής ανάπτυξης του παρόντος. Άμεσος στόχος του μουσείου είναι η σύνδεση του παρελθόντος με το παρόν. Το μουσείο στοχεύει στη δημιουργία μιας αισθητικής πολιτισμικής ταυτότητας, όπου το παρελθόν θα ατενίζει με τόλμη το μέλλον και θα λειτουργεί παράλληλα και σε συνάρτηση με αυτό.
Επίκεντρο λειτουργίας του μουσείου είναι η κινητοποίηση των κατοίκων της πόλης για τη δημιουργία μιας δυναμικής σχέσης και επικοινωνίας που θα στηρίζεται στην ενεργοποίηση και ευαισθητοποίηση των ίδιων. Βέβαια το μουσείο ως χώρος πολιτισμικής αναφοράς δε θα περιορίζεται μόνο στην τοπική κοινότητα, αλλά θα επιθυμεί προσέγγιση από την υπόλοιπη ελληνική και διεθνή κοινότητα.
Το Μουσείο της Ιστορίας της πόλης θα πληρεί όλα τα βασικά χαρακτηριστικά ενός σύγχρονου μουσείου, καθώς θα υπάρχει άμεση συμβολή επιστημονικών κλάδων και ειδικοτήτων, διοργάνωση ειδικών προγραμμάτων, λειτουργία μουσειοπαιδαγω- γικών τμημάτων και εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων, καθώς και εφαρμογή νέων τεχνολογιών.
Το μουσείο θα εκθέτει υλικό που θα αναδύει την πνευματική και κοινωνικο – οικονομική ζωή της πόλης, τόσο με εκθέματα που συγκεντρώθηκαν από δωρεές ανθρώπων, όσο και από αρχειακό υλικό που προήλθε από αποδελτιώσεις κειμένων και που θα συνοδεύεται από εικονογραφικά και οπτικοακουστικά τεκμήρια. Μερικές από τις βασικές θεματικές ενότητες που έχουν σχέση με την ταυτότητα της πόλης και που θα περιλαμβάνει το μουσείο, είναι η σύνδεση του χώρου με ιστορικά μνημεία και οικισμούς, η αναφορά στη βιομηχανική αρχιτεκτονική, η πολεοδομική οργάνωση της πόλης στα χρόνια του Μεσοπολέμου, η κοινωνική συγκρότηση, οι πολιτιστικές δραστηριότητες, η εκπαίδευση, τα δημόσια έργα κτλ. Γενικά θα υπάρχει δηλαδή αναφορά στην ανθρώπινη δράση και πορεία, όπως αυτή αποτυπώθηκε και χάραξε τα ίχνη της στο χώρο και στο χρόνο.
Σύμφωνα με πληροφορίες του ΔΗΚΙ το μουσείο θα είναι έτοιμο να λειτουργήσει κοντά στο φθινόπωρο του 2009. Έτσι η πόλη θα αποκτήσει έναν ακόμη πνευματικό θησαυρό που θα συμβάλλει στην πολιτιστική εξέλιξη του τόπου και στη δημιουργική δραστηριότητα των ανθρώπων που θα αφήσουν τη δική τους προσωπική σφραγίδα σ’ αυτό το ζωντανό και ζωτικό «εργαστήρι», στο Μουσείο της Ιστορίας της Πόλης.