Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010

Κραυσίδωνας, ο ποταμός της πόλης



Ο Κραυσίδωνας αποτελεί τον πιο αξιόλογο χείμαρρο ανάμεσα στους δύο άλλους χειμάρρους, τον Ξηριά και τον Άναυρο, που υπάγονται στο πολεοδομικό συγκρότημα της πόλης. Αν και υπάρχουν σημαντικές καταγραφές από την αρχαιότητα για την περιοχή του Κραυσίδωνα, ο Κραυσίδωνας δεν αποτελεί στοιχείο καταγραφής, καθώς όλο το ενδιαφέρον στρέφεται στον ποταμό Άναυρο, που συνδέθηκε με την ιστορία του Ιάσονα.

Ο Κραυσίδωνας πηγάζει από τις κορυφές του Πηλίου και συγκεκριμένα από το Πιασίδι. Στην ορεινή ζώνη αποτελείται επίσης από ένα σύστημα πηγών και ρεματιών που διοχετεύον τα νερά τους μέσω της κοίτης του ποταμού. Το ποτάμι στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής του, ως τις εκβολές του, περνάει μέσα από την πόλη, διασχίζοντας ολόκληρο τον πολεοδομικό ιστό και χωρίζοντάς τον σε δύο δήμους, το δήμο Ν. Ιωνίας και το δήμο Βόλου.

Ο ποταμός αποτελεί για την πόλη έναν μοναδικό πνεύμονα πρασίνου, με όμορφη παραποτάμια βλάστηση (λεύκες και πεύκα) που στολίζει τους παράχθιους δρόμους και βελτιώνει με τη φυσική της ομορφιά την αισθητική του αστικού χώρου.

Ο Κραυσίδωνας, όπως προαναφέραμε, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας χείμαρρος, ο οποίος σε περιόδους έντονων βροχοπτώσεων τον χειμώνα μπορεί να πλημμυρίσει, ενώ κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών, το νερό μπορεί να είναι ελάχιστο ως και ανύπαρκτο. Το ποτάμι, κοντά στις πηγές του είναι καθαρό, ενώ από το μέσο του ως τις εκβολές του, δέχεται σε διάφορες χρονικές φάσεις, αστικά και βιομηχανικά λύματα, που θολώνουν το νερό, αλλάζοντας το χρώμα και τη σύστασή του και προκαλώντας πολλές φορές έντονη δυσοσμία.

Η πραγματική ωστόσο απειλή για τον Κραυσίδωνα, δεν είναι τόσο η περιστασιακή μόλυνση που δέχεται κατά περιόδους. Στο παρελθόν ο Κραυσίδωνας είχε να αντιμετωπίσει έναν πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο, τον κίνδυνο της ολικής εξαφάνισής του, έναν κίνδυνο που δημιουργήθηκε στη δεκαετία του ’80 και όπου ευτυχώς σήμερα πλέον δεν υφίσταται.

Στο παρελθόν, αυτός ο μοναδικός θησαυρός είχε απειληθεί να εξαφανιστεί μια για πάντα, καθώς το τεράστιο κυκλοφοριακό πρόβλημα στο κέντρο της πόλης, σε συνδυασμό με τη συνεχή κυκλοφορία μεγάλων φορτηγών της ΑΓΕΤ μέσα από κεντρικές αρτηρίες του Βόλου και την έλλειψη χώρων στάθμευσης, είχε δημιουργήσει ένα ανεπανάληπτο κυκλοφοριακό χάος και η αναζήτηση λύσεων για το μεγάλο αυτό πρόβλημα αποτελούσε πλέον επιτακτική ανάγκη. Η λύση βρέθηκε τελικά στην εκμετάλλευση του Κραυσίδωνα.

Η απουσία παρεμβάσεων και πολιτικής βούλησης στο πολεοδομικό συγκρότημα από μέρος της τοπικής αυτοδιοίκησης οδήγησε στην εξαγγελία ενός έργου που θα έλυνε το κυκλοφοριακό πρόβλημα για πάντα. Σκοπός του έργου αυτού ήταν η επικάλυψη του Κραυσίδωνα και η μετατροπή του σε εσωτερικό δακτύλιο.

Συγκεκριμένα, τον Ιούνιο του 1983 οι εφημερίδες γνωστοποίησαν την εγκατάσταση εργολάβων για την επικάλυψη του χειμάρρου. Το έργο θα ξεκινούσε όσο το δυνατόν γρηγορότερα και πρώτο μέλημά του αποτελούσε η κοπή εκατοντάδων δέντρων που βρίσκονταν κατά μήκος του ποταμού.

Η υιοθέτηση μιας τέτοιας πρακτικής από πλευράς της πολιτείας ήταν φυσικό να δημιουργήσει ένα χάος αντιδράσεων. Έτσι, στις 3 Ιουνίου του 1988, οι πράσινοι της οικολογικής κίνησης Βόλου μοίρασαν στην πόλη μια προκήρυξη με την οποία καλούσαν τους πολίτες να ξεσηκωθούν ενάντια στην απόφαση επικάλυψης του χειμάρρου. Πολλοί λοιπόν πολίτες, άλλοι εντελώς ανημέρωτοι για το γεγονός και άλλοι ενημερωμένοι με πολλούς προβληματισμούς ως προς το θέμα, ένωσαν τη φωνή τους με τη φωνή διαμαρτυρίας της οικολογικής οργάνωσης. Η συνάντηση αυτή υπήρξε ιδιαίτερα καθοριστική, γιατί έκτισε τις βάσεις για τη δημιουργία μιας περιβαλλοντικής κίνησης που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα πορεία της πόλης και ονομάζονταν «οι φίλοι του Κραυσίδωνα».

Ξεκινάει λοιπόν μια μεγάλη διαδικασία με την ενεργοποίηση των πολιτών για τη ματαίωση των εργασιών και τελικά ύστερα από έντονες αντιδράσεις και ξεσηκωμούς των πολιτών επιτεύχθηκε πίστωση χρόνου για την κατασκευή του έργου και οι μπουλντόζες που είχαν μπει στο ποτάμι για να ξεκινήσουν ακινητοποιήθηκαν.

Δόθηκε λοιπόν χρόνος για τη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου και οργανωμένου σχεδίου όπου θα λάμβανε υπόψη του και άλλες βασικές παραμέτρους, όπως για παράδειγμα το θέμα των πλημμύρων, μια πολύ σημαντική παράμετρος όπου το έργο της επικάλυψης του χειμάρρου δεν είχε προβλέψει. Στο συγκεκριμένο έργο απουσίαζαν οι μεγάλης κλίμακας αντιπλημμυρικές επεμβάσεις, καθώς τα αρχικά εργοτάξια θα εμπόδιζαν την ελεύθερη ροή των νερών, ενώ υπήρχε παράλληλα και ο κίνδυνος φραγής του τμήματος της επικάλυψης με φερτές ύλες κατά τις περιόδους έντονων βροχοπτώσεων.

Πληθώρα λοιπόν αποκαλυπτικών στοιχείων σχετικά με τις ελλιπείς υδραυλικές μελέτες ήρθαν στο φως και το θέμα πήρε μεγάλες διαστάσεις πανελλαδικά. Τελικά αποφασίστηκε αναστολή των εργασιών και τα περισσότερα στοιχεία και λεπτομέρειες που είχαν ζητηθεί σχετικά με το έργο, δε δόθηκαν ποτέ.

Στις 27/3/89 το θέμα επικάλυψης του Κραυσίδωνα επανέρχεται πάλι και στις 9/5/90, σε μια έκτακτη συνεδρίαση των δύο δήμων της πόλης, το Δ.Σ. της Ν. Ιωνίας με σχετικό ψήφισμα τάσσεται κατά της απόφασης της επικάλυψης, ενώ το Δ.Σ. του Βόλου υπέρ, αδιαφορώντας για την γνώμη των πολιτών, οι οποίο είχαν κατακλύσει κυριολεκτικά την αίθουσα συνεδριάσεων, εκφράζοντας έντονα την αγανάκτησή τους.

Τελικά, ύστερα από συνεχείς διακοπές και πολλά επεισόδια το σχέδιο ακυρώθηκε και όλοι συμφώνησαν στη δημιουργία μιας ολοκληρωμένης μελέτης, όπου θα αντιμετώπιζε το κυκλοφοριακό πρόβλημα σε συνάρτηση πάντα με τον ανθρώπινο παράγοντα.

Το προηγούμενο έργο ήταν ένα έργο που αποφασίστηκε γρήγορα, χωρίς να προβλέψει τις έντονες αντιδράσεις που θα προέκυπταν και εξυπηρετούσε ουσιαστικά οικονομικά και πολιτικά συμφέρονταν, παραγκωνίζοντας εντελώς έναν πολύ σημαντικό γνώμονα, που δεν ήταν άλλος από τη γνώμη των απλών πολιτών. Αυτό που πραγματικά είχε ανάγκη η πόλη, ήταν η δημιουργία ενός σωστά μελετημένου και οργανωμένου σχεδίου, όπου θα λάμβανε υπόψη του όλες τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές ανάγκες του πολεοδομικού συγκροτήματος μέσα από ένα γόνιμο και ζωντανό διάλογο, που θα είχε ως άμεσο στόχο την εξασφάλιση της καλύτερης ποιότητας ζωής των πολιτών.

Το σχέδιο επικάλυψης του ποταμού Κραυσίδωνα σε μια επαρχιακή πόλη με ήδη πολλά υπαρκτά περιβαλλοντικά προβλήματα, όπως η αερορύπανση από το εργοστάσιο της ΑΓΕΤ, καθώς και η ρύπανση του υδροφόρου ορίζοντα του Παγασητικού Κόλπου από βιομηχανικά απόβλητα, θα επιβάρυνε και άλλο την κατάσταση, δημιουργώντας επιπρόσθετα προβλήματα.

Σήμερα ο Κραυσίδωνας ξεπέρασε την απειλή και έχει πλέον ενταχθεί στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα LIFE. Η ανάγκη για ανάπλαση του ποταμού και η διαμόρφωσή του σε ένα γραμμικό πάρκο (όπως το πάρκο του Πηνειού ποταμού στη Λάρισα) ,όπου οι πολίτες θα μπορούν να απολαμβάνουν άνετα τη βόλτα τους και τα παιδιά θα μπορούν να παίξουν με ασφάλεια, βρίσκεται ακόμα υπό μελέτη.

Το σίγουρο είναι ότι ο Κραυσίδωνας αποτελεί το βασικό πνεύμονα πρασίνου της πόλης και όλοι οφείλουμε να τον σεβόμαστε και να τον προστατεύουμε έτσι ώστε να τον παραδώσουμε όσο μπορούμε πιο ακέραιο στις επόμενες γενιές.

Βιβλιογραφία

Β. ΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΟΣ – Σ. ΧΑΛΑΣΤΡΑΣ, «ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΚΡΑΥΣΙΔΩΝΑ», ΕΝ ΒΟΛΩ, (15 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2004), Σ.Σ. 104-109

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

Ο γλύπτης Φιλόλαος και το έργο του στην παραλία του Αναύρου




Βιογραφικό

Ο Φιλόλαος Τλούπας γεννήθηκε στη Λάρισα το 1934. Αφετηρία της καλλιτεχνικής του δημιουργίας υπήρξε ο μαραγκός πατέρας του και ο χαλκουργός παππούς του. Ο ίδιος είχε δείξει από μικρός ιδιαίτερη αγάπη για τα υλικά (ξύλο, χαλκός κτλ) με τα οποία πειραματίζονταν αρκετά συχνά.
Το 1944 εισάγεται στη σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και μαθητεύει δίπλα στο γλύπτη Μιχάλη Τόμπρο και Αθανάσιο Απάρτη. Το 1950 με υποτροφία σπουδάζει ση σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού και το ατελιέ του γνωστού καλλιτέχνη Μαρσέλ Ζιμόν. Το 1956 δημιουργεί το πρώτο του γλυπτό από γύψο για την καφετέρια «La Reqence», ενώ την περίοδο 1951 – 1967 διδάσκει ο ίδιος γλυπτική στη σχολή του Κλερό, στα προάστια του Παρισιού, όπου και δημιουργεί τις λεγόμενες «γκογκότες», μικρά γλυπτά από πηλό, που αναπαριστάνουν τερατόμορφα παραμυθένια ζώα.
Το 1958 αγοράζει το κτήμα Σαντ Ρεμί Λε Σερβέζ, που βρίσκεται στα προάστια του Παρισιού, όπου και κατασκευάζει το σπίτι και το ατελιέ του, το οποίο, όπως είχε κάποτε πει, αποτελούσε για τον ίδιο το καλύτερο «πορτραίτο» του. Το 1959 συνεργάζεται με τον αρχιτέκτονα Αντρέ Γκομίς και δημιουργούν ένα περίφημο γλυπτό σιντριβάνι στο σχολείο της περιοχής Bangeux, ενώ την περίοδο 1963 – 1971, σε συνεργασία πάλι με τον Γκομίς κατασκευάζουν ένα ιδιαίτερο και μεγαλοπρεπές έργο, το υδραγωγείο της πόλης Valance.
Το 1992, σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Φρανσουά, διαμορφώνει ένα πάρκο με γλυπτά στα προάστια του Παρισιού, το 1996 δημιουργεί ένα κήπο με γκογκότες στην περιοχή Saint Aventine en Yvelines, ενώ το 1998 διακοσμεί με γλυπτά την είσοδο του Μακεδονικού Μουσείου σύγχρονης τέχνης στη Θεσσαλονίκη.
Το έργο του και η συνολική προσφορά του αναγνωρίστηκαν σε μεγάλο βαθμό. Ο ίδιος διακρίθηκε για τη δουλειά του το 1984 με το μετάλλειο Πλαστικών Τεχνών από την Ακαδημία Αρχιτεκτονικής της Γαλλίας, ενώ το 2005 η γαλλική κυβέρνηση τον τίμησε για το συνολικό του έργο και τον ανακήρυξε «αξιωματικό του τάγματος των τεχνών και των γραμμάτων». Τέλος, τον Μάρτιο του 2009, το φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης παρουσίασε το ντοκιμαντέρ «Φίλοι και Μαρίνα», με θέμα τη συνολική δράση του καλλιτέχνη.
Ο Φιλόλαος έφυγε από τη ζωή πρόσφατα σε ηλικία 87 ετών στο Παρίσι, στο σπίτι όπου εκεί είχε ζήσει τα τελευταία 50 χρόνια. Ο ίδιος ήταν ένας καταξιωμένος γλύπτης με γνήσιο καλλιτεχνικό ένστικτο και με μια αξιόλογη και επιτυχημένη καλλιτεχνική παρουσία. Το πιο μεγαλοπρεπές και το πιο επιβλητικό έργο του, όπως θεωρούσε και ο ίδιος, ήταν οι υδατοδεξαμενές στην πόλη Valance, που έγιναν σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Αντρέ Γκομίς.
Αγαπημένα του υλικά, τα οποία χρησιμοποιούσε στα έργα που έφτιαχνε, αποτελούσαν το ξύλο, το μάρμαρο, το ανοξείδωτο ατσάλι και το επεξεργασμένο σκυρόδεμα – πλυμένο τσιμέντο ή μπετόν λαβέ, τα οποία σε συνδυασμό με την καλλιτεχνική του δημιουργία και το προικισμένο πνεύμα του μετουσιώνονταν σε μεγαλοπρεπείς συνθέσεις.

Η γλυπτική σύνθεση στην παραλία του Αναύρου

Το έργο του Φιλόλαου όμως δεν περιορίστηκε μόνο στο εξωτερικό, ο καλλιτέχνης άφησε την προσωπική του καλλιτεχνική σφραγίδα και στον τόπο του. Το 1992 ο Φιλόλαος δημιούργησε το μνημείο της Αντίστασης στο πάρκο Αλκαζάρ της Λάρισας, ενώ παλιότερα, το 1986, είχε δημιουργήσει μια γλυπτική σύνθεση αφαιρετικών μορφών στην παραλία του Αναύρου στο Βόλο.
Συγκεκριμένα, στο Βόλο το 1986, ο τότε δήμαρχος Μιχάλης Κουντούρης ανέθεσε στο Φιλόλαο την κατασκευή μιας γλυπτικής σύνθεσης στην πλατεία του Αναύρου, με την ευκαιρία των εγκαινίων του πάρκου και την προέκταση της παραλίας του Βόλου. Έτσι, με την ευγενική προσφορά του γλύπτη Φιλόλαου, δημιουργήθηκε μια ξεχωριστή μνημειακή σύνθεση που είχε τον τίτλο «Μορφές».
Τα υλικά που χρησιμοποίησε ο Φιλόλαος για την κατασκευή αυτής της σύνθεσης ήταν χαλίκι, σκυρόδεμα και ανοξείδωτο ατσάλι, υλικά που τα αγαπούσε ιδιαίτερα και τα είχε χρησιμοποιήσει στο παρελθόν και άλλα έργα του.
Η συγκεκριμένη σύνθεση αποτελείται από τέσσερα διαφορετικά κομμάτια, τα οποία είναι παρατεταγμένα στη σειρά, τα τρία σε κοντινή απόσταση μεταξύ τους και το τέταρτο λίγο πιο μακριά. Η σύνθεση βρίσκεται πάνω σε ένα υψηλότερο επίπεδο από αυτό του δρόμου, προβάλλοντας έτσι την παρουσία της πιο έντονα. Το έργο είναι ιδανικά ενταγμένο και πλήρως εναρμονισμένο στο περιβάλλον με φυσικό φόντο τη θάλασσα, δημιουργώντας έτσι μια σωστή ισορροπία στο χώρο.
Αυτά τα τέσσερα διαφορετικά κομμάτια που έχουν διαφορετικό σχήμα και μέγεθος αναπαριστούν κατά πολλούς τα μέλη μιας οικογένειας σε αφηρημένη μορφή. Η τέχνη του γλύπτη αυτονομείται και αποδεσμεύεται από τον δευτερεύοντα διακοσμητικό του ρόλο. Βασικά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου έργου είναι η σχηματοποίηση ή ηθελημένη παραμόρφωση, η αποσπασματική απόδοση, η απλοποιητική επεξεργασία των όγκων, η αφαιρετική διάθεση και η απομάκρυνση από τη ρεαλιστική ανάπλαση των μορφών. Πρόκειται για μια αντισυμβατική εκδοχή τέχνης, όπου βασίζεται στην τοποθέτηση μη παραστατικών ή εννοιολογικών μορφών, που ωστόσο κατάφερε να γίνει κατανοητή και αγαπητή από το κοινό, περισσότερο απ’ όσο θα γίνονταν μια παραδοσιακή καλλιτεχνική φόρμα.
Το έργο του Φιλόλαου στην παραλία του Αναύρου είναι ένα έργο που προωθεί μια δημόσια τέχνη μη ρεαλιστική και ακαδημαϊκή, που δε βασίζεται σε οικείους κώδικες αναπαράστασης, αλλά πρεσβεύει μια απλή και λιτή μη παραστατική μορφή τέχνης, που εξυπηρετεί καλύτερα τις ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου που αναζητά την πρωτοπορία και την καινοτομία στη ζωή του.
Αν και η αφαιρετική τάση επικαλύπτει το έργο του καλλιτέχνη, ο ίδιος επιμένει να δώσει στη σύνθεσή του έναν ανθρωποκεντρικό ρόλο, αποδομώντας τις μορφές και προβάλλοντάς τες σχηματοποιημένες. Οι τέσσερις μορφές παρουσιάζονται σε μια γενικευμένη, χωρίς λεπτομέρειες απόδοση και προβάλλονται με μια αινιγματική διάθεση, που προκαλεί το θεατή να τις αγγίξει για να τις κατανοήσει.
Η μνημειακή σύνθεση των τεσσάρων μορφών στο πάρκο του Αναύρου αποτελεί ένα από τα ομορφότερα έργα του Φιλόλαου που έγιναν στην Ελλάδα και για το οποίο η πόλη του Βόλου νιώθει υπερήφανη. Ο καλλιτέχνης με το συγκεκριμένο έργο «απομυθοποιεί» το ρόλο της τέχνης, επιδιώκοντας έτσι μια πιο λιτή και ελεύθερη έκφραση που κατάφερε να αγαπηθεί ιδιαίτερα από το κοινό και να το κερδίσει.

Τετάρτη 4 Αυγούστου 2010

Η ιστορία του νοσοκομείου του Βόλου


Το 1854 το Πήλιο, η περιοχή του Βόλου και η Θεσσαλία γενικότερα μαστίζονταν από τη χολέρα. Η επιστήμη της ιατρικής ήταν εντελώς άγνωστη και για να θεραπεύσουν οι άνθρωποι τις διάφορες ασθένειες της εποχής, χρησιμοποιούσαν γιατροσόφια και θρησκευτικές τελετουργίες. Η κατάσταση της χολέρας έκανε επιτακτική την ανάγκη δημιουργίας ενός υποτυπώδους συστήματος υγείας και περίθαλψης για τον πολίτη στον τουρκοκρατούμενο Βόλο, ο οποίος δε διέθετε εκείνη την περίοδο καμία κρατική πρόνοια στον τομέα της υγείας.
Έτσι, την Πρωτομαγιά του 1874 ιδρύθηκε η Φιλελεήμων αδελφότητα ή αδελφάτο, σε ένα ταπεινό παντοπωλείο της περιοχής από «άδημους» παντοπώλεις που είχαν ως στόχο την ίδρυση ενός νοσοκομείου.
Τα πρώτα χρόνια δημιουργίας του αδελφάτου, κύρια μέριμνά του αποτελούσε η φιλανθρωπία, ενώ η ίδρυση του νοσοκομείου έμελλε να γίνει μέσα στα επόμενα χρόνια.
Τον Ιανουάριο του 1884 κατατέθηκε στο δημοτικό συμβούλιο μια πρόταση σχετικά με την ανέγερση και συντήρηση πολιτικού νοσοκομείου σε μια εποχή όπου η φιλανθρωπία υποκαθιστούσε κυριολεκτικά την κρατική κοινωνική πολιτική.
Έτσι, στα τέλη του 1884 ο δήμαρχος Ιωάννης Καρτάλης πρότεινε να αναγραφεί στον προϋπολογισμό του επόμενου έτους το ποσό των 10.000 δρχ για την ανέγερση νοσοκομείου σε οικόπεδο του δήμου, καθώς ο πληθυσμός του Βόλου συνεχώς αυξάνονταν και η δημιουργία ενός πολιτικού νοσοκομείου αποτελούσε πλέον επιτακτική ανάγκη.
Η πρόταση του δημοτικού συμβουλίου για την ανέγερση πολιτικού νοσοκομείου έγινε τελικά δεκτή από τη βουλή και έτσι στις 19 Μαίου του 1885 εκδόθηκε βασιλικό διάταγμα, με το οποίο αποφασίστηκε η μετατροπή του κανονισμού του αδελφάτου.
Το αδελφάτο στο εξής ανέλαβε μια σειρά από αρμοδιότητες, όπως την αναζήτηση κτιρίου όπου θα στέγαζε το νοσοκομείο, την εύρεση του απαραίτητου εξοπλισμού για το νοσοκομείο, το διορισμό προσωπικού, καθώς και τη μέριμνα για την οργάνωση, τη συντήρηση, την επέκταση και την ορθή λειτουργία του νοσοκομείου.
Το 1885 το νοσοκομείο βρίσκεται στην αρχή της λειτουργίας του και έχει να αντιμετωπίσει πολλά προβλήματα, οικονομικής κυρίως φύσεως. Το θέμα της συντήρησης του νοσοκομείου αποτελούσε το βασικότερο πρόβλημα που απασχολούσε τα μέλη του αδελφάτου, καθώς οι πόροι που διέθεταν ήταν σχεδόν μηδενικοί.
Έτσι, μια πρώτη σκέψη ήταν η αναζήτηση χορηγιών από ομογενείς του Καϊρου, της Κωνσταντινούπολης, της Σμύρνης και της Ρουμανίας. Η ανταπόκριση τελικά υπήρξε θετική και ο θεσμός της χορηγίας έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξελικτική πορεία του νοσοκομείου.
Από το τέλος του 1899, την προεδρία του αδελφάτου ανέλαβε ο Νικόλαος Γεωργιάδης. Ο Γεωργιάδης αποτελούσε μια πολύπλευρη προσωπικότητα. Ο ίδιος γιατρός στο επάγγελμα και με σπουδές στο εξωτερικό, έπαιξε με την πολυσχιδή δράση του καθοριστικό ρόλο στην πορεία της πόλης και του νοσοκομείου.
Επί δημαρχίας του έγιναν πάρα πολλά αξιόλογα έργα υποδομής στο Βόλο, ενώ όσον αφορά το νοσοκομείο όνειρό του ήταν η δημιουργία ενός σύγχρονου, με όλα τα μέσα, νοσοκομείου που θα κάλυπτε τις συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες της πόλης.
Έτσι, στις 15 Οκτωβρίου του 1900, με τη χορηγία των ευπατρίδων Κων/νου και Νικολάου Αχιλλοπούλου, στη μνήμη του πατέρα τους Ευάγγελου, θεμελιώθηκε το πρώτο νοσοκομείο σε οικόπεδο που επιλέχθηκε στη τοποθεσία του Αναύρου. Τη μεγάλη αυτή δωρεά των αδερφών Αχιλλοπούλου αποδέχθηκε με ευγνωμοσύνη το διοικητικό συμβούλιο της αδελφότητας και εξέδωσε ψήφισμα, σύμφωνα με το οποίο το νοσοκομείο θα είχε την επωνυμία Αχιλλοπούλειο.
Το κτίριο άρχισε να κατασκευάζεται στη σημερινή του θέση, με πρόσοψη προς τη θάλασσα, αλλά και προς την οδό Πολυμέρη. Το νοσοκομείο αποτελούσε ένα από τα μεγαλύτερα κτίρια στην Ελλάδα και ήταν το δεύτερο σε μέγεθος νοσοκομειακό ίδρυμα, μετά το Ευαγγελισμό των Αθηνών.
Το κτίριο ήταν λιθόκτιστο και με ξύλινες στέγες, οι οποίες ήταν καλυμμένες με κεραμίδια βυζαντινού τύπου. Η κύρια κατασκευή αναπτύσσονταν σε δύο στάθμες, το ημιυπόγειο και το ισόγειο και είχε σχεδιαστεί σε αυστηρά νεοκλασικό ρυθμό.
Η κάτοψη ακολουθούσε την τυπική διάταξη των πολιτικών νοσοκομείων και οργανώνονταν σε δύο ξεχωριστές πτέρυγες. Στο κεντρικό χώρο του κτιρίου η οργάνωση ήταν απλή και σχηματίζονταν από δύο προθάλαμους, έναν για κάθε είσοδο. Στο ισόγειο του κεντρικού πυρήνα υπήρχε η διεύθυνση του νοσοκομείου, η αίθουσα του συμβουλίου, το χειρουργείο και το φαρμακείο, ενώ στο ημιυπόγειο υπήρχε το μαγειρείο και τα δωμάτια προσωπικού. Γενικά η οργάνωση των κατόψεων και η διαμόρφωση των όψεων του κτιρίου ακολουθούσαν τις αρχές της απόλυτης συμμετρίας, ενώ ήταν παράλληλα και απόλυτα συμμετρικά ως προς τον κεντρικό κατακόρυφο άξονα συμμετρίας του κτιρίου.
Παρά το μεγάλο αριθμό των δωρεών, το νοσοκομείο συντηρούνταν κυρίως αό ετήσιες χορηγίες του δήμου Παγασών. Εκείνη την περίοδο λοιπόν τέθηκε η πρόταση μετατροπής του νοσοκομείου σε δημοτικό ίδρυμα. Κατά τη γενική συνέλευση που έγινε στις 16 Απριλίου 1908, υπό την προεδρία του δημάρχου Ιωάννη Καρτάλη, η πρόταση, παρά τις κάποιες αντιδράσεις, έγινε δεκτή.
Από τότε το νοσοκομείο, με τη βοήθεια κάποιων χορηγιών από ευγενείς συμπολίτες Πηλιορίτες ή ομογενείς Αιγύπτιους, λειτουργούσε κανονικά και μπορούσε να ανταπεξέλθει στις ανάγκες του.
Η κοινωνική προσφορά του νοσοκομείου υπήρξε μεγάλη, ιδιαίτερα στις αρχές του 1920, όταν ο Βόλος δέχθηκε ένα τεράστιο αριθμό προσφύγων, ήταν λογικό να δημιουργηθούν κίνδυνοι για τη δημόσια υγεία, κίνδυνοι τους οποίους το νοσοκομείο καλούνταν να αντιμετωπίσει.
Εκτός απ’ την εγκατάσταση των προσφύγων το καλοκαίρι του 1921, έχουμε την εγκατάσταση στην Ελλάδα ενός μεγάλου αριθμού Ρώσων στρατιωτικών από τη νότια Ρωσία, που ήρθαν στη χώρα μας ύστερα από μια αποτυχημένη εκστρατεία που έλαβε χώρα στην Ουκρανία. Μετά την αποτυχία των συμμάχων, οι Ρώσοι αποχώρησαν και αρκετοί εγκαταστάθηκαν σε σκηνές στην περιοχή του Ξηρόκαμπου, όπου οι άσχημες συνθήκες διαβίωσης εκεί προκάλεσαν νέες ασθένειες και καινούριους κινδύνους για τη δημόσια υγεία.
Για να αντιμετωπίσει αυτές τις ανάγκες το αδελφάτο αποφάσισε την πρόσληψη για τέσσερις μήνες έκτακτου προσωπικού, το οποίο θα ανταποκρίνονταν στις ανάγκες των Ρώσων ασθενών.
Το 1922 έχουμε και την εγκατάσταση στην πόλη του Βόλου των προσφύγων της Μ. Ασίας, εγκατάσταση που προκάλεσε με τη σειρά της καινούρια προβλήματα, που καλούνταν κάθε φορά το νοσοκομείο του Βόλου να αντιμετωπίσει.
Εκτός από την εγκατάσταση των προσφύγων και άλλων πληθυσμών, το νοσοκομείο του Βόλου είχε να αντιμετωπίσει και τις δύσκολες καταστάσεις που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια των πολέμων. Με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου το νοσοκομείο διέκοψε τη νοσηλευτική του δράση για τους άπορους κατοίκους της περιοχής, καθώς δημιουργήθηκαν νέες σοβαρότερες ανάγκες, όπως ήταν η νοσηλεία των τραυματισμένων στρατιωτών. Έτσι το δημοτικό νοσοκομείο μεταφέρθηκε στο οίκημα Περβανά και το Αχιλλοπούλειο φιλοξενούσε το δεύτερο στρατιωτικό νοσοκομείο της περιοχής.
Με την εισβολή των Γερμανών τον Απρίλιο του 1941, έχουμε την επιστροφή του δημοτικού νοσοκομείου από το κτίριο Περβανά όπου στεγάζονταν, στο Αχιλλοπούλειο, το οποίο έπαψε πλέον να λειτουργεί ως δεύτερο στρατιωτικό νοσοκομείο και έτσι στις 16 Μαΐου του 1941, το νοσοκομείο λειτουργούσε και πάλι όπως ήταν.
Στα μαύρα χρόνια της κατοχής, εκεί όπου τα σημάδια της ανθρώπινης αθλιότητας ήταν πανταχού παρόντα, το νοσοκομείο έδωσε και πάλι το παρόν, λειτουργώντας για άλλη μια φορά δυναμικά και πάλι δίπλα στο πλευρό των πολιτών. Η πρωτοχρονιά του 1942 βρίσκει την πόλη του Βόλου ρημαγμένη, καθώς η φυματίωση σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά της, οι μαυραγορίτες οργιάζουν, ο πληθωρισμός λειτουργεί ανεξέλεγκτα, τα φαρμακεία δεν υπάρχουν και ο κόσμος πεθαίνει καθημερινά. Οι κατακτητές επιθυμούν οι οίκοι ανοχής να παραμείνουν ανοιχτοί με συνέπεια την εξάπλωση αφροδίσιων νοσημάτων, καθώς λείπουν τα απαραίτητα φάρμακα. Το δημοτικό νοσοκομείο για να αντιμετωπίσει αυτή την κατάσταση, διαθέτει μια αίθουσα με τρεις κλίνες αρχικά, για τις γυναίκες ελεύθερων ηθών που έπασχαν από αφροδίσια νοσήματα.
Ακολουθεί το 1944 ο εμφύλιος πόλεμος που έμελλε να κρατήσει εμπόλεμη την Ελλάδα ως το 1949. Οι ανάγκες και τα ελλείμματα της Ελλάδας είναι πολλά και η οικονομική δυσπραγία κυριαρχεί σε όλους τους τομείς. Η πόλη είναι κατεστραμμένη από το βομβαρδισμό και δε λειτουργεί τίποτα. Το νοσοκομείο εξακολουθεί να προσφέρει βοήθεια στις άπορες κοινωνικές τάξεις και σε πολλούς τραυματισμένους του ΕΛΑΣ οι οποίοι βρίσκονται σε άθλια κατάσταση και προέρχονται από το διαλυμένο στρατιωτικό νοσοκομείο της Λάρισας.
Στις αρχές του 1950, το κράτος αρχίζει να αναδιοργανώνεται και να κλείνει τις πληγές που άφησε πίσω του η ξενική κατοχή και ο εμφύλιος. Το νοσοκομείο, έχοντας περάσει όλες αυτές τις περιπέτειες και τους αγώνες, συνεχίζει να προσφέρει εγκάρδια τις υπηρεσίες του στην τοπική κοινωνία.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’50, με βασιλικό διάταγμα της 28ης Απριλίου, καταργείται η Φιλελεήμων αδελφότητα και το ίδρυμα γίνεται κρατικό, ανήκοντας πλέον στο υπουργείο κοινωνικής πρόνοιας και υγείας.
Η μετατροπή αυτή συνέπεσε με τους καταστροφικούς σεισμούς το ’55, που μετέτρεψαν την πόλη του Βόλου σε πόλη ερείπιο. Νέα προβλήματα και νέες ανάγκες δημιουργήθηκαν, καθώς οι άνθρωποι βρέθηκαν από τη μια μέρα στην άλλη να ζούνε σε σκηνές. Το νοσοκομείο συνέχισε να λειτουργεί για να αντιμετωπίσει τις νέες καταστάσεις που προέκυπταν κάθε φορά και να δίνει πάντα με το δυναμικό του ρόλο το παρόν.
Η κοινωνική προσφορά του νοσοκομείου ήταν μεγάλη, κυρίως στις δύσκολες εποχές, όπως ήταν η μικρασιατική καταστροφή, η γερμανική κατοχή, ο εμφύλιος πόλεμος και οι σεισμοί του ’55.
Το νοσοκομείο κατάφερε να φέρει εις πέρας το έργο του, χάρη στο καταξιωμένο ιατρικό προσωπικό, που αποτελούνταν από γιατρούς με γνώσεις και υψηλό συναίσθημα ευθύνης, οι οποίοι παρά τα πενιχρά μέσα της εποχής που διέθεταν, εργάστηκαν υποδειγματικά με ευσυνειδησία και αυταπάρνηση, προσφέρονταν απλόχερα τις υπηρεσίες τους στην τοπική (και όχι μόνο) κοινωνία του Βόλου.


Βιβλιογραφία:
Το Αχιλλοπούλειο Νοσοκομείο Βόλου, Επιμέλεια έκδοσης: Αννίτα Πράσσα, Χαράλαμπος Σκουλάκης, Φίλοι Νοσοκομείου Βόλου, Βόλος, 2007

Το κάστρο της Νταμούχαρης


Η Νταμούχαρη, μια από τις ωραιότερες παραλίες του ανατολικού Πηλίου, που διατηρεί σχεδόν αψεγάδιαστη την άγρια παρθένα ομορφιά της, αποτελούσε εδώ και αιώνες ένα μοναδικό φυσικό λιμάνι και την πρώτη σκάλα της περιοχής, που παρείχε στο παρελθόν ασφάλεια στους κατοίκους του ανατολικού Πηλίου, ιδιαίτερα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.
Ο κόρφος της Νταμούχαρης χωρίζεται σε δύο μικρότερους κόρφους, τους γνωστούς δίδυμους κόρφους της περιοχής, σχηματίζοντας δύο φυσικές αγκαλιές: την παλιά, η οποία είναι μεγαλύτερη και την καινούρια, όπου υπάρχει και η αντίστοιχη παραλία. Ο λόφος που σχηματίζεται μεταξύ των δύο κόρφων της Νταμούχαρης δεν είναι τίποτα άλλο από μία κακοτράχηλη, βραχώδη γλώσσα, πάνω στην οποία βρίσκονται τα κατάλοιπα του παλιού κάστρου.
Στην περιοχή της Νταμούχαρης δεν έχουν γίνει οι απαραίτητες ιστορικές και αρχαιολογικές έρευνες, οι οποίες θα μπορούσαν να βοηθήσουν να σχηματίσουμε έστω μια αδρή εικόνα για την ιστορία του κάστρου. Κατά το παρελθόν έχουμε μαρτυρίες, από διάφορους μελετητές, οι οποίοι πλησίασαν στην περιοχή, αλλά ποτέ δεν έφτασαν στο λόφο του κάστρου.
Ο Κορδάτος είχε δώσει κάποια στοιχεία για την τοποθεσία, αλλά είναι φανερό από τις αντιφάσεις του πως ποτέ δεν επισκέφτηκε το λόφο. Ο Γάλλος περιηγητής Meziere, ο οποίος είχε γυρίσει όλο το Πήλιο, από το 1850, όπως ο ίδιος ομολογεί δεν επισκέφτηκε το κάστρο λόγω κάποιας αδιαθεσίας που ένιωθε εκείνη την περίοδο. Τέλος, ο Αρβανιτόπουλος είχε επισκεφτεί στις αρχές του αιώνα το γειτονικό κάστρο της Καραβοστασίας, αλλά όπως ο ίδιος δήλωσε δεν επισκέφτηκε ποτέ το κέντρο της Νταμούχαρης.
Κατά το παρελθόν πολλοί επίσης λόγιοι και μελετητές δε δίστασαν να συνδέσουν τη συγκεκριμένη τοποθεσία με κάποια αρχαία μαγνητική πόλη, χωρίς οι ίδιοι να έχουν ποτέ επισκεφτεί το λόφο και χωρίς να έχει γίνει η αντίστοιχη αρχαιολογική έρευνα όπου θα έδινε και τα απαιτούμενα τεκμήρια.
Στο λόφο του κάστρου δεν έχουν διαπιστωθεί κατά το παρελθόν αξιόλογα επιφανειακά τεκμήρια, κάτι που κάνει πολύ δύσκολη την απόπειρα ταύτισης του κάστρου με κάποιον αρχαίο οικισμό. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την απουσία κάθε αρχαιολογικής μελέτης και έρευνας, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε σχετικά με την ταυτότητα του κάστρου και το ρόλο που αυτό είχε στην ευρύτερη περιοχή.
Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες του μελετητή Κώστα Λιάπη, το κάστρο δε φαίνεται να έχει καμία σχέση με την αρχαιότητα και στην περιοχή αυτή δεν αντιστοιχεί καμία αρχαία πόλη της Μαγνησίας. Το κάστρο πιθανότατα χρονολογείται στα υστεροβυζαντινά χρόνια, καθώς αποτελεί ένα τυπικό βυζαντινό οχυρό, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιήθηκε και από τους Βενετσιάνους, όταν αυτοί εκμεταλλεύτηκαν το λιμάνι της Νταμούχαρης για κάποιο χρονικό διάστημα. Το κάστρο χρησιμοποιήθηκε επίσης και από τους ντόπιους κατοίκους της περιοχής, όσο καιρό αυτοί ήταν εγκατεστημένοι στην παραλία της Νταμούχαρης, καθώς τους προσέφερε προστασία από τους πειρατές.
Από τις αρχές του περασμένου αιώνα το λιμάνι της Νταμούχαρης απέκτησε μεγάλη εμποροναυτική ακμή, η οποία συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια του ίδιου αιώνα. Πλήθος μαγαζιών και αποθηκών, καθώς και η ύπαρξη ενός τούρκικου τελωνείου, τα οποία σώζονται ακόμη, αποτελούν μάρτυρες της οικονομικής δύναμης εκείνης της εποχής.
Τον 11ο αιώνα, σύμφωνα με τον Κώστα Λιάπη, το κάστρο της Νταμούχαρης πρέπει να βρίσκονταν σε πλήρη λειτουργία και να προστάτευε τους καλόγηρους και τους «προκαθήμενους» του παλαιότερου μοναστηριού, που ήταν αφιερωμένο στον προστάτη των ναυτικών Άγιο Νικόλαο. Η μονή πρέπει να κτίστηκε ή να ανακαινίστηκε το 1744 (σύμφωνα με κτητορική επιγραφή, από την οποία δεν καταλαβαίνουμε αν η χρονολογία αφορά το χρόνο ανακαίνισης της μονής ή το χρόνο ίδρυσής της) και πλουτίστηκε τις αρχές του 19ου αιώνα με υπέροχες αγιογραφίες που έγιναν με δαπάνες των κατοίκων της περιοχής.
Σήμερα στο ψηλό λόφο της Νταμούχαρης μπορεί κανείς να διακρίνει τα λιγοστά απομεινάρια του κάστρου, που αποτελούν μάρτυρες ενός παρελθόντος που δε γνωρίζουμε ακριβώς. Τα τείχη που περιστοιχίζουν το στρόγγυλο και βραχώδη λόφο του κάστρου είναι ακόμη διακριτά. Στον εσωτερικό περίβολο του κάστρου υπάρχουν κτίσματα και καινούριες επεμβάσεις του περασμένου αιώνα, που δεν έχουν καμία σχέση με την αρχική λειτουργία του οχυρού. Στη Β.Δ. πλευρά και από την πλευρά του λιμανιού της καινούριας Νταμούχαρης, υπάρχει ένα όρθιο κτίσμα και δίπλα του υψώνονται τα ερείπια ενός παλιότερου κτίσματος, του τούρκικου τελωνείου. Τέλος, στην κορυφή του λόφου υψώνονται τα ερείπια και ενός τρίτου κτίσματος.
Στο κέντρο της δυτικής πλευράς του κάστρου, όπου τα τείχη υψώνονται σε πολύ καλή κατάσταση σώζεται κολλημένη σ’αυτά, η παλιά υδατοδεξαμενή του κάστρου σε σχήμα ορθογώνιου παραλληλεπίπεδου με διαστάσεις 4 μήκος και ύψος και 2 πλάτος.
Η έκταση στο εσωτερικό του κάστρου είναι καλυμμένη σήμερα με ελιές και πουρνάρια. Εκτός από τα τείχη που είναι διακριτά, είναι ακόμη εμφανείς η δυτική πλευρά του κάστρου, η νοτιοδυτική γωνία του, καθώς και η δεξαμενή του.
Τα τείχη είναι κτισμένα με άνισες ακανόνιστες πέτρες, λαξευμένες με ιδιαίτερη τέχνη και φροντίδα. Η μέθοδος κτισίματος που χρησιμοποιήθηκε είναι η μέθοδος της αργολιθοδομής, όπου ασβεστοκονίαμα ανακατεμένο με θραύσματα κεραμιδιού έχουν χρησιμοποιηθεί ως υλικό συνδέσμου.
Η άγνωστη ζωή του και ιστορία του κάστρου αντανακλώνται στις λίγες τοπικές παραδόσεις των κατοίκων της περιοχής, που αντικατοπτρίζουν κάποιες φορές μερικές αλήθειες. Το κάστρο της Νταμούχαρης δεν αποτελεί απλά ένα κομμάτι του μακρινού παρελθόντος, αλλά ένα ισχυρό οχυρό που κάποτε έζησε ένδοξες στιγμές. Αν και η φθορά του χρόνου είναι μεγάλη, τα απομεινάρια του κάστρου στέκουν εκεί διατηρώντας την επιβλητικότητα και την αγέρωχη έκφρασή τους, έτοιμα να μας διηγηθούν τη δική τους μοναδική ιστορία και να μας ταξιδέψουν σε άλλους καιρούς και άλλες εποχές.


Βιβλιογραφία

Κώστας Λιάπης, «Το κάστρο της Νταμούχαρης», ΑΡΧΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ – ΤΟΜΟΣ 11, Βόλος (1995), σελ. 173-190

Τετάρτη 5 Μαΐου 2010

Τα ψάρια της Κάρλας



Η Κάρλα πριν την αποξήρανσή της, αποτελούσε ένα πολύ σημαντικό υγρότοπο, ο οποίος φιλοξενούσε μια μεγάλη ποικιλία από ανθρώπινες δραστηριότητες. Η Κάρλα με τα άφθονα ψάρια της, υπήρξε ο χώρος όπου αναπτύχθηκε ένας μοναδικός τρόπος ζωής των ανθρώπων που επί αιώνες ψάρευαν στα νερά της. Οι Καναλιώτες, κυρίως, ψαράδες αποτελούσαν μια οργανωμένη κοινωνία ψαράδων που διαιώνισαν αυτόν τον τρόπο ζωής, από πατέρα σε γιο, ως την αποξήρανση της λίμνης το 1962.
Η λίμνη διέθετε τρεις ιχθυόσκαλες. Η μεγαλύτερη ονομάζονταν αποβάθρα και βρίσκονταν στην Πέτρα. Στην αποβάθρα γίνονταν η διακίνηση των ψαριών, τα οποία έφταναν ως και δεκαπέντε τόνους τη μέρα. Η δεύτερη ιχθυόσκαλα ονομάζονταν Αερανή και βρίσκονταν κοντά στον Άγιο Νικόλαο και η τρίτη, που ονομάζονταν παλαιόσκαλα, βρίσκονταν ανάμεσα στα Κανάλια και το Καλαμάκι.
Στη σκάλα συγκεντρώνονταν κάθε πρωί μικροπωλητές και έμποροι απ’όλη τη Θεσσαλία για να συμμετέχουν στην πώληση των ψαριών. Τα περιζήτητα ψάρια της λίμνης πωλούνταν και στο παζάρι και των Καναλίων, ενώ το μεγάλο εμπόριο των ψαριών έφτανε ως τη Φθιώτιδα, την Ήπειρο και τη Βουλγαρία.
Οι ψαράδες της λίμνης ζούσαν για εννιά περίπου μήνες σε καλύβες δίπλα στο νερό. Ο λιμναίος αυτός οικισμός αποτελούνταν από εκατό περίπου καλύβες και ήταν ανδροκρατούμενος. Η οργανωμένη κοινότητα των ψαράδων είχε αναπτύξει δικούς της τρόπους ψαρέματος στη λίμνη. Χρησιμοποιούσαν κυρίως το δίχτυ, το οποίο έπλεκαν οι γυναίκες των ψαράδων, τις ψαροπαγίδες από καλάμια που έπλεκαν οι ίδιοι, καθώς και κοντάρια.
Η ιχθυοπαραγωγή της Κάρλας ήταν μεγάλη και επέφερε ένα πολύ σημαντικό εισόδημα. Η λίμνη διέθετε μια τεράστια ποικιλία ψαριών, με πιο γνωστά τον κυπρίνο και την πεταλούδα,, που ξεχώριζαν από τα μεγάλα στρόγγυλα λέπια τους και το έντονο χρυσαφί τους χρώμα,
Πιο αναλυτικά, τα ψάρια της λίμνης ήταν τα εξής:

1) τσιρώνι (Rutilus Rutilus), γνωστό και ως ασπροπλατίτσα, με χρυσαφί χρώμα και κόκκινα πτερύγια, που μπορούσε να φτάσει στην καλύτερη περίπτωση τα 40 εκατοστά μήκος και βάρος το 1 κιλό.


2) Ο κοκκινομάτης ή κοκκινοφτέρα (scerdinius), όπου συγγένευε με το τσιρώνι, με τη μόνη διαφορά ότι τα μάτια αυτού του ψαριού είχαν μια πιο ερυθρή απόχρωση. Το ψάρι ήταν γνωστό και ως καραπλατίτσα και αλιεύονταν σε μεγάλες ποσότητες.


3) Ο κέφαλος (Lenciscus cephalus), που συγγένευε με τον κέφαλο της θάλασσας με βασικές διαφορές ότι ήταν πιο μεγαλόσωμος, είχε πιο στρογγυλά λέπια και το χρώμα του είχε μια ήπια χρυσαφί απόχρωση. Το ψάρι αυτό αλιεύονταν σε επίσης μεγάλες ποσότητες και ζύγιζε μέχρι και 2 κιλά.



4) Το μπιζί (allurnus alburnus), που στην τοπική ονομασία ήταν γνωστό ως πράσινη σαρδέλα, λόγω της πράσινης ρίγας που έφερε το σώμα του. Το ψάρι αυτό είχε το μέγεθος μιας κοινής σαρδέλας. Τα τελευταία χρόνια η ποσότητα του είδους αυτού του ψαριού είχε μειωθεί αρκετά.


5) Ο γωβιός (gobio gobio) γνωστός ως χρυσίσκος, ήταν ένα μικρό ψάρι λίγων εκατοστών, που συγγένευε με το γωβιό της θάλασσας. Το ψάρι αυτό αλιεύονταν σε πολύ μικρές ποσότητες, χωρίς καμία εμπορική αξία.


6) Η ταινία (colitis taenia) γνωστό στην τοπική κοινωνία και ως φιδόψαρο, ήταν ένα μικροσκοπικό ψάρι που έφερε μουστάκια στο στόμα του και καφέ κηλίδες γύρω από το σώμα του.





7) Το mosquito fish, γνωστό ως κουνουπόψαρο, ήταν ένα επίσης μικροσκοπικό ψάρι, που τρέφονταν με κουνούπια και προνύμφες κουνουπιών. Βασικό χαρακτηριστικό των κουνουπόψαρων αποτελούσε η μαύρη κηλίδα που έφεραν στην κοιλιά τους.




8) Ο κυπρίνος (cyprinus caprio). Το ψάρι αυτό στην τοπική κοινωνία ήταν γνωστό ως σαζάνι ή γριβάδι. Ήταν ένα μεγάλο ψάρι με χρυσαφί χρώμα και στρόγγυλα λέπια, που φτάνει σε μήκος το 1 μέτρο και σε βάρος έως 25 κιλά. Διέφερε από την πεταλούδα, γιατί έφερε μουστάκια στις άκρες του στόματός του. Ο κυπρίνος αποτελούσε το πιο γνωστό ψάρι της λίμνης και αλιεύονταν σε τεράστιες ποσότητες, λόγω της εύγεστης γλυκιάς σάρκας του.



9) Η πεταλούδα (carasius carasius) γνωστό και ως μεγάλο χρυσόψαρο, έμοιαζε πολύ με τον κυπρίνο, μόνο που το σώμα της ήταν πιο πιεσμένο πλευρικά. Η πεταλούδα μπορούσε να φτάσει τα 40-45 εκατοστά σε μήκος και είχε βάρος έως 3 κιλά. Όπως το γριβάδι, έτσι και η πεταλούδα αλιεύονταν σε πολύ μεγάλες ποσότητες.



10) Το χέλι (anquilla anquilla), το οποίο τα τελευταία χρόνια, λίγο πριν από την αποξήρανση της λίμνης, είχε σχεδόν εξαφανιστεί.



Τα ψάρια της λίμνης ήταν πολύ νόστιμα και μαγειρεύονταν με πολλούς τρόπους. Πολύ γνωστά εδέσματα αποτελούσαν οι ψαρόπιτες και τα καρλιόψωμα. Τόσο μεγάλη ήταν η νοστιμιά των ψαριών της Κάρλας, ώστε ακόμη και οι Κεραμιδιώτες και οι Ζαγοριανοί, που αν και ζούσαν σε παραθαλάσσια χωριά, τα προτιμούσαν και τα αγόραζαν.
Με την αποξήρανση της λίμνης τα περισσότερα ψάρια πέθαναν, καθώς το νερό της μεταφέρθηκε μέσω μιας σήραγγας στον Παγασητικό. Κάποια από τα ψάρια κατάφεραν να επιβιώσουν στους ελάχιστους νερόλακους που είχαν απομείνει στην περιοχή της πρώην λίμνης, ενώ κάποια άλλα βρήκαν τραγικό θάνατο στα μολυσμένα από βιομηχανικά απόβλητα και φυτοφάρμακα κανάλια. Ο γόνος όμως των ψαριών κατάφερε να διατηρηθεί όλα αυτά τα χρόνια, μέχρι και σήμερα, όπου έγινε η ανασύσταση και η επαναδημιουργία της νέας λίμνης.
Το χρυσάφι της Κάρλας ήταν ουσιαστικά τα ψάρια της, τα οποία κατά τη διάρκεια της κατοχής έσωσαν κυριολεκτικά ζωές. Ο άνθρωπος πλήγωσε με τον χειρότερο τρόπο αυτόν τον μοναδικό θησαυρό που κάποτε ζούσε από εκείνον. Ας ελπίσουμε κάποια μέρα αυτός ο θησαυρός, τα καρλίσια ή καρλιώτικα ψάρια, να ξαναδημιουργηθεί και να επιστρέψει στον τόπο που γεννήθηκε, στη λίμνη Κάρλα.

Παρασκευή 16 Απριλίου 2010

Η αμφιπρόσωπη εικόνα της Καστοριάς και η σχέση της με το πάθος του Χριστού


Η συγκεκριμένη εικόνα προέρχεται από την Καστοριά και φιλοξενείται στο Βυζαντινό μουσείο της πόλης. Στην εμπρόσθια όψη της εικόνας απεικονίζεται η Παναγία βρεφοκρατούσα και στην οπίσθια, η Άκρα ταπείνωση.
Η εικόνα είναι ζωγραφισμένη με την τεχνική της αυγοτέμπερας σε ξύλο και έχει διαστάσεις 115 x 77 εκ. Η εμπρόσθια όψη παρουσιάζει την Παναγία βρεφοκρατούσα σε προτομή, να κρατά με το αριστερό χέρι της το Χριστό και το δεξί να το φέρει μπροστά στο στήθος της. Ο Χριστός, ο οποίος παριστάνεται ως μικρό παιδί, αλλά με έκφραση ώριμου άνδρα, με το αριστερό χέρι κρατάει ειλητάριο και με το δεξί ευλογεί. Η Παναγία απεικονίζεται με έκφραση θλίψης, η οποία αποδίδεται από τις βαθιές ρυτίδες πόνου ανάμεσα στα φρύδια της. Στο επάνω μέρος της εικόνας αριστερά και δεξιά εικονίζονται δύο μικροσκοπικοί άγγελοι που σεβίζουν.
Στην οπίσθια όψη απεικονίζεται ο Χριστός στον τύπο της Άκρας ταπείνωσης. Είναι ζωγραφισμένος σε προτομή, με τα μάτια κλειστά και το κεφάλι γερμένο προς το δεξιό ώμο. Ακριβώς πίσω του βρίσκεται τοποθετημένος ο σταυρός του μαρτυρίου, από τον οποίο διακρίνεται η απόληξη της κατακόρυφης, καθώς δεξιά κεραία. Πάνω από την απόληξη υπάρχει η κεφαλαιογράμματη επιγραφή [ΒΑC]ΙΛΕΥC ΤΗC ΔΟΞΗC, ενώ δεξιά και αριστερά από την κατακόρυφη κεραία του σταυρού αναγράφονται οι βραχυγραφίες ΙΗC(ΟΥ)C Χ(ΡΙCΤΟ)C.
Στο κάτω μέρος της εικόνας υπάρχουν εγκοπές για την τοποθέτησή της σε κοντάρι, κάτι που δείχνει ότι δεν έχουμε να κάνουμε με μια απλή εικόνα, αλλά με μια εικόνα λιτανείας. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το θέμα των δύο όψεων της εικόνας, οδήγησε στη σύνδεσή της με την ακολουθία των Παθών κατά την Μεγάλη Παρασκευή.
Στην εμπρόσθια όψη αξίζει να σταθούμε στην κατεύθυνση του βλέμματος και της έκφρασης της Παναγίας, η οποία αποπνέει οδύνη. Το νεανικό της πρόσωπο έρχεται σε αντίθεση με το βαθιά αυλακωμένο από ρυτίδες μέτωπό της, αλλά και με τη γαλήνια έκφραση του θείου βρέφους. Τα στοιχεία αυτά δε θα μπορούσαν να ερμηνευτούν παρά σε συνδυασμό με την απεικόνιση της οπίσθιας όψης με το νεκρό Χριστό. Η Παναγία δηλαδή είναι θλιμμένη γιατί προαισθάνεται το μέλλον του γιου της, το Πάθος, τη Σταύρωση και τη Ταφή του.
Στην οπίσθια όψη ο Χριστός παρουσιάζεται όρθιος αλλά νεκρός και μέσα στην Άκρα ταπείνωση και μοναξιά χαρακτηρίζεται ως Βασιλεύς της Δόξης, κάτι που σημαίνει ότι στη συγκεκριμένη εικόνα έχουμε να κάνουμε με το Χριστό μεταξύ Σταύρωσης και Ανάστασης. Στη σκηνή της Άκρας ταπείνωσης παρουσιάζεται ο θάνατος του Χριστού, αλλά πρόκειται στην ουσία για το θάνατο της ανθρώπινης φύσης του Χριστού και την απελευθέρωση της θεϊκής του διάστασης. Έχουμε να κάνουμε δηλαδή, με μια συνθετική εικόνα που το νοηματικό της περιεχόμενο περικλείει τόσο τη Σταύρωση και τη ταφή, όσο και την Ανάσταση.
Και οι δύο όψεις της εικόνας χρονολογούνται στο τελευταίο τέταρτο του 12ου αιώνα. Τόσο στη βρεφοκρατούσα, όσο και στη σκηνή του Πάθους, εκείνο που κυριαρχεί είναι η διάχυτη έκφραση των συναισθημάτων. Μια έκφραση όπου στην Παναγία αποτυπώνεται στο βλέμμα, ενώ στην Άκρα ταπείνωση αποδίδεται με τις συσπάσεις του προσώπου. Λόγω του θέματός της, αποτελεί μία κατεξοχήν λατρευτική εικόνας της Μεγάλης Παρασκευής, που παρουσιάζει σε εξέλιξη το θείο δράμα, αφού στις μορφές συνοψίζεται το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον: η ενσάρκωση, η Σταύρωση και η Ανάσταση.

Βιβλιογραφία: Belting Hans, “An image and its function in the Liturgy: the man of sorrows in Byzantium”, Dumbarton Oaks Papers, 1980-81, σελ 1-16

Δευτέρα 5 Απριλίου 2010

Αφιέρωμα στη γυναίκα: Η γυναίκα χθες και σήμερα στον κόσμο




«Αλλά πώς να βασιστούμε στις γυναίκες για να φερθούμε με λογική ή για να ανδραγαθήσουμε . . . περιορισμένες όπως είμαστε μέσα στα φτιασίδια μας, μέσα στα κίτρινα κροκάτα φορέματά μας, στην περιποίηση της ομορφιάς μας, στους χιτώνες μας, στα σανδάλια μας;»

(Αριστοφάνης, Λυσιστράτη)



Διαπολιτισμικά, οι άνδρες και οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν στο εσωτερικό ιστό κάθε κοινωνίας πολλές διαφορετικές σημασίες, οι οποίες οργανώνονται μέσα από πρακτικές εμπλοκής των ατόμων ως άνδρες και γυναίκες και ταυτόχρονα προσδιορίζουν τη δράση τους σε ένα οριοθετημένο σύστημα πρακτικών και αξιών, μέσα στο οποίο τα δρώντα υποκείμενα βιώνουν τον εαυτό τους και τον κόσμο.
Το φαινόμενο της ασυμμετρίας στις σχέσεις των φύλων, είναι ένα οικουμενικό φαινόμενο και αντιστοιχεί στην επίσης οικουμενική ασυμμετρία, που υπάρχει ανάμεσα στους χώρους «δημόσιος» και «ιδιωτικός».
Έτσι, οι γυναίκες που αντιπροσωπεύουν το «ιδιωτικό» ή «οικιακό» χώρο, προσδιορίζονται κοινωνικά με γνώμονα την φύση τους και την σχέση που έχουν με τους άντρες ως σύζυγοι, κόρες, μητέρες, κλπ. Στο παρελθόν, η γυναίκα λόγω της ανατομίας της, συνδέονταν με την αναπαραγωγική της λειτουργία, ήταν περισσότερο δέσμια των βιολογικών της χαρακτηριστικών και θεωρούνταν κατώτερη και υποδεέστερη.
Παρακολουθώντας την ανθρώπινη εξέλιξη, παρακολουθούμε ότι στις πρώτες θηρευτικές και συλλεκτικές κοινωνίες που δημιουργήθηκαν, σύμφωνα πάντα με κάποιους μελετητές, η γυναίκα συλλέκτρια προσδιορίζονταν από την σχέση της με τον άντρα. Οι έμφυλες μορφές δράσης και οι έννοιες «ιδιωτικού» και «δημόσιου» ξεκινούν από εδώ.
Οι κατεξοχήν αντρικές δραστηριότητες όπως το κυνήγι, ήταν δραστηριότητες συλλογικές και συνδέονταν με την αναζήτηση και την καταστροφή, σε αντίθεση με τις γυναικείες οικιακές δραστηριότητες, όπως ήταν η φροντίδα των παιδιών η η καλλιέργεια του ρυζιού για παράδειγμα, που ήταν μοναχικές και συνδέονταν με την ρουτίνα. Όμως, οι γυναίκες δεν αναγνωρίζονταν από τους άντρες με βάση την συμβολή τους και την προσφορά τους στην διατροφή της ομάδας, ούτε με βάση τους δεσμούς με τα παιδιά ως μητέρες, αλλά ως σεξουαλικοί σύντροφοι και σύζυγοι.
Έτσι, στις θρησκευτικές και συλλεκτικές κοινωνίες, οι άντρες ορίζονται ως κυνηγοί και αρχηγοί και οι γυναίκες ως σύζυγοι και ερωμένες που καθορίζονται από τους άντρες.
Στην αρχαία Ελλάδα, η γυναίκα θεωρούνταν ανήλικη από την γέννησή της έως και τον θάνατό της, ενώ σε όλη της την ζωή βρισκόταν υπό κηδεμονία. Πριν από τον γάμο, βασικός κηδεμόνας της γυναίκας θεωρούνταν ο πατέρας της ή ο μεγαλύτερος αδερφός της, ενώ μετά τον γάμο την κηδεμονία αναλάμβανε ο σύζυγός της. Σε περίπτωση θανάτου του συζύγου της, την κηδεμονία την είχε ο μεγαλύτερος γιος της και αν δεν υπήρχε γιος, τότε αναλάμβανε ένας από τους κοντινότερους άρρενες συγγενείς.
Για τον Αριστοτέλη, ιδανική ηλικία γάμου, θεωρούνταν για τους άντρες το 37ο έτος της ηλικίας τους και για τις γυναίκες το 18ο, ενώ μοναδικός σκοπός του γάμου ήταν η τεκνοποιία.
Η γυναίκα δεν συμμετείχε σε καμία περίπτωση στην κοινωνική ζωή και διασκέδαση του άντρα της (οι άντρες συνήθως διασκέδαζαν στα συμπόσια με τις εταίρες) ενώ ούτε καν λόγος γίνεται για την συμμετοχή της στα πολιτικά θέματα. Κλεισμένη διαρκώς στον γυναικωνίτη, χωρίς καμία συμμετοχή την κοινωνική ζωή της πόλης και με μοναδικά καθήκοντα, την γέννηση _ ανατροφή των παιδιών και την εκτέλεση των οικιακών εργασιών, η γυναίκα στην αρχαία ελλάδα αντιμετωπίζονταν ως πολίτη δεύτερης κατηγορίας.
Απομονωμένη στον γυναικωνίτη του παλατιού της ή μέσα στο σπίτι της, νομικά απροστάτευτη και κοινωνικά υποδεέστερη, θεωρούνταν και η γυναίκα στο Βυζάντιο. Η γέννηση ενός κοριτσιού σε μια οικογένεια δεν έφερνε ιδιαίτερη χαρά, καθώς αυτό σήμαινε πως το όνομα της οικογένειας δεν θα διαιωνίζονταν. Κύριο μέλημα των γονέων ήταν να διαπαιδαγωγήσουν μια κοπέλα σωστά, έτσι ώστε να γίνει άξια σύζυγος ενός φρόνιμου άντρα.
Όπως στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν εταίρες, έτσι και στο Βυζάντιο υπήρχαν οι Παλλακείες. Οι σύζυγοι, πολλές φορές με την πρόφαση ότι θέλουν να αποκτήσουν παιδιά, στην περίπτωση που αυτό δεν είχε επιτευχθεί με την νόμιμη σύζυγο, έφερναν στο σπίτι τους τις Παλλακείες, στις οποίες ο νόμος εξασφάλιζε κληρονομικά δικαιώματα επί των παιδιών τα οποία θα γεννιόντουσαν.
Στην επανάσταση του 1821-1828, οι ελληνίδες γυναίκες συμμετείχαν στον αγώνα δίπλα στο πλευρό των πολεμιστών (π.χ. Μπουμπουλίνας) κουβαλώντας τρόφιμα και πολεμοφόδια ή μισθώνοντας καράβια, τα οποία τα έθεταν στην υπηρεσία του αγωνιζόμενου λαού.
Με την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, η γυναίκα και πάλι δεν απέκτησε ισότιμη θέση με το άντρα, ενώ η συμμετοχή της στον απελευθερωτικό αγώνα, δεν εκτιμήθηκε δεόντως. Έτσι, η γυναίκα παρέμεινε στην υπηρεσία του νοικοκυριού και της φροντίδας των παιδιών και του συζύγου.
Στον 19ο αιώνα, τα πράγματα για τις γυναίκες παραμένουν ίδια, καθώς ο λειτουργικός κατά φύλα καταμερισμός παρουσίας και δράσης απέδιδε τον «δημόσιο» χώρο της πολιτικής και της οικονομίας, προνομιακά στους άντρες και τον «ιδιωτικό» ή «οικιακό» στις γυναίκες. Την περίοδο εκείνη, ωστόσο, άρχισαν να εμφανίζονται δειλά-δειλά κάποια επαγγέλματα, όπως της δασκάλας, της μεταφράστριας, της ποιήτριας και της συγγραφέως, ιδίως μετά το 1887.
Ο 19ος αιώνας όμως, χαρακτηρίζεται και από την εμφάνιση ενός προοδευτικού και ιδιαίτερα μεταρρυθμιστικού οργανωμένου κινήματος, του φεμινισμού. Το φεμινιστικό κίνημα, δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά, οι συλλογικές προσπάθειες των γυναικών, ώστε να ξεπεράσουν οι ίδιες τα όρια του «ιδιωτικού» χώρου και να εισέλθουν ισότιμα με τον άντρα στον «δημόσιο». Ο φεμινισμός, ως κοινωνικό κίνημα επικεντρώθηκε και εστίασε κυρίως στον περιορισμό και την εξάλειψη κάθε φυλετικής ανισότητας, στην υπεράσπιση και προώθηση των συμφερόντων, των δικαιωμάτων, καθώς και των ευρύτερων γυναικείων ζητημάτων στην κοινωνία.
Έτσι, από το τέλος του 19ου αιώνα, αρχίζει η γυναίκα σε όλο τον κόσμο να εισβάλει στα «αντρικά» επαγγέλματα και στις επιστήμες, να αποκτά δικαιώματα ψήφου και να διεκδικεί θέση στα δημόσια και κυβερνητικά αξιώματα. Χάρη στο φεμινιστικό κίνημα και την βιομηχανική επανάσταση (όπου η τεχνολογική έκρηξη μετατόπισε την γυναίκα από το σπίτι στο εργοστάσιο), η γυναίκα κατάφερε να αποδράσει από τον πυρήνα της οικογένειας και την σφαίρα του «ιδιωτικού χώρου» και να εισέλθει στον χώρο της παραγωγής, της οικονομικής αυτοτέλειας και της επαγγελματικής καταξίωσης.
Περνώντας λοιπόν η γυναίκα στον «δημόσιο» χώρο, ανέλαβε ρόλους παραδοσιακά αντρικούς, όπως η οικονομική στήριξη της οικογένειας, χωρίς βέβαια να της επιτραπεί να εγκαταλείψει τα παλιά της «καθήκοντα»: όπως εκείνα της φροντίδας του σπιτιού και της οικογένειας, με αποτέλεσμα να μιλάμε στην ουσία για μια μονόπλευρη ισότητα.


Είναι σήμερα δεδομένο ότι ο γυναίκες κατάφεραν έπειτα από αγώνες να αποδεσμευτούν από την βιολογική τους αναφορά και έπαψαν έως έναν βαθμό να θεωρούνται υποδεέστερες των αντρών. Γεννιέται όμως το ερώτημα: οι γυναίκες κατάφεραν τελικά να εξαλείψουν εντελώς το οικουμενικό φαινόμενο της ασυμμετρίας στις σχέσεις των φύλων που κυριαρχούσε τόσους αιώνες; Η απάντηση είναι απλή. Αν και βρισκόμαστε στον 21ο αιώνα, οι διακρίσεις σε βάρος των γυναικών εξακολουθούν να υφίστανται και να παραβιάζουν τις αρχές των ίσων δικαιωμάτων και τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Αν και η γυναίκα σήμερα έχει αναγνωριστεί ισάξιο μέλος της πολιτείας, τα κατάλοιπα της ανδροκρατούμενης κοινωνίας είναι ακόμη φανερά.
Η ψυχολογική, οικονομική και σωματική βία που μπορεί να φτάσει στον βιασμό, την σεξουαλική κακοποίηση και κάποιες φορές και στον φόνο, αποτελούν μορφές βίας που υπήρχαν και εξακολουθούν, σε κάποιο βαθμό ακόμη – δυστυχώς όχι αμελητέο – να υπάρχουν.
Η Ελλάδα, σύμφωνα με επιδημιολογικές μελέτες, που πραγματοποιήθηκαν ανά χώρα για κακοποιημένες γυναίκες, κατέχει την 11η θέση, με ποσοστό 6% των γυναικών να ομολογούν, ότι έχουν υποστεί κακοποίηση σε κάποια φάση της ζωής τους. Στις πρώτες θέσεις βρίσκονται η Ιαπωνία, με ποσοστό 70%, και η Τουρκία με ποσοστό 60%, ενώ στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μία στις πέντε γυναίκες έχει υποστεί κατά τη διάρκεια της ζωής της, κάποια μορφή βίας.
Η βία κατά των γυναικών βρίσκεται παντού και πλέον αποτελεί ένα συνηθισμένο φαινόμενο। Σε κάποιες χώρες ωστόσο, αυτή η βία όχι απλά είναι δεδομένη αλλά δικαιολογείται και συγκαλύπτεται από τον σκοταδισμό ορισμένων θρησκειών, όπως στην περίπτωση της θρησκείας του Ισλάμ, που επικαλείται τον Ισλαμικό νόμο για να καλύψει μορφές βίας κατά των γυναικών.
Στο Πακιστάν, οι γυναίκες αποτελούν τα εύκολα θύματα των αντρών, οι οποίοι δρουν ανενόχλητοι χωρίς να τους αγγίζει ποτέ ο νόμος. Κάθε χρόνο, περίπου σαράντα γυναίκες δέχονται επίθεση με βιτριόλι από τους συζύγους, τους πατέρες ή τους εραστές τους για εντελώς ασήμαντους λόγους (π.χ. όταν μια κοπέλα απορρίπτει έναν άντρα). Κάποιες κοπέλες καταφέρνουν να επιβιώσουν και κάποιες όχι, ενώ στην καλύτερη περίπτωση χρειάζονται πολλές και ακριβές πλαστικές αποκατάστασης του προσώπου, που τις περισσότερες φορές δεν επιφέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Έτσι, οι κοπέλες παραμένουν συνήθως φρικτά παραμορφωμένες και βρίσκονται στο περιθώριο σκορπίζοντας τον οίκτο αλλά και τον τρόμο σε όποιον τις αντικρίζει.
Και σε άλλες όμως χώρες, τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Έρευνα στη Νότιο Αφρική, έδειξε ότι ένας στους τέσσερις πολίτες στη χώρα έχει διαπράξει βιασμό! Η έρευνα έδειξε ότι ο βιασμός θεωρείται κάτι το φυσιολογικό σε μια κοινωνία που έχει περάσει χρόνια καταπίεσης. Σύμφωνα με στοιχεία της αστυνομίας, το 2007, βιάστηκαν 36.000 γυναίκες, δηλαδή περίπου 100 την ημέρα. Δυστυχώς, τις περισσότερες φορές τα ψυχολογικά τραύματα και το κοινωνικό στίγμα που επισύρει ο βιασμός, αποθαρρύνουν τις γυναίκες να καταγγείλουν τον βιασμό στις αστυνομικές αρχές.
Η Αφρική είναι ένα «σκοτεινό» σημείο του πλανήτη αναφορικά με τα δικαιώματα της γυναίκας, από πολλές απόψεις. Η φρικιαστική παράδοση του ακρωτηριασμού των γεννητικών οργάνων σε μικρά κορίτσια ή έφηβες δυστυχώς συνεχίζεται, σε χώρες όπως η Νιγηρία και η Ουγκάντα. Ο σαφής υποβιβασμός της γυναίκας τονίζεται από την αφαίρεση του δικαιώματός της να χαίρεται τον έρωτα, μέσα από την απάνθρωπη αυτή τακτική που συνήθως γίνεται ομαδικά και λαμβάνει την μορφή γιορτής-τελετής μύησης στην ενήλικη ζωή. Ο χώρος μπορεί να είναι είτε κάποιο σπίτι, είτε κάποιο ιατρείο, είτε – εφόσον ο ακρωτηριασμός συνδέεται με συγκεκριμένο τελετουργικό – ένα δέντρο ή ένα ποτάμι. Την όλη διαδικασία αναλαμβάνει κατά κύριο λόγο μια μεγάλης ηλικίας γυναίκα, μαία ή παραδοσιακή θεραπεύτρια ή, στην καλύτερη περίπτωση, ένας γιατρός. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν χορηγείται αναισθητικό, ενώ τα μέσα που χρησιμοποιούνται είναι κυρίως σπασμένα γυαλιά, ψαλίδια, τενεκεδάκια και κάθε λογής κοφτερά αντικείμενα. Για το ράψιμο των ακρωτηριασμένων περιοχών επιστρατεύονται αγκάθια και βελόνες και για την επούλωση των τραυμάτων χρησιμοποιούνται ορισμένα αντισηπτικά που δεν είναι τίποτε άλλο παρά παραδοσιακές αλοιφές από βότανα, γάλα, αυγά, στάχτη και κοπριά.
Και ενώ στη Νότιο Αφρική οι άντρες βιάζουν και μένουν ατιμώρητοι ενώ οι γιατροί ακρωτηριάζουν γυναικεία γεννητικά όργανα, στο Ιράν οι γυναίκες μόλις διαπράξουν μια απλή μοιχεία καταδικάζονται σε θάνατο δια λιθοβολισμού. Στις γυναίκες αυτής της χώρας, επιβάλλονται δυσανάλογες ποινές καθώς ο νόμος και τα δικαστήρια δεν τις αντιμετωπίζουν ισόνομα σε σχέση με τους άντρες. Καθίστανται έτσι ευάλωτες σε άδικες δίκες γιατί υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να είναι αγράμματες σε σχέση με τους άντρες και είναι πολύ εύκολο να υποπέσουν σε διάφορες παγίδες και να υπογράψουν ομολογίες για εγκλήματα που ποτέ δεν διέπραξαν. Ο ποινικός κώδικας που επιβάλλει την εκτέλεση δια του λιθοβολισμού, θεωρείται ιδιαίτερα αυστηρός καθώς υπαγορεύει ακόμη και το μέγεθος της πέτρας που θα χρησιμοποιηθεί και η οποία θα πρέπει να είναι αρκετά μεγάλη για να προκαλέσει πόνο αλλά όχι τόσο ώστε να σκοτώσει το θύμα αμέσως!
Η εξέλιξη της κατά φύλο ανισότητας διαπλέκεται με την εξέλιξη κάθε κοινωνίας και ενυπάρχει σε αυτή. Η υποτέλεια των γυναικών ήταν αποτέλεσμα του ελέγχου που ασκούσαν οι άντρες από τα πρώτα χρόνια της εξέλιξης. Μέσα από τους αιώνες, η γυναίκα κατόρθωσε να αποδεσμευτεί από την βιολογική της υπόσταση και να συγκροτηθεί σε συγκεκριμένα κοινωνικά συμφραζόμενα. Κατάφερε να αποκτήσει αυτογνωσία και να απαγκιστρωθεί από τον «ιδιωτικό» χώρο και τις οικιακές της εργασίες. Από τα παραπάνω όμως έγινε σαφές ότι αυτό δεν το κατόρθωσε σε κάθε μήκος και πλάτος του πλανήτη μας.
Δυστυχώς λοιπόν, στον 21ο αιώνα η γυναίκα δεν αποδεσμεύτηκε πλήρως από την αντρική κυριαρχία. Τα ανδροκρατούμενα κατάλοιπα που πολλές φορές είναι βαθιά ριζωμένα, συνεχίζουν να την καθορίζουν, να την προσδιορίζουν και την χειραγωγούν. Το φαινόμενο της ασυμμετρίας στις σχέσεις των δύο φύλων συνεχίζει να υφίσταται και να έχει οικουμενικές διαστάσεις.

Κυριακή 14 Μαρτίου 2010

Η νεοκλασική αρχιτεκτονική του Βόλου


Με την ένταξη της πόλης του Βόλου στο ελληνικό κράτος το 1881, ξεκινάει μια περίοδος ανάπτυξης για την πόλη. Ο Βόλος, ως το βορειότερο λιμάνι της ελληνικής επικράτειας, προσελκύει πλήθος κατοίκων, οι οποίοι θα δώσουν μία νέα πνοή στο χώρο.
Εκείνη την περίοδο ξεκινούν μεγάλα έργα υποδομής, όπως ο σιδηρόδρομος και οι λιμενικές εγκαταστάσεις, που ανατέθηκαν σε ξένες εταιρίες, δίνοντας αφορμή για την εγκατάσταση στην πόλη έμπειρων ξένων τεχνικών, όπως ο Εβάριστο Ντε Κίρικο και άλλοι, οι οποίοι θα μεταφέρουν τη σύγχρονη ευρωπαϊκή τεχνογνωσία στην περιοχή.
Με την ίδρυση της νέας πόλης και με την οικονομική και κοινωνική αίγλη του μεσοπολέμου, ο Βόλος θα μετατραπεί σε πεδίο εφαρμογής της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής και των στυλιστικών ρευμάτων του ιστορισμού και του εκλεκτισμού, που θα δημιουργήσουν μια πόλη πρότυπο της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής.
Η διαδικασία ανοικοδόμησης και εμπλουτισμού της πόλης με δημόσια κτίρια και πολυτελείς ιδιωτικές κατοικίες, θα αποτελέσει την πρωταρχική ανάγκη για την ανάπτυξή της.
Στην πρώτη περίοδο τα σπίτια είναι λιθόκτιστα με κεραμοσκεπή και αυλές διαμορφωμένες συμμετρικά στον άξονα αυλόπορτας – κύριας εισόδου. Οι αυλές είναι συνήθως πλακόστρωτες με άφθονα παρτέρια, πέργκολες, κρήνες και σιντριβάνια.
Οι όψεις των σπιτιών ακολουθούν τις βασικές αρχές του νεοκλασικισμού. Οργανώνονται δηλαδή και αυτές συμμετρικά στον κατακόρυφο άξονα της κύριας εισόδου και είναι περίτεχνα διακοσμημένες με μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη, όπως λιθοανάγλυφα φουρούσκια, μπαλκόνια, παραστάδες με επίκρανα και εντυπωσιακά περιθυρώματα εισόδων, ενώ δε λείπει και ο πλούσιος κεραμοπλαστικός διάκοσμος με αγάλματα, ακροκέραμα και καμινάδες.
Αρκετά πλούσιος είναι και ο εσωτερικός διάκοσμος των σπιτιών, που οργανώνεται και αυτός συμμετρικά στον άξονα εισόδου – κλιμακοστασίου, με τον προθάλαμο στο κέντρο και τα δωμάτια εκατέρωθεν αυτού. Γύψινος και γλυπτός διάκοσμος στολίζει τους τοίχους και τις οροφές με θέματα εμπνευσμένα από την αρχαία ελληνική ιστορία και μυθολογία, τα οποία συμπληρώνονται με φυτικά μοτίβα, που αποτυπώνονται σε ποικίλες συνθέσεις και χρωματισμούς.
Αντιπροσωπευτικά δείγματα της περιόδου αυτών των ρευμάτων αποτελούν οι οικίες Μαρδέλη, Χρυσοχοίδη, Σαράτση, Καρτάλη, καθώς και τα μέγαρα Περβανά, Σκενδεράνη, Χατζηκυριαζή, Χατζηλαζάρου, Σαραφόπουλου (σημερινή εξωραϊστική) και η οικία Ρήγα (κτίριο ιδιοκτησίας Λυκείου Ελληνίδων), η οποία διασώζεται σε αρκετά καλή κατάσταση. Τα περισσότερα, ωστόσο, κτίσματα έχουν σήμερα κατεδαφιστεί. Στο δημόσιο τομέα, κατασκευάζονται οικοδομήματα αντίστοιχου ύφους και κύρους, όπως το δημοτικό θέατρο (1894) που κατασκευάζεται σε αναγεννησιακή μορφή και το τριώροφο κτίριο του ξενοδοχείου Γαλλίας με τον πλούσιο ζωγραφικό διάκοσμο, κτίσμα της ίδιας επίσης χρονικής περιόδου.
Ακολουθεί στη συνέχεια η ανέγερση άλλων δημόσιων κτιρίων, όπως το δημόσιο νοσοκομείο (1901), που κτίζεται με τη δωρεά των αδερφών Αχιλλοπούλου, το αρχαιολογικό μουσείο (1909) με δωρεά του Αλέξανδρου Αθανασάκη από την Πορταριά, η Εμπορική Σχολή (1915), με δωρεά του Ιωάννη Καρτάλη από την Τσαγκαράδα, οι τράπεζες Εθνική (1895) και Αθηνών (1903), έργα του αρχιτέκτονα Καραθανασόπουλου και τέλος η αγροτική τράπεζα (πρώην Κοσμαδοπούλου), έργο του αρχιτέκτονα Ε. Αργύρη.
Η νεοκλασική αρχιτεκτονική αυτών των κτιρίων, χρησιμοποίησε ως βάση άξονες συμμετρίας και τη χρυσή τομή, όχι μόνο στις σχέσεις ύψους και πλάτους των κτισμάτων, αλλά και των ανοιγμάτων (παράθυρα και πόρτες) και ακολούθησε τις βασικές αρχές του ορθολογισμού, στη σύνθεση, στη λειτουργία και στη μορφολογική διάθρωση των κατασκευών.
Οι μεγαλοαστικές κατοικίες και τα δημόσια κτίρια αποτέλεσαν υποδείγματα μιας ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής μορφής και ρυθμού που χαρακτηρίζονταν από αυστηρή εσωτερική νομοτέλεια. Οι αρχές οργάνωσης των όψεων (εξωτερικών και εσωτερικών), σε συνδυασμό με τα ρυθμολογικά στοιχεία του νεοκλασικισμού, προσέδωσαν στα κτίσματα αυτής της περιόδου μια γοητεία και μια «ευγένεια» στις αναλογίες της κατασκευής, της μορφής και της αρχιτεκτονικής δομής.
Τα κτίρια αυτά ξεχώριζαν για το εκλεπτυσμένο ύφος, την καθαρότητα στη λεπτομέρεια, την αυστηρότητα στη σύνθεση, τη στιβαρή οργάνωση των όγκων και τη χρήση πολλών διακοσμητικών στοιχείων.
Ο ιδεαλιστικός και ρομαντικός χαρακτήρας της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής που άνθησε στην πόλη του Βόλου, αποτελεί σήμερα μια όμορφη ανάμνηση για τους παλαιότερους κατοίκους, οι οποίοι μιλούν με νοσταλγία για την παλιά Κηπούπολη (όπως χαρακτήριζαν την πόλη), του Βόλου.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, η πόλη εκβιομηχανίζεται και τη νεοκλασική αρχιτεκτονική διαδέχεται η βιομηχανική. Τα βιομηχανικά κτίρια, θα αποτελέσουν ένα επίσης σημαντικό κεφάλαιο στην αρχιτεκτονική της πόλης. Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, το στυλιστικό ρεύμα του εκλεκτισμού συνεχίζει να επιβιώνει, κυρίως μέσα από τα έργα του αρχιτέκτονα Κ. Αργύρη και η αρχιτεκτονική της προηγούμενης περιόδου, αρχίζει σταδιακά να εγκαταλείπεται. Μετά το σεισμό του 1950, η πόλη καταστρέφεται ολοσχερώς και κτίζεται από την αρχή, σύμφωνα με το αρχικό πολεοδομικό σχέδιο.
Η νέα αρχιτεκτονική οργάνωση της πόλης ξεκινάει από τότε και συνεχίζεται ως τις μέρες μας, με κύρια χαρακτηριστικά την άναρχη μαζική αστικοποίηση και τη γρήγορη ανέγερση πολυκατοικιών και απλών κατασκευών (χωρίς να υπάρχει κανένας σεβασμός στην οργάνωση του χώρου), που δε θυμίζουν σε τίποτα την αίγλη και τον πλούτο του παρελθόντος.

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2010

Αθηνά Μπασιούκα: Η Βολιώτισσα συγγραφέας με τα αστυνομικά μυθιστορήματα

Η Αθηνά Μπασιούκα γεννήθηκε το 1982 και ζει στον Βόλο. Το 1999 συμμετείχε ως Έφηβη Βουλευτής στην Δ’ σύνοδο της Βουλής των Εφήβων, ενώ η έκθεση που είχε στείλει, επιλέχθηκε ανάμεσα σε 20.000 εκθέσεις και ξεχώρισε για τις καινοτόμες ιδέες και τις ανατρεπτικές της απόψεις.
Η Αθηνά σήμερα εργάζεται ως αρχισυντάκτρια συλλεκτικών εκδόσεων στον Βόλο και γράφει άρθρα σε γυναικεία κυρίως περιοδικά. Τα τελευταία χρόνια δραστηριοποιείται εθελοντικά μέσω του Σωματείου "Φίλοι του Αχιλλοπούλειου Νοσοκομείου Βόλου" και είναι συνεργάτης γνωστού κοινωφελούς Ιδρύματος της Μαγνησίας. Είναι απόφοιτη του τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και έχει παρακολουθήσει αρκετά σεμινάρια και συνέδρια σχετικά με τον κλάδο της. Αγαπημένες της ασχολίες αποτελούν η φωτογραφία, η αστυνομική λογοτεχνία και τα ταξίδια με φίλες.
Το 2006 κυκλοφόρησε το πρώτο αστυνομικό της μυθιστόρημα με τίτλο «Ο φόνος είναι μια εύκολη υπόθεση» από τις εκδόσεις Μοντέρνοι Καιροί και πρόσφατα κυκλοφόρησε και το δεύτερο αστυνομικό, επίσης, βιβλίο, από τον ίδιο εκδοτικό οίκο με τίτλο «Άγ(ρ)ιο έγκλημα στην Αθωνική Πολιτεία».

Η Αθηνά Μπασιούκα αγαπά ιδιαίτερα το διάβασμα και την συγγραφή, είναι ένας άνθρωπος γεμάτος ενθουσιασμό, αισιοδοξία και μεράκι για το κάθε πράγμα που κάνει. Διακρίνεται για τον πλούσιο συναισθηματικό κόσμο της και για την καλλιεργημένη φύση της. Είναι ένα άτομο με ανοιχτό πνευματικό ορίζοντα και αγωνιστική διάθεση, που είναι γεμάτο με μεγαλόπνοα σχέδια ιδέες, στόχους και ιδανικά. Παλεύει και προσπαθεί συνεχώς για το καλύτερο στη ζωή της και προσφέρει πάντα εγκάρδια τις υπηρεσίες της στο κοινωνικό σύνολο.
Είναι ο άνθρωπος που βρίσκεται πάντα σε εγρήγορση, έχει ανήσυχο πνεύμα, κάνει πράξη το ακατόρθωτο και πραγματώνει πάντα τα όνειρα και τις ελπίδες του.

Για την Αθηνά Μπασιούκα, ή έννοια της «κοινωνίας» είναι πανταχού παρούσα σε οτιδήποτε. Σε όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης ζωής εξετάζει πάντα τις κοινωνικές προεκτάσεις που αυτές έχουν. Έτσι και στο νέο της αστυνομικό μυθιστόρημα, ξετυλίγεται μια ενδιαφέρουσα αστυνομική ιστορία, που απωτυπώνει εν μέρει την σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα της Αθωνικής Πολιτείας μέσα από μια ιδιαίτερη μυθιστορηματική δράση και πλοκή.
Στον ναό της Ιεράς Μονής του Αγίου Όρους, βρίσκεται φυλαγμένος από τον 13ο αιώνα ένας μοναδικός θησαυρός της χριστιανοσύνης. Πρόκειται για τα Δώρα που είχαν προσφέρει οι Τρεις Μάγοι στον νεογέννητο Ιησού: το χρυσάφι, το λιβάνι και την σμύρνα, που δυστυχώς κάποια μέρα εκλάπηκαν.
Για την εξιχνίαση του εγκλήματος αυτού, τέσσερις άνθρωποι, οι καλύτεροι του είδους τους, επιστρατεύονται για να λύσουν το μυστήριο της κλοπής. Πρόκειται για έναν ικανό αξιωματικό της Αστυνομίας, έναν υπεύθυνο ασφαλείας του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, μια καθηγήτρια με γνώσεις των Βυζαντινών Θησαυρών του Αγίου Όρους που συνεργάζεται σε υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας με την αστυνομία και έναν νεαρό, αυθεντία στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και γνώστη ψυχολογίας. Η ετερόκλητη αυτή ομάδα δρα με πλήρη μυστικότητα και προσοχή προκειμένου να διαλευκάνει το μυστήριο. Το βασικό τους σχέδιο είναι να υποδυθεί ένας από αυτούς τον μοναχό και να γνωρίσει από κοντά τον κόσμο του μοναχισμού και της Αθωνικής κοινωνίας, μιας κοινωνίας που στην πραγματικότητα δεν είναι αυτό που φαίνεται, καθώς μηχανορραφίες, ίντριγκες, μυστήρια αλλά και καλά κρυμμένα μυστικά παραμονεύουν σε κάθε γωνιά του σκοτεινού μοναστηριού. Ο ήρωας του βιβλίου, γίνεται μάρτυρας ενός αποτρόπαιου εγκλήματος και ανακαλύπτει ένα ιερό μυστικό που διχάζει το μοναστήρι, θέτοντας σε κίνδυνο την ίδια του την ζωή.

Η συγγραφέας κινείται με ιδιαίτερη ευλυγισία σε ένα θεματικό πεδίο, γεμάτο παγίδες, σε έναν προβληματισμό γύρω από το πνευματικό-θρησκευτικό στοιχείο και την ανθρώπινη φύση. Προσφέρει στους αναγνώστες ένα δίπολο ερεθισμάτων. Από τη μία παρουσιάζει τον Αθωνικό ευσεβισμό και μοναχισμό που διέπεται από την μυστική εμπειρία και το αθέατο αλλά απαραίτητο μοναχικό ιδεώδες, ως επιλογή ζωής και από την άλλη, τον μοναχισμό ως απάρνηση της ανθρώπινης φύσης.
Η ίδια θέτει διάφορα ερωτήματα σχετικά με τον μοναχισμό. Είναι ο μοναχισμός άραγε στην Αθωνική Πολιτεία ένας κόσμος που ζει σε κλίμα απόλυτης γαλήνης και ηρεμίας σε έναν απομακρυσμένο τόπο αφοσίωσης στον Θεό ή είναι ένας αντιφατικός κόσμος, ένα ιδεόγραμμα με συμβολική λειτουργία, ένα κράμα από θρησκευτικό φανατισμό και δεισιδαιμονίες που κρύβει μέσα του το ψέμα, την ασυδοσία και το έγκλημα; Το μετέωρο ερώτημα που αφήνει τελικά, είναι αν υπάρχει μια ασύμφιλη αντίθεση ανάμεσα στους δύο αυτούς κόσμους ή αν πρόκειται στην ουσία για τον ίδιο κόσμο.
Το «Άγ(ρ)ιο Έγκλημα στην Αθωνική Πολιτεία» είναι ένα βιβλίο ευχάριστο, φιλόξενο και ευπρόσιτο στον αναγνώστη που τον κερδίζει αμέσως. Αποτελεί ένα αξιοανάγνωστο μυθιστόρημα που κινείται ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν. Με αφορμή ένα γεγονός, την κλοπή του μοναδικού αυτού θησαυρού του Αγίου Όρους (συγγραφικό τέχνασμα του αστυνομικού μυθιστορήματος) αποκαλύπτονται γεγονότα και αλήθειες που ήταν καλά κρυμμένες όλα αυτά τα χρόνια.
Η υπόθεση ξετυλίγεται σε γρήγορους μυθιστορηματικούς ρυθμούς και ακολουθεί μια κινηματογραφική αφήγηση. Είναι ένα βιβλίο μυστηρίου και δράσης με ιστορικές αλήθειες που αποτυπώνουν με τον δικό τους τρόπο την σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα του μοναχισμού. Για την συγγραφή του, η Αθηνά Μπασιούκα συνεργάστηκε με ειδικούς που την βοήθησαν να συλλέξει το απαραίτητο υλικό και πληροφορίες, ώστε να έχει μια πιο αντικειμενική γνώση και αντίληψη των πραγμάτων.
Η παντοδυναμία της πλοκής, η σκιαγράφηση των χαρακτήρων, οι υποβλητικές σκηνές, το φόντο της δράσης, οι γρίφοι, τα μυστήρια, το πλήθος των ερεθισμάτων, το ελεύθερο πεδίο που προσφέρεται για παρατήρηση και στοχασμούς, αλλά και ο καυτηριασμός διαφόρων θεμάτων, σε συνδυασμό με την μοντέρνα καθαρή γραφή και τον πυκνό λόγο της συγγραφέως, κάνουν αυτό το βιβλίο ξεχωριστό.

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2010

Ελένη Σκούρα: Η προτομή της πρώτης γυναίκας πολιτικού στο χώρο του δημαρχείου


«Θα προσπαθήσω να πράξω παν το δυνατό δια να φανώ αντάξια της εμπιστοσύνης των ψηφοφόρων μου, τους οποίους θερμώς ευχαριστώ. Γνωρίζω ότι ως πρώτη και μοναδική γυναίκα εις την Βουλήν έχω μεγάλας ευθύνας και πολλά καθήκοντα. Είναι πολλά εκείνα που πρέπει να πράξωμεν υπέρ των Ελληνίδων, ιδίως εις τον τομέα της κοινωνικής μερίμνης». Αυτά ήταν τα λόγια που είπε στη δήλωσή της η Ελένη Σκούρα το 1953, όταν εξελέγη βουλευτής με το κόμμα του «Ελληνικού Συναγερμού» στο νομό Θεσσαλονίκης.
Η Ελένη Σκούρα πέρασε στην ιστορία ως η πρώτη γυναίκα βουλευτής. Γεννήθηκε στο Βόλο το 1896, όπου και ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές τις σπουδές. Το 1915 εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε φωνητική μουσική. Το 1950 έλαβε το πτυχίο της στη Νομική και εξάσκησε τη δικηγορία μαζί με το σύζυγό της, Δημήτριο Σκούρα. Το 1953 εξελέγη βουλευτής με το κόμμα του «Ελληνικού Συναγερμού» στη Θεσσαλονίκη. Κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο και τη γερμανική κατοχή, η ίδια είχε αναλάβει αξιόλογη κοινωφελή δράση ως πρόεδρος της «Στέγης της Φαλαγγίτισσας» και της «Φανέλας του Στρατιώτη». Το 1942 συνελήφθηκε από τους Γερμανούς μαζί με το σύζυγό της και τον αδερφό της και φυλακίστηκε. Η Ελένη Σκούρα τιμήθηκε από το βασιλιά Παύλο με το στρατιωτικό μετάλλιο εξαίρετων πράξεων και με τον ταξιάρχη του Βασιλικού τάγματος ευποιίας.
Μετά το θάνατο του συζύγου της, η ίδια δεν έλαβε τη τιμητική σύνταξη που η πολιτεία της είχε υποσχεθεί, το 1989 και έτσι αναγκάστηκε να πουλήσει όλα τα παράσημά της για να μπορέσει να εισαχθεί στο Χαρίσειο νοσοκομείο. Τελικά πέθανε σε ηλικία ενενήντα ενός χρονών στο νοσοκομείο Αχέπα, όπου είχε μεταφερθεί βαριά άρρωστη.
Η Ελένη Σκούρα ήταν η πρώτη γυναίκα που κατάφερε να περάσει το κατώφλι του ελληνικού κοινοβουλίου. Η ίδια στην πολιτική της καριέρα υιοθέτησε μια ολοκληρωμένη πολιτική προσέγγιση που στηρίζονταν στο σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου και μια συντονισμένη πολιτική δράση στους τομείς της ασφάλειας, της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της συνεργασίας, της ανάπτυξης και ειδικότερα των κοινωνικών θεμάτων, αναγνωρίζοντας την αναγκαιότητα της κοινωνικής μέριμνας. Πάλεψε για την έννοια της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών και της καταπολέμησης οποιονδήποτε διακρίσεων, αφήνοντας το δικό της προσωπικό αποτύπωμα και στίγμα στον τότε χώρο της πολιτικής.
Σήμερα στον εξωτερικό χώρο του δημαρχείου του Βόλου υπάρχει η προτομή της γνωστής πολιτικού, τα αποκαλυπτήρια της οποίας έγιναν στις 3 Ιουνίου του 2007. Ο δημόσιος χαρακτήρας του γλυπτού ισχυροποιείται από την επιλογή τοποθέτησής του σ’ ένα σημαντικό σημείο της πόλης.
Ο γλύπτης σεβόμενος απόλυτα τις ανάγκες της αυθεντικής διαπραγμάτευσης του θέματος, πετυχαίνει με ιδιαίτερη τεχνική αρτιότητα και πλάσιμο, να αποδώσει τη μορφή με ρεαλιστική απεικόνιση και χρήση αναγνωρισμένων συμβόλων, όπως είναι τα στοιχεία της ενδυμασίας.
Το αγέρωχο και διεισδυτικό βλέμμα που αφοπλίζει το θεατή σε συνδυασμό με το δυναμισμό και την αποφασιστικότητα της κίνησης του προσώπου, με τα έντονα χαρακτηριστικά, παραπέμπουν σε μία στιβαρή γυναικεία παρουσία, που λειτουργεί συμβολικά ως αποδέκτης κοινωνικών αξιών.
Το μνημείο, ως συμβολική αναπαράσταση της συλλογικής μνήμης, διασταλάζει αντιλήψεις και μεταδίδει αξίες και ιδανικά, που συνδέονται με τη διαμόρφωση της εθνικής μας ταυτότητας και της τοπικής μας ιστορίας και μνήμης, έννοιες που είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με πολιτικές και κοινωνικές πραγματικότητες και αποτελούν ιστορικές κατασκευές.
Η προτομή της Ελένης Σκούρα στο χώρο του δημαρχείου του Βόλου, αποτελεί ένδειξη αναγνώρισης, αλλά και τιμής της πόλης ως προς το πρόσωπο αυτής της σπουδαίας προσωπικότητας. Το μνημείο έχει στόχο να εξυμνήσει, να εξυψώσει και να διαιωνίσει το έργο και την προσφορά της, καλλιεργώντας το αίσθημα της εθνικής μας ταυτότητας και συγκροτώντας και συμπυκνώνοντας την έννοια της συλλογικής μνήμης.

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2010

Θανάσης Φάμπας: Ο ζωγράφος και γλύπτης από τον Λαύκο Πηλίου


Ο Θανάσης Φάμπας είναι ένας από τους πιο αξιόλογους ζωγράφους, που διακρίθηκε για τη προσφορά του στην Ελλάδα και το εξωτερικό και κατάφερε να ξεχωρίσει με τα έργα του και να παρουσιάσει μέσα από τη δουλειά του εκφραστικές προεκτάσεις της τέχνης, κινούμενος μέσα στο κλίμα των εξπρεσιονιστικών τόνων και των συμβολικών τύπων.
Ο Θανάσης Φάμπας γεννήθηκε το 1922 στον Λαύκο Πηλίου. Το 1946-47 σπούδασε στη σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και το 1950 συνέχισε τις σπουδές του στο Ινστιτούτο Καλών Τεχνών Ν. Γρηγορέσκου Βουκουρεστίου, όπου ολοκλήρωσε και το μεταπτυχιακό του στη μνημειακή ζωγραφική. Το 1952 είχε ήδη λάβει μέρος στην πανρουμανική έκθεση Καλών Τεχνών, που είχε πραγματοποιηθεί στο Βουκουρέστι. Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο καλλιτέχνης συμμετείχε σε περισσότερες από 60 κρατικές εκθέσεις στη Ρουμανία, καθώς και σε διάφορες άλλες εκθέσεις, διεθνείς και ομαδικές, σε πολλές χώρες της Ευρώπης, της Βόρειας και Νότιας Αμερικής και της Αφρικής. Αντιπροσώπευσε επίσης την Ελλάδα σε διεθνείς εκθέσεις της τέχνης στο Βουκουρέστι της τέχνης στο Βουκουρέστι, στη Μόσχα, το Βερολίνο και τη Βαρσοβία.
Ο Θανάσης Φάμπας ασχολήθηκε τόσο με τη ζωγραφική και την εικονογράφηση βιβλίων, όσο και με τη γλυπτική. Ο ίδιος είχε αναλάβει την εικονογράφηση 30 βιβλίων που είχαν δημοσιευτεί στην Ελλάδα και τη Ρουμανία. Εικονογράφησε επίσης το βιβλίο του Γιάννη Ρίτσου, της Ιωάννας Τσάτσου, του Δημήτρη Ραβανή, του Μενέλαου Λουντέμη και του Ηλία Λεφούση, ενώ ασχολήθηκε και με την φιλοτέχνηση εξώφυλλων δίσκων κλασικής μουσικής.
Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια σχεδίασε και σκάλισε πέντε μνημεία αντιστασιακού χαρακτήρα, έχοντας βιώσει και ο ίδιος την σκληρότητα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, τιμώντας έτσι τους ήρωες και τα θύματα του πολέμου. Στην κοινότητα του Λαύκου πρόσφερε οκτώ αγάλματα και εξήντα πίνακες και στην πόλη του Βουκουρεστίου ένα άγαλμα με απεικόνιση του Ρήγα Φερραίου.
Δεκαπέντε χάλκινα και μαρμάρινα αγάλματα και πάνω από χίλια έργα ζωγραφικής βρίσκονται σε ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές στην Ελλάδα, στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ και στη Βραζιλία.
Για τη δουλειά και τα έργα του υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία με μελέτες Ρουμάνων και Ελλήνων. Πάνω από είκοσι λεξικά αναφέρουν το όνομά του, ενώ πολλά άρθρα και μελέτες έχουν γραφτεί σε περιοδικά και εφημερίδες τέχνης. Ο ρουμανικός κινηματογράφος έχει παρουσιάσει τη δουλειά του σε δύο ταινίες μικρού μήκους, ενώ έχουν γίνει και πολλές παρουσιάσεις των έργων του στη ρουμανική τηλεόραση. Το 2004, η Ελληνική Ένωση δημοσίευσε το βιβλίο «Θανάσης Φάμπας, ένα αμετάβλητο πεπρωμένο», που γράφτηκε από τη Θεοδώρα Ρούσου – Φάμπα.
Το 2005, ο δήμος Σηπιάδος τίμησε αυτόν τον σπουδαίο δημιουργό για την εξαιρετική του συμβολή, ιδρύοντας ένα μουσείο προς τιμήν του, το Φάμπειο μουσείο, στο παλιό δημοτικό σχολείο του Λαύκου, με σκοπό να φιλοξενήσει τα έργα που δώρισε στον τόπο του ο καλλιτέχνης.
Στα έργα του κυριαρχεί κατ’ αποκλειστικότητα η γυναικεία φιγούρα, αποδοσμένη με αρχαία λυρικότητα και βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Στην απόδοση των μορφών, διαπιστώνεται εύκολα από τη μια πλευρά η επαφή του καλλιτέχνη με την αρχαία ελληνική παράδοση και τέχνη και από την άλλη, η καθαρά προσωπική του προσφορά.
Ο καλλιτέχνης διηγείται με το δικό του, ιδιότυπο, ζωγραφικό του τρόπο μικρές ιστορίες, προσδίδοντας σ’ αυτές διάφορες αδυναμίες, ευαισθησίες και προσωπικά οράματα.
Τα έργα ξεχωρίζουν για τη λυρική διάθεση που εκπέμπουν, την εκλεπτυσμένη χρωματική διαπραγμάτευση και τον ιδιότυπο και εύκολα αναγνωρίσιμο εξπρεσιονισμό. Στρέφεται προς το φως, το χρώμα, τη ζωή και την καθημερινότητα
Με ουσιαστική καλλιτεχνική παιδεία, ο καλλιτέχνης σμιλεύει την πέτρα και κάνει μορφή τις σκέψεις και τις ιδέες του και φωνή και λόγο το υλικό του.
Ο γόνιμος συγκερασμός πλαστικών και ζωγραφικών αξιών που αποτυπώνονται στα έργα του, σε συνδυασμό με την έμφαση που δίνεται στα εξπρεσιονιστικά χαρακτηριστικά και την επιβολή γενικευμένων τύπων, κάνει τα έργα του μοναδικά και ξεχωριστά.
Ο καλλιτέχνης ενσωματώνει στις δημιουργίες του με καθαρά προσωπικό τρόπο, ιδεαλιστικά και ρεαλιστικά στοιχεία, τύπους της αρχαίας ελληνικής τέχνης, αλλά και στοιχεία της μοντέρνας.
Τα έργα του χαρακτηρίζονται από μία διηγηματική διάθεση και η θεματογραφία έχει να κάνει, όπως προαναφέραμε, κυρίως με τη γυναίκα, συνδυάζοντας πλαστά και σχεδιαστικά στοιχεία, παραδοσιακά και νέα χαρακτηριστικά, στο πλαίσιο μιας ιδιότυπης, προσωπικής γλώσσας.
Έχοντας βιώσει τον πόλεμο, καθώς ο ίδιος ήταν μέλος της Εθνικής Αντίστασης, προσανατολίζει ένα μέρος της τέχνης του προς σ’ αυτήν την κατεύθυνση. Σε πολλά γλυπτά, όπως το γλυπτό που είναι αφιερωμένο στη συμβολή της γυναίκας στην Εθνική Αντίσταση, διατυπώνονται έντονα και καθαρά τα παραστατικά στοιχεία και οι συμβολικές προεκτάσεις του έργου, δίνοντας έτσι μια εξαιρετικά πλούσια, εκφραστική φωνή σ’αυτό.
Σ’ αυτό, όπως και σε άλλα τέτοιου τύπου έργα, τονίζεται η μνημειακότητα, η εναλλαγή όγκων, η εκφραστική προέκταση που αυτά αποπνέουν, αλλά και η διηγηματική και εξπρεσιονιστική θεματολογία που χρησιμοποιείται με απόλυτη ασφάλεια για να αποδώσει το συμβολικό περιεχόμενο του έργου.
Ζωγράφος και γνήσιος γλύπτης με πηγαία καλλιτεχνική παρορμητικότητα, ο Θανάσης Φάμπας διακρίθηκε για τις συνεχείς του αναζητήσεις και τις προσωπικές του κατακτήσεις. Κατόρθωσε να δώσει στα έργα του μια ιδιαίτερη εσωτερική δύναμη και έναν αξιόλογο εκφραστικό πλούτο. Κατάφερε μέσα από την τέχνη του να εξωτερικεύσει τον εσωτερικό του κόσμο, τις μνήμες και τις αλήθειες του, τα οποία και μπόρεσαν να αναχθούν μέσα από την πράξη της δημιουργίας σε έργα τέχνης.