Κυριακή 14 Μαρτίου 2010

Η νεοκλασική αρχιτεκτονική του Βόλου


Με την ένταξη της πόλης του Βόλου στο ελληνικό κράτος το 1881, ξεκινάει μια περίοδος ανάπτυξης για την πόλη. Ο Βόλος, ως το βορειότερο λιμάνι της ελληνικής επικράτειας, προσελκύει πλήθος κατοίκων, οι οποίοι θα δώσουν μία νέα πνοή στο χώρο.
Εκείνη την περίοδο ξεκινούν μεγάλα έργα υποδομής, όπως ο σιδηρόδρομος και οι λιμενικές εγκαταστάσεις, που ανατέθηκαν σε ξένες εταιρίες, δίνοντας αφορμή για την εγκατάσταση στην πόλη έμπειρων ξένων τεχνικών, όπως ο Εβάριστο Ντε Κίρικο και άλλοι, οι οποίοι θα μεταφέρουν τη σύγχρονη ευρωπαϊκή τεχνογνωσία στην περιοχή.
Με την ίδρυση της νέας πόλης και με την οικονομική και κοινωνική αίγλη του μεσοπολέμου, ο Βόλος θα μετατραπεί σε πεδίο εφαρμογής της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής και των στυλιστικών ρευμάτων του ιστορισμού και του εκλεκτισμού, που θα δημιουργήσουν μια πόλη πρότυπο της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής.
Η διαδικασία ανοικοδόμησης και εμπλουτισμού της πόλης με δημόσια κτίρια και πολυτελείς ιδιωτικές κατοικίες, θα αποτελέσει την πρωταρχική ανάγκη για την ανάπτυξή της.
Στην πρώτη περίοδο τα σπίτια είναι λιθόκτιστα με κεραμοσκεπή και αυλές διαμορφωμένες συμμετρικά στον άξονα αυλόπορτας – κύριας εισόδου. Οι αυλές είναι συνήθως πλακόστρωτες με άφθονα παρτέρια, πέργκολες, κρήνες και σιντριβάνια.
Οι όψεις των σπιτιών ακολουθούν τις βασικές αρχές του νεοκλασικισμού. Οργανώνονται δηλαδή και αυτές συμμετρικά στον κατακόρυφο άξονα της κύριας εισόδου και είναι περίτεχνα διακοσμημένες με μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη, όπως λιθοανάγλυφα φουρούσκια, μπαλκόνια, παραστάδες με επίκρανα και εντυπωσιακά περιθυρώματα εισόδων, ενώ δε λείπει και ο πλούσιος κεραμοπλαστικός διάκοσμος με αγάλματα, ακροκέραμα και καμινάδες.
Αρκετά πλούσιος είναι και ο εσωτερικός διάκοσμος των σπιτιών, που οργανώνεται και αυτός συμμετρικά στον άξονα εισόδου – κλιμακοστασίου, με τον προθάλαμο στο κέντρο και τα δωμάτια εκατέρωθεν αυτού. Γύψινος και γλυπτός διάκοσμος στολίζει τους τοίχους και τις οροφές με θέματα εμπνευσμένα από την αρχαία ελληνική ιστορία και μυθολογία, τα οποία συμπληρώνονται με φυτικά μοτίβα, που αποτυπώνονται σε ποικίλες συνθέσεις και χρωματισμούς.
Αντιπροσωπευτικά δείγματα της περιόδου αυτών των ρευμάτων αποτελούν οι οικίες Μαρδέλη, Χρυσοχοίδη, Σαράτση, Καρτάλη, καθώς και τα μέγαρα Περβανά, Σκενδεράνη, Χατζηκυριαζή, Χατζηλαζάρου, Σαραφόπουλου (σημερινή εξωραϊστική) και η οικία Ρήγα (κτίριο ιδιοκτησίας Λυκείου Ελληνίδων), η οποία διασώζεται σε αρκετά καλή κατάσταση. Τα περισσότερα, ωστόσο, κτίσματα έχουν σήμερα κατεδαφιστεί. Στο δημόσιο τομέα, κατασκευάζονται οικοδομήματα αντίστοιχου ύφους και κύρους, όπως το δημοτικό θέατρο (1894) που κατασκευάζεται σε αναγεννησιακή μορφή και το τριώροφο κτίριο του ξενοδοχείου Γαλλίας με τον πλούσιο ζωγραφικό διάκοσμο, κτίσμα της ίδιας επίσης χρονικής περιόδου.
Ακολουθεί στη συνέχεια η ανέγερση άλλων δημόσιων κτιρίων, όπως το δημόσιο νοσοκομείο (1901), που κτίζεται με τη δωρεά των αδερφών Αχιλλοπούλου, το αρχαιολογικό μουσείο (1909) με δωρεά του Αλέξανδρου Αθανασάκη από την Πορταριά, η Εμπορική Σχολή (1915), με δωρεά του Ιωάννη Καρτάλη από την Τσαγκαράδα, οι τράπεζες Εθνική (1895) και Αθηνών (1903), έργα του αρχιτέκτονα Καραθανασόπουλου και τέλος η αγροτική τράπεζα (πρώην Κοσμαδοπούλου), έργο του αρχιτέκτονα Ε. Αργύρη.
Η νεοκλασική αρχιτεκτονική αυτών των κτιρίων, χρησιμοποίησε ως βάση άξονες συμμετρίας και τη χρυσή τομή, όχι μόνο στις σχέσεις ύψους και πλάτους των κτισμάτων, αλλά και των ανοιγμάτων (παράθυρα και πόρτες) και ακολούθησε τις βασικές αρχές του ορθολογισμού, στη σύνθεση, στη λειτουργία και στη μορφολογική διάθρωση των κατασκευών.
Οι μεγαλοαστικές κατοικίες και τα δημόσια κτίρια αποτέλεσαν υποδείγματα μιας ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής μορφής και ρυθμού που χαρακτηρίζονταν από αυστηρή εσωτερική νομοτέλεια. Οι αρχές οργάνωσης των όψεων (εξωτερικών και εσωτερικών), σε συνδυασμό με τα ρυθμολογικά στοιχεία του νεοκλασικισμού, προσέδωσαν στα κτίσματα αυτής της περιόδου μια γοητεία και μια «ευγένεια» στις αναλογίες της κατασκευής, της μορφής και της αρχιτεκτονικής δομής.
Τα κτίρια αυτά ξεχώριζαν για το εκλεπτυσμένο ύφος, την καθαρότητα στη λεπτομέρεια, την αυστηρότητα στη σύνθεση, τη στιβαρή οργάνωση των όγκων και τη χρήση πολλών διακοσμητικών στοιχείων.
Ο ιδεαλιστικός και ρομαντικός χαρακτήρας της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής που άνθησε στην πόλη του Βόλου, αποτελεί σήμερα μια όμορφη ανάμνηση για τους παλαιότερους κατοίκους, οι οποίοι μιλούν με νοσταλγία για την παλιά Κηπούπολη (όπως χαρακτήριζαν την πόλη), του Βόλου.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, η πόλη εκβιομηχανίζεται και τη νεοκλασική αρχιτεκτονική διαδέχεται η βιομηχανική. Τα βιομηχανικά κτίρια, θα αποτελέσουν ένα επίσης σημαντικό κεφάλαιο στην αρχιτεκτονική της πόλης. Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, το στυλιστικό ρεύμα του εκλεκτισμού συνεχίζει να επιβιώνει, κυρίως μέσα από τα έργα του αρχιτέκτονα Κ. Αργύρη και η αρχιτεκτονική της προηγούμενης περιόδου, αρχίζει σταδιακά να εγκαταλείπεται. Μετά το σεισμό του 1950, η πόλη καταστρέφεται ολοσχερώς και κτίζεται από την αρχή, σύμφωνα με το αρχικό πολεοδομικό σχέδιο.
Η νέα αρχιτεκτονική οργάνωση της πόλης ξεκινάει από τότε και συνεχίζεται ως τις μέρες μας, με κύρια χαρακτηριστικά την άναρχη μαζική αστικοποίηση και τη γρήγορη ανέγερση πολυκατοικιών και απλών κατασκευών (χωρίς να υπάρχει κανένας σεβασμός στην οργάνωση του χώρου), που δε θυμίζουν σε τίποτα την αίγλη και τον πλούτο του παρελθόντος.