Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2009

Το κτίριο του σιδηροδρομικού σταθμού Βόλου: ένα κομψοτέχνημα με μνημειακό χαρακτήρα


Το κτίριο του σιδηροδρομικού σταθμού Βόλου ξεχωρίζει για την αισθητική του αυτάρκεια, την αρμονική του διάταξη, την κομψότητα στη σύνθεση, καθώς επίσης και για την αισθητική και λειτουργική του ιδιότητα.
Με την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος το 1881 ξεκίνησαν τα έργα για τη σιδηροδρομική σύνδεση Βόλου – Λάρισας. Τα έργα αυτά ήταν ιδιαίτερα μεγάλης σημασίας, καθώς συνέδεσαν σιδηροδρομικά το κεντρικό θεσσαλικό κάμπο με το μεγαλύτερο λιμάνι της περιοχής.
Την κατασκευή του έργου την είχε αναλάβει η εταιρία «σιδηροδρόμων Θεσσαλίας», ενώ τα σχέδια της κατασκευής του κτιρίου ο Ιταλός μηχανικός Εβαρίστο Ντε Κίρικο. Η νέα γραμμή εγκαινιάστηκε το 1884, ενώ το υπόλοιπο σιδηροδρομικό δίκτυο το 1886.
Το κτίριο του σιδηροδρομικού σταθμού είναι ένα από τα λίγα κτίρια που επιβίωσαν μετά τους σεισμούς, διατηρώντας αναλλοίωτα τα βασικά του χαρακτηριστικά.
Το ιδιαίτερο αυτό κτίριο ακολουθεί τη νεοκλασική τυπολογία και έναν πειθαρχημένο στις κλασικές μορφές σχεδιασμό, που εκφράζει τη μνημειακότητα και την αξιοπιστία της έντονα «γραφικής» αρχιτεκτονικής.
Η ανάδειξη των όγκων με τα κατακόρυφα ανοίγματα και την εξέχουσα δύρικτη στέγη με τον πλούσιο ξύλινο διάκοσμο στο περίγραμμά της, χαρίζουν μια μοναδική πλαστική ομοιογένεια και ισορροπία στο κτίριο, δηλώνοντας έτσι το ταλέντο του σχεδιαστή του.
Η σύνθεση διακρίνεται επίσης για την εφαρμογή διακοσμητικών στοιχείων στις δύο βασικές ζώνες που περιστοιχίζουν το κτίριο, αλλά και την ήρεμη επιβλητικότητα της πρόσοψης που υπογράμμιζε τον τότε ανερχόμενο αστικό χαρακτήρα του Βόλου.
Το κτίριο συνδυάζει τη λειτουργική αναγκαιότητα με την αισθητική και λειτουργική αξία. Πρόκειται ουσιαστικά για μία σύζευξη μνημειακού και χρηστικού χαρακτήρα σε μία ενιαία μορφολογική σύνθεση.
Τον εξωτερικό περιβάλλοντα χώρο στολίζει το άγαλμα της θεάς Αθηνάς. Αυτή η μεγάλων διαστάσεων μνημειακή σύνθεση είναι το έργο του Ιταλού γλύπτη Ι. Previsan.
Το άγαλμα ακολουθεί τα κλασικά εικονογραφικά στοιχεία του συγκεκριμένου τύπου (θεά Αθηνά), έχει δηλαδή περικεφαλαία και κρατάει δόρυ και ασπίδα. Η παρουσία του αγάλματος στο συγκεκριμένο χώρο είναι απόλυτα συνδεδεμένη με την ίδρυση του σιδηροδρομικού σταθμού και την πρώτη λειτουργία της πρώτης αμαξοστοιχίας. Το μνημείο προσφέρει μία ξεχωριστή αισθητική αξία και αρμονία και δένει απόλυτα με το κομψό και επιβλητικό κτίριο του σταθμού.
Στο κτίριο του σταθμού, στον πρώτο όροφο, ο οποίος χρησίμευε ως χώρος κατοικίας για τον εκάστοτε σταθμάρχη, λειτουργεί εδώ και δώδεκα χρόνια το σιδηροδρομικό μουσείο Θεσσαλίας.
Στο μουσείο διασώζεται και εκτίθεται ένα πλούσιο τεκμηριακό και κειμηλιακό υλικό σχετικά με την ιστορία των σιδηροδρόμων. Συγκεκριμένα, μπορεί κανείς να θαυμάσει παλιές φωτογραφίες, τηλέγραφους, ρολόγια σταθμού, στολές εποχής, εκδοτήρια εισιτηρίων, εξαρτήματα μηχανών, έγγραφα, αρχεία, βιβλία για την αρχιτεκτονική των σιδηροδρόμων, σχέδια του Εβάριστο Ντε Κίρικο και πλήθος άλλων μικροαντικειμένων που αποτελούσαν σημαντικά ιστορικά ντοκουμέντα για την εποχή. Το μουσείο βρίσκεται ακόμη σε πρωταρχικό στάδιο αλλά με τη βοήθεια και την προσπάθεια των «φίλων των τρένων», εμπλουτίζεται συνεχώς με νέο υλικό και στόχο έχει να γίνει ένα σύγχρονο μουσείο, που θα πληρεί όλες τις βασικές προδιαγραφές.
Το κτίριο του σταθμού, μαζί με άλλα σημαντικά δημόσια κτίρια, όπως το κτίριο Σπίρερ, το δημαρχείο, η βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου Θεσσαλίας και το κτίριο τέχνης Τζόρτζιο Ντε Κίρικο, αποτελεί μάρτυρα της χρηστικής πολεοδομικής συνέχειας της πόλης. Δεσπόζει με το μοναδικό του τρόπο και κατέχει σημαντική θέση στην ιστορία του τόπου. Η εμφανής μνημειακή του υπόσταση και τα εντυπωσιακά νεοκλασικά του στοιχεία θαμπώνουν κυριολεκτικά τον επισκέπτη. Το κτίριο αποτέλεσε για την εποχή του μια νέα αισθητική έκφραση και αποτελεί για τη σημερινή εποχή ένα σίγουρα αξεπέραστο, αδιαμφισβήτητο αριστούργημα.

Ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης: η ζωή του, η δράση του και η προσφορά του στην πόλη του Βόλου


Ο Δημήτρης Πικιώνης ήταν ο κυριότερος εκπρόσωπος και προασπιστής της ελληνικής τέχνης που πήγαζε από την παράδοση και την ιστορία. Αρχιτέκτονας, στοχαστής, σκηνογράφος, πολεοδόμος, ζωγράφος και φιλόσοφος, διεύρυνε τους ορίζοντες της ελληνικής αρχιτεκτονικής και δόξασε το ελληνικό τοπίο και τη λαϊκή τέχνη όσο κανένας άλλος.
Γεννημένος στον Πειραιά το 1887 από Χιώτες γονείς, εξέφρασε τις καλλιτεχνικές του τάσεις στην ζωγραφική από μικρή ηλικία, ενώ η αρχιτεκτονική αποτέλεσε για τον ίδιο αντικείμενο αισθητικής θεώρησης, καθώς του ασκούσε μία ιδιαίτερη έλξη. Το 1904, θα μπει στο τμήμα πολιτικών μηχανικών του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου Αθηνών και το 1908, διπλωματούχος πλέον, θα συνεχίσει τις σπουδές του στο ελεύθερο σχέδιο και τη γλυπτική στο Μόναχο. Το 1909 – 1912 θα μεταβεί στο Παρίσι και θα ασχοληθεί με την σπουδή της ζωγραφικής και του σχεδίου, παρακολουθώντας παράλληλα μαθήματα αρχιτεκτονικών συνθέσεων. Το 1912 – 1918 θα επιστρέψει στην Ελλάδα και το 1925 θα εκλεχθεί στην έδρα της Διακοσμητικής της Πολυτεχνικής Σχολής Αθηνών και θα δημοσιεύσει το άρθρο «Η λαϊκή τέχνη και εμείς».
Γεμάτος ιδέες, φιλοδοξίες και πλήρως καταρτισμένος σε γνώσεις, θα αναλάβει δράση στον ελληνικό χώρο. Πρώτο του έργο αποτελεί η οικία Μωραΐτη στις Τζιτζιφιές (1912 – 1923). Το 1932 κτίζει το δημοτικό σχολείο στα Πευκάκια του Λυκαβηττού και το θερινό θέατρο της Μαρίνας Κοτοπούλη (ακολουθώντας τις βασικές αρχές του αρχαίου και του ιαπωνικού θεάτρου), ενώ το 1935 κτίζει το πειραματικό σχολείο στη Θεσσαλονίκη.
Το 1949 θα αναλάβει για άλλη μια φορά το κτίσιμο μιας οικίας, της οικίας – εργαστηρίου της γλύπτριας Φρόσως Ευθυμιάδη Μενεγάκη στα Άνω Πατήσια. Την περίοδο 1951 – 1957 θα αναλάβει τη δημιουργία διαμόρφωσης αρχαιολογικού χώρου γύρω από την περιοχή της Ακρόπολης και το 1961 – 1964 θα δημιουργήσει την παιδική χαρά της Φιλοθέης, ένα μοναδικό και ιδιαίτερα αξιόλογο έργο στο οποίο θα ενσωματώσει τα ελληνικά με τα ανατολίτικα στοιχεία. Τέλος, το 1961 θα εκλεχθεί τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Ο ίδιος έγραψε πολλά δοκίμια, το εκτενέστερο όμως και περισσότερο γνωστό, είναι το δοκίμιο που ασχολείται με «το πρόβλημα της μορφής». Το δοκίμιο είναι χωρισμένο σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος αναφέρεται στην ιστορική μορφή και στη λαϊκή παράδοση και στο δεύτερο γίνεται διατύπωση βασικών θέσεων από τον ίδιο για τη σχέση των σύγχρονων αρχιτεκτονικών εφαρμογών με τη λαϊκή τέχνη.
Ήταν λάτρης της παράδοσης και του ελληνικού στοιχείου, αλλά και άνθρωπος με ξεχωριστές αισθητικές και φιλοσοφικές ανησυχίες, που θα εισάγει στον ελληνικό χώρο της αρχιτεκτονικής καινούριες και σύγχρονες ευρωπαϊκές τάσεις.
Η συνύπαρξη της μοντέρνας και παραδοσιακής αρχιτεκτονικής θα κυριαρχήσει σε κάποια από τα έργα του, όπως στην περίπτωση της οικίας της γλύπτριας Μενεγάκη, όπου ο συγκερασμός αυτών των δύο στοιχείων θα λειτουργήσει στην αισθητική του χώρου με ένα ιδιαίτερα ανορθόδοξο τρόπο.
Η φύση για τον Δημήτρη Πικιώνη παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στα έργα του. Η φύση ταυτίζεται με το ελληνικό τοπίο και τον ελληνικό πολιτισμό. Είναι ο χώρος όπου πραγματώνονται οι ανθρώπινες δράσεις, ο χώρος όπου διηγείται τη δική του μοναδική ιστορία, η οποία εξελίσσεται παράλληλα με τον τόπο. Η φύση δεν αποτελεί ένα σταθερό σημείο για την τέχνη του Πικιώνη, αλλά ένα στοιχείο διαμόρφωσης που ακολουθεί την ανθρώπινη πορεία, δεν είναι ουδέτερη και κενή, αλλά συμμετέχει στα ανθρώπινα δρώμενα και καθορίζεται από αυτά.
Ιδιαίτερα σημαντικά έργα, όπως προαναφέραμε, αποτελούν τα δύο σχολεία, το σχολικό κτίριο στα Πευκάκια του Λυκαβηττού και το πειραματικό σχολείο στη Θεσσαλονίκη. Στα δύο αυτά έργα διακρίνεται η επίδραση της λαϊκής παράδοσης, περισσότερο στο σχολικό κτίριο της Αθήνας, όπου αποτυπώνεται καθαρά το αρχαίο ελληνικό στοιχείο σε σχέση με το σχολικό κτίριο της Θεσσαλονίκης, όπου υπάρχει για άλλη μια φορά η σύνθεση μοντέρνας και λαϊκής αρχιτεκτονικής. Ωστόσο και στα δύο έργα αποτυπώνονται καθαρά οι διαχρονικές αξίες του ελληνικού πολιτισμού και η αυθεντικότητα της λαϊκής και σύγχρονης τέχνης (για την κάθε περίπτωση σχολικού κτιρίου).
Εξίσου σημαντικό είναι και το έργο διαμόρφωσης του αρχαιολογικού χώρου στον περίγυρο της Ακρόπολης, στο λόφο του Φιλοπάππου. Ο ίδιος επιθυμούσε ο λόφος να είναι ελεύθερα προσβάσιμος από τον επισκέπτη, με καλαίσθητα μονοπάτια και δεντροφυτεύσεις, προσφέροντας έναν θαυμάσιο χώρο θέασης της Ακρόπολης και του ευρύτερου αρχαιολογικού χώρου.
Τα μεγάλα του έργα δεν περιορίστηκαν ωστόσο μόνο στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Ο Βόλος είχε την τιμή να είναι μία από τις πόλεις που ο γνωστός αρχιτέκτονας άφησε τη δική του προσωπική σφραγίδα, με ένα έργο που αποτέλεσε σημείο αναφοράς για την ιστορία του τόπου.
Μετά τους σεισμούς του ’55 που κατέστρεψαν κυριολεκτικά τον πολεοδομικό ιστό της πόλης, δημιουργήθηκε η ανάγκη στέγασης του δημαρχείου. Σε μία συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου τέθηκε το θέμα αναζήτησης νέου δημαρχείου. Μια ιδέα που έγινε πράξη στην πορεία. Ο τότε δημοτικός σύμβουλος Κίτσος Μακρής ανέθεσε υπεύθυνο του έργου τον Δημήτρη Πικιώνη, τον ξεχωριστό και πλέον έμπειρο αρχιτέκτονα, ο οποίος θα κατασκεύαζε ένα αρχιτεκτονικό μνημείο μοναδικό και ασύλληπτο για τα τότε δεδομένα.
Ο Βόλος και ο χώρος της Μαγνησίας για τον Δημήτρη Πικιώνη δεν ήταν μέρη άγνωστα. Ο ίδιος το 1939 είχε επισκεφτεί τη Ζαγορά για να μελετήσει την αρχιτεκτονική παράδοση του οικισμού και είχε δημοσιεύσει εκείνη την περίοδο τη βραβευμένη σειρά «η ελληνική λαϊκή τέχνη». Από τον Βόλο επίσης προέρχονταν και ο πολύ καλός του φίλος, ο ζωγράφος Τζόρτζιο ντε Κίρικο.
Ο Δημήτρης Πικιώνης για να σχεδιάσει το δημαρχείο της πόλης έπρεπε να γνωρίσει καλύτερα τον πολεοδομικό χαρακτήρα του Βόλου, καθώς και την αρχιτεκτονική παράδοση της περιοχής, γιατί ήθελε να συνδέσει το νέο κτίριο με τα αρχιτεκτονικά στοιχεία του τόπου.
Ο προσανατολισμός του σχεδίου επικεντρώθηκε τελικά στην υιοθέτηση παραδοσιακών στοιχείων της λαϊκής πηλιορείτικης αρχιτεκτονικής, καθώς θεωρούσε ότι η πόλη του Βόλου καθορίζονταν από το περιβάλλον του γειτονικού Πηλίου.
Η δομή, η κατασκευαστική και λειτουργική αισθητική, καθώς και η αρμονία στο σχήμα και την ποιότητα των υλικών των παραδοσιακών οικισμών του Πηλίου, που εντυπωσίαζαν από πάντα τον Πικιώνη, ενσωματώθηκαν εξ ολοκλήρου στο νέο αυτό κτίριο.
Το κτίριο σχεδιάστηκε το 1960 – 1965 και το 1970 κτίστηκε. Το ιδιαίτερο αυτό κτίσμα αποτέλεσε γνήσιο δείγμα πηλιορείτικης αρχιτεκτονικής και υιοθέτησε όλα τα τοπικά και παραδοσιακά στοιχεία, τόσο στον εξωτερικό όσο και στον εσωτερικό χώρο.
Ο Πικιώνης ήθελε το κτίριο να βρίσκεται σε μία προνομιακή θέση, όπου θα μπορούσε να το θαυμάσει κανείς απ’ όλες τις πλευρές της πόλης. Πράγματι, ο προσανατολισμός του κτιρίου στράφηκε προς την παλιά αλλά και τη νέα πόλη, τοποθετημένο στους πράσινους πνεύμονες του πάρκου Ρήγα Φερραίου, με θέα τη θάλασσα και το λιμάνι από τη μία πλευρά και το Πήλιο από την άλλη και σε σημείο όπου συνδέονται πολλές κεντρικές λεωφόροι της πόλης.
Ο γνωστός αρχιτέκτονας κατάφερε να αποδώσει στο κτίριο τις αναλογίες ενός πραγματικού αρχιτεκτονικού μνημείου, με μοναδική αισθητική μορφή και ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά στοιχεία, που αντανακλούσαν και μαρτυρούσαν την ιστορική μνήμη της πόλης.
Τα έργα του Δημήτρη Πικιώνη δεν ήταν μόνο αυτά. Πλήθος άλλων έργων, αρχιτεκτονικών σχεδίων, μελετών και δοκιμίων συνόδευσαν τη συνολική του δράση και πορεία.
Αυτό που ξεχώριζε όμως την τέχνη του Πικιώνη από την τέχνη των άλλων συναδέλφων του ήταν ότι δεν αντιμετώπιζε την αρχιτεκτονική ως ένα θέμα απλό και τεχνικό, αλλά ως ένα καθαρά πολιτισμικό αγαθό με ιδιαίτερη φυσιογνωμία. Ενδιαφέρονταν βαθιά για το νεοελληνικό πολιτισμό και προσπάθησε να κτίσει την παράδοση με φυσικά, τεχνικά, παραδοσιακά και σύγχρονα υλικά, ακολουθώντας μία χειρονακτική νοοτροπία.
Η τέχνη του είχε κοινωνικό χαρακτήρα. Βοήθησε τους ανθρώπους να αποκτήσουν αυτοσυνείδηση και να γνωρίσουν όχι μόνο τον εαυτό τους, αλλά και το περιβάλλον τους, αντιλαμβανόμενοι όλο το φάσμα της πραγματικότητας που ήταν ταυτισμένη με την ιεράρχηση των δραστηριοτήτων της καθημερινής ζωής. Ήταν και είναι η τέχνη που συγκινεί, εξευγενίζει τα συναισθήματα και κτίζει την κοινωνική συνειδητοποίηση.
Η τέχνη του εκδηλώθηκε σε όλες της τις εκφάνσεις (αρχιτεκτονική, ζωγραφική, φιλοσοφία, κτλ) και αποτέλεσε για τον ίδιο μια μορφή ανάπλασης με λόγο, εικόνα και κίνηση εσωτερικής και εξωτερικής πραγματικότητας. Αποτέλεσε έκφραση της ανθρώπινης ψυχής, αλλά και συμφιλίωσης του ανθρώπου με τη φύση, η οποία έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στα έργα του.
Ο Δημήτρης Πικιώνης ήταν ένας άνθρωπος φιλόδοξος, δραστήριος, με ζωντανό πνεύμα. Μύστης της φυσικής ομορφιάς και της λαϊκής παράδοσης, που κατάφερε να δώσει στα έργα του μια ζωγραφική και χειροτεχνική χροιά. Υπηρέτησε τη μεγάλη του αγάπη, την αρχιτεκτονική, με τη ψυχή του ποιητή, του ζωγράφου και του φιλόσοφου. Πέθανε στις 28 Αυγούστου του 1968, έχοντας καταξιωθεί, αναγνωρισθεί και τιμηθεί για το έργο του και έχοντας ικανοποιήσει τη δίψα του για μάθηση και τις φιλοσοφικές του ανησυχίες. Έρευνες ακόμη και σήμερα ασχολούνται με το πολύπλευρο έργο του, καθώς έχουν γραφτεί εκατοντάδες άρθρα, δοκίμια, διδακτορικές διατριβές και δημοσιεύσεις που αφορούν τη συνολική του δράση και προσφορά.

Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2009

Βόλος: μία πόλη με μεγάλη βιομηχανική ιστορία


Η ανάπτυξη της βιομηχανίας κατά το παρελθόν στην πόλη του Βόλου αποτέλεσε το βασικό συντελεστή της συνολικής εξελικτικής πορείας της πόλης και της ευρύτερης περιοχής. Ο βιομηχανικός παράγοντας υπήρξε ο κύριος δείκτης της αντίστοιχης οικονομικής πολιτικής και πολιτιστικής ανάπτυξης και ευμάρειας της πόλης.
Το 1881, με την προσάρτηση της Θεσσαλίας και του Βόλου στο ελληνικό κράτος, ξεκινάει μια περίοδος οικονομικής ανάπτυξης και άνθησης της πόλης. Παρατηρούνται αυξημένες οικοδομικές και πολεοδομικές δραστηριότητες, καθώς και διαδοχική εξέλιξη των τοπικών βιοτεχνιών σε κύριες βιομηχανίες. Η πόλη οργανώνεται με γρήγορους ρυθμούς και μετατρέπεται σε σημαντικό βιομηχανικό κέντρο.
Τα βιομηχανικά συγκροτήματα αποτελούν τους βασικούς πυρήνες της οικονομικής ζωής της πόλης. Κύριοι κλάδοι των βιομηχανικών επιχειρήσεων είναι η μεταλλουργία, η υφαντουργία, η βυρσοδεψία και η κεραμουργία.
Η πόλη του Βόλου χάρη στο λιμάνι και την εμπορική του δραστηριότητα, καθώς και της σημαντικής της γεωγραφικής θέσης, αποτελεί τη βασικότερη πόλη της Θεσσαλίας και φέρει τον τίτλο της θεσσαλικής πρωτεύουσας.
Η εξέλιξη της βιομηχανίας επηρεάζει με τη σειρά της και καθορίζει τον τρόπο ζωής των ανθρώπων. Η οικονομική ακμή που συνοδεύει την ανάπτυξή της (της βιομηχανίας), δημιουργεί μία σημαντική κοινωνική και πολιτιστική δραστηριότητα και μετατρέπει τον Βόλο σε πόλο έλξης ατόμων διαφορετικών εθνικών και θρησκευτικών ομάδων, ενώ η οικονομική αίγλη που συγκεντρώνεται στην πόλη, προσφέρει περισσότερες δυνατότητες πολιτιστικής ανάδειξης και ανέλιξής της, τόσο στον ελληνικό όσο και στον διεθνή χώρο.
Με την μικρασιατική καταστροφή έχουμε την εγκατάσταση προσφύγων στην πόλη του Βόλου. Ο Βόλος είναι η μοναδική πόλη της Θεσσαλίας που δέχεται τόσο μεγάλο αριθμό προσφύγων. Οι πρόσφυγες αποτελούν το νέο εργατικό δυναμικό που θα συμβάλλει στην αύξηση της βιομηχανικής δραστηριότητας. Ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος θα ανακόψει προσωρινά την οικονομική εξέλιξη της πόλης, ενώ την περίοδο 1941-1944 ο Βόλος θα βιώσει την ιταλική και αργότερα τη γερμανική κατοχή. Μεταπολεμικά ο Βόλος θα εξελιχθεί σε ένα από τα σημαντικότερα πολεοδομικά συγκροτήματα της Ελλάδας, με ανάλογη βιομηχανική ανάπτυξη. Καταλυτική ημερομηνία για την πόλη του Βόλου είναι το έτος 1955, με τους δύο σεισμούς και τις πλημμύρες της ίδιας χρονιάς που θα καταστρέψουν σχεδόν ολοσχερώς την πόλη και θα αλλοιώσουν την αρχική της αρχιτεκτονική φυσιογνωμία.
Μετά τους σεισμούς, επέρχεται μία περίοδος οικονομικής κρίσης για τη βιομηχανική δραστηριότητα του Βόλου, η οποία μειώνεται κατά το ήμισυ. Μεγάλα εργοστάσια, όπως η καπνοβιομηχανία Ματσάγγου, η υφαντουργία Παπαγεωργίου και οι σιδηρουργίες Γκλαβάνη, θα πάψουν να λειτουργούν. Με το σχετικό νόμο του 1965 έχουμε εγκατάσταση νέων βιομηχανικών μονάδων στην πόλη, οι οποίες άρχισαν να λειτουργούν το 1969, οδηγώντας τη βιομηχανία σε προσωρινή άνθηση, η οποία όμως δε θα κρατήσει για πολύ. Από το 1980 και μετά παρατηρείται πλήρης αποβιομηχάνιση της πόλης και έκρηξη της ανεργίας.
Η βιομηχανία αποτέλεσε για τον Βόλο το βασικό μέσο οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής προβολής της πόλης στο παρελθόν. Με την ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής ο αναπτυσσόμενος αστικός χώρος του Βόλου έγινε χώρος συσσώρευσης κεφαλαίου και εργατικής δύναμης, ενώ ο κοινωνικός χώρος αποτέλεσε το πλαίσιο όπου αναβίωσε μια μεγάλη κοινωνικο-οικονομική δύναμη. Η πόλη διαμορφώθηκε ουσιαστικά μέσα από τις διαδικασίες εκβιομηχάνισης, οι οποίες επέδρασαν σε κάθε τομέα της ζωής των πολιτών και λειτούργησαν καταλυτικά για την μετέπειτα πορεία της πόλης.
Σήμερα τα βιομηχανικά κτίρια του Βόλου ξαναζούν, θυμίζοντας τον πλούτο του παρελθόντος. Ο Βόλος υιοθέτησε μια πολιτική ανάπτυξης που στηρίχθηκε στην προστασία, την αναβίωση και την αξιοποίηση των παλιών βιομηχανικών κτιρίων, με κύριο στόχο τη διαφύλαξη των στοιχείων της βιομηχανικής παράδοσης και ιστορίας.
Έτσι, παλιά βιομηχανικά κτίρια του παρελθόντος επαναχρησιμοποιήθηκαν και πολλά από αυτά μετατράπηκαν σε κτίρια δημόσιας χρήσης. Μερικά από τα βασικότερα κτίρια που χρησιμοποιήθηκαν είναι τα εξής: Η καπναποθήκη Παπαστράτου που σήμερα στεγάζει το πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και αποτελεί το κτίριο σύμβολο της πόλης του Βόλου. Το κτίριο Σπίρερ όπου στέγαζε την καπναποθήκη του οίκου Χέρμαν Σπίρερ και όπου σήμερα ένα μέρος του στεγάζει τις υπηρεσίες της πολεοδομίας και το υπόλοιπο φιλοξενεί πολιτιστικά γεγονότα, καθώς και το κτίριο της παλιάς ηλεκτρικής, όπου το 1911 αποτελούσε μία από τις σημαντικότερες μονάδες ηλεκτρικού ρεύματος στην Ελλάδα και που σήμερα φιλοξενεί δραστηριότητες Μουσικού κέντρου Θεάτρου. Ένα επίσης σημαντικό κτίριο είναι το συγκρότημα Λούλη, όπου αποτελούσε τον πρώτο ατμόμυλο της περιοχής από το 1918 και όπου σήμερα το κτίριο λειτουργεί ως πολυχώρος ψυχαγωγίας (κινηματογραφική αίθουσα Village). Ένα ακόμα σημαντικό κτίριο είναι το εργοστάσιο Μουρτζούκου Λεβαθιάν, που αποτέλεσε το δεύτερο μεγάλο υφαντουργείο της πόλης από το 1800 ως το 1954. Σήμερα το κτίριο ανήκει στον οργανισμό σχολικών κτιρίων. Τέλος έχουμε τα κτίρια που στεγάζονται σήμερα οι πολυτεχνικές σχολές στο πεδίο του Άρεως, τα οποία στο παρελθόν λειτουργούσαν ως μονάδες χυτηρίων και αποθήκες πρώτων υλών, καθώς και τις παλιές αποθήκες της βιομηχανίας Ματσάγγου στο Φυτόκο, που σήμερα φιλοξενούν τη γεωπονική σχολή.
Ο Βόλος υπήρξε παράδειγμα πόλης αποδόμησης και αξιοποίησης της βιομηχανικής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Η πόλη ανακαίνισε ριζικά ή με συμπληρωματικές επιμέρους κατασκευές πολλά βιομηχανικά κατάλοιπα, μετατρέποντάς τα σε ενθυμήματα του παρελθόντος και μάρτυρες εκείνης της εποχής, όπου η συνεισφορά της βιομηχανίας στην πόλη του Βόλου υπήρξε ιδιαίτερα γόνιμη και εποικοδομητική.

Το αρχοντικό Κοντού στα Άνω Λεχώνια


Ήδη πριν την απελευθέρωση της Θεσσαλίας το 1881 οι Τούρκοι είχαν αποχωρήσει από τα Λεχώνια πουλώντας τις περιουσίες τους στους Χριστιανιούς. Το 1895 τα Άνω Λεχώνια ενώθηκαν σιδηροδρομικά με το Βόλο, ενώ το 1900 ιδρύθηκε στην περιοχή το εργοστάσιο μεταξουργίας του Κουτούπη, μετά το εργοστάσιο μεταξουργίας του Κουσκούλη, που λειτουργούσε ήδη από το 1875. Τα Λεχώνια μετατράπηκαν σε μία ακμάζουσα κοινωνία «αστικού» χαρακτήρα, που προσέλκυσε πολλούς πλούσιους οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή και έκτισαν τα αρχοντικά τους (αρχοντικά Κοντού, Κασιοπούλου, Χατζηκυριαζή).
Το 1900 κτίστηκε το αρχοντικό Κοντού, το οποίο και πήρε το όνομά του από την πρώτη οικογένεια που το έκτισε και έμεινε εκεί, την οικογένεια Κοντού. Ο Κοντός ήταν πρόξενος της Ρωσίας στην Ελλάδα. Η οικογένεια συνδέθηκε με ένα βαρύ πένθος που προήρθε όταν τα αγόρια της οικογένειας πέθαναν από φυματίωση. Σύμφωνα όμως με το θρύλο που είχε δημιουργηθεί, η οικογένεια δηλητηριάστηκε από ένα σαμιαμίδι που είχε πέσει στο γάλα την ώρα του πρωινού. Σήμερα υπάρχει ο οικογενειακός τάφος στο παλιό νεκροταφείο του Βόλου, που αναπαριστάνει τη συγκεκριμένη σκηνή.
Στη συνέχεια, το αρχοντικό εγκαταλείφθηκε. Το 1920 η κόρη της οικογένειας Θελξινόη, πούλησε το αρχοντικό στον Γεώργιο Αλπάκη, οικογενειάρχη με τρεις κόρες και έναν γιο. Ο Αλπάκης έδωσε το σπίτι ως προίκα σε μία από τις τρεις κόρες του, τη Φρόσω, η οποία το έδωσε με τη σειρά της προίκα στη μεγαλύτερή της κόρη. Το 1960, το σπίτι πουλήθηκε στον εργολάβο Κουτσιδάκη, ο οποίος το επισκεύασε χρησιμοποιώντας υλικά κατώτερης ποιότητας, καταστρέφοντας έτσι ιδιαίτερα σημεία του σπιτιού, όπως ήταν οι τοιχογραφίες του. Μετά το θάνατό του, οι κόρες του πούλησαν το αρχοντικό στο δικηγόρο Κίμωνα Χατζησταματίου.
Από το 1930 ως το 1940 το σπίτι κατοικήθηκε από τις οικογένειες Ολυμπίου Δημητριάδη και Ν. Κοτζιά, καθώς και από τον βουλευτή Κ. Σαμαρά και το δάσκαλο Μαυράκη. Το 1941, τη δεύτερη μέρα του Πάσχα, όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν τα Λεχώνια, το σπίτι χρησιμοποιήθηκε ως αρχηγείο των Γερμανών, μέχρι και την απελευθέρωση του χωριού το 1944.
Σήμερα το αρχοντικό παραμένει έρημο, εγκαταλειμμένο και αναξιοποίητο, διατηρώντας ωστόσο τα βασικά αρχιτεκτονικά του σημεία. Πρόκειται για ένα διώροφο οίκημα που είναι κτισμένο από πέτρα και πορσελάνη (το ιδιαίτερο αυτό κτίσιμο το προστάτευσε στο παρελθόν από τις ρωγμές). Το κτίριο αποτελεί ζωντανό παράδειγμα του νεοκλασικισμού. Διαθέτει υπόγειο, ισόγειο, πρώτο όροφο και σοφίτα.
Το οίκημα ακολουθεί τους νόμους της συμμετρίας στις όψεις, την οργάνωση των όγκων και τη ρυθμική διάθρωση των επιφανειών του. Περίτεχνα και καλοδουλεμένα κιγκλιδώματα στολίζουν το εξωτερικό του σπιτιού, καθώς και το μεγάλο κεντρικό μπαλκόνι που ξεχωρίζει από την πλευρά του δρόμου. Στις επιβλητικές πόρτες εισόδου, καθώς και στα άφθονα παράθυρα που επέτρεπαν να μπει το φως του ήλιου, υπάρχουν λαξευμένα περιγράμματα που προσδίδουν στο οίκημα μια απαράμιλλη έκφραση κομψότητας και επισημότητας.
Στο εσωτερικό του σπιτιού υπάρχει μία πλατιά είσοδος με κλίμακα, που οδηγεί στους πάνω ορόφους. Τα δωμάτια ήταν μεγάλα, επιβλητικά και κατάλληλα διαμορφωμένα, ώστε να χαρίζουν άνεση και αρχοντιά στους κατοίκους τους.
Εξωτερικά το αρχοντικό διαθέτει ένα μεγάλο όμορφο κήπο που είναι διαμορφωμένος σε επίπεδα. Διαθέτει επίσης σιντριβάνι, βεράντες με κιόσκια και δύο μεγάλους φοίνικες στην κεντρική είσοδο (δυστυχώς τόσο το κτίριο όσο και ο εξωτερικός χώρος είναι σήμερα εγκαταλειμμένα).
Το οίκημα ξεχωρίζει ακόμα και σήμερα για την ιδιαίτερη πλαστική του και χρωματική του διακόσμηση και επεξεργασία, τις ήρεμες προσόψεις και το εκλεκτικό ύφος που μαρτυρά την οικονομική άνεση και την κοινωνική θέση των κατοίκων του.
Το αρχοντικό χαρακτηρίζεται από τη μορφολογική του αυτάρκεια, την άφθαρτη αισθητική του και τη δυναμική του πλαστικότητα. Αποτελεί αδιαμφισβήτητα ένα αριστούργημα της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής, που επιβίωσε στο πέρασμα των χρόνων, σηματοδοτώντας την εποχή του.
Σήμερα το αρχοντικό αποτελεί μνημειακό πρότυπο για την περιοχή. Επιφορτισμένο με ιστορίες του υπερφυσικού που σχετίζονται με θανάτους και εκτελέσεις που έγιναν εκεί, το σπίτι, πέρα από την ανυπόκριτη αυτοδυναμία και τη ρομαντική έκφραση που προβάλλει, συνδυάζει και μία σκοτεινή γοητεία, που το κάνει να δεσπόζει με το στιβαρό του όγκο ακόμη πιο ιδιαίτερο και πιο επιβλητικό, προσελκύοντας το ενδιαφέρον πολλών επισκεπτών.

Ο ναός του Αγίου Νικολάου στα Κανάλια: Ένα από τα σημαντικότερα βυζαντινά μνημεία της Μαγνησίας


Ο ναός του αγίου Νικολάου που κτίστηκε προς τιμήν του αγίου Νικολάου, προστάτη των ψαράδων, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα βυζαντινά μνημεία της Μαγνησίας. Αυτό το μικρό, ιδιαίτερο μνημείο είναι κυρίως γνωστό από τους ντόπιους και την επιστημονική κοινότητα και λιγότερο γνωστό από τον υπόλοιπο κόσμο της ευρύτερης περιοχής του νομού. Είναι κτισμένος στην ανατολική όχθη της αποξηραμένης σήμερα λίμνης Βοιβής και σε μία περιοχή όπου τα αρχαιολογικά λείψανα βυζαντινών κτισμάτων και οικισμών μαρτυρούν μια συνεχής κατοίκηση του χώρου.
Ο μικρός ναός χρονολογείται από τον 12ο αιώνα. Το μνημείο σώζεται σε κακή σχετικά κατάσταση, χωρίς στέγη. Μεταγενέστερες οικοδομικές φάσεις δε διακρίνονται, ενώ η αρχική αρχιτεκτονική του μορφή διατηρεί τα αυθεντικά χαρακτηριστικά της. Ο ναός ανήκει στον τύπο του απλού κεραμοσκέπαστου ναού με εγκάρσια καμάρα στον νάρθηκα, πάνω από την οποία υπήρχε κατά το παρελθόν μονοκλινής στέγη. Η κάτοψη του κυρίως ναού ακολουθεί τις αρμονικές αναλογίες της χρυσής τομής. Όσον αφορά την τοιχοποιία του ναού, έχουμε εφαρμογή του πλινθοπερίκλειστου συστήματος δόμησης και του συστήματος δόμησης που στηρίζεται που στηρίζεται στη χρήση μικρών οριζόντιων τούβλων, που παρεμβάλλονται στους μεγάλους σε πλάτος αρμούς, μεταξύ των ακανόνιστων ημιλαξευμένων λίθων. Η εφαρμογή του τελευταίου συστήματος δόμησης αποτυπώνεται τέλεια στα δίλοβα παράθυρα του ναού και αποτελεί το πιο γνωστό σύστημα δόμησης των μνημείων που χρονολογούνται στον 12ο αιώνα. Χαρακτηριστικοί είναι επίσης και οι πλίνθινοι διάκοσμοι, που υπάρχουν στα ανοίγματα των θυρών και των παραθύρων.
Σ’ αντίθεση με τα αρχιτεκτονικά μορφολογικά μέρη που θεωρούνται ποιοτικώς μέτρια, οι τοιχογραφίες που σώζονται στο εσωτερικό του ναού θεωρούνται ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες και αξιόλογες.
Οι τοιχογραφίες που σώζονται μέχρι σήμερα και χρονολογούνται σε τρεις διαφορετικές εποχές, διατηρούνται στην αψίδα του βήματος στην κόγχη της προθέσεως και στο ανατολικό άρθρο του βόρειου τοίχους. Στην αψίδα του βήματος απεικονίζεται η Παναγία στον εικονογραφικό τύπο της «βλαχερνίτισας». Η Θεοτόκος απεικονίζεται όρθια με υψωμένα τα χέρια σε στάση δέησης και με την εικόνα του Χριστού ζωγραφισμένη σε εγκόλπιο στα στήθη της. Εκατέρωθεν της Παναγίας υπάρχουν δύο μετάλλια με τους αρχάγγελους Ouriel και Ραφαήλ. Στην τοιχογραφία υπάρχει η επιγραφή ΜΡ.ΘΥ (Μήτηρ Θεού) που βρίσκεται δεξιά και αριστερά από το κεφάλι της Παναγίας. Στο κάτω μέρος της απεικόνισης μεσολαβεί μία ταινία που είναι διακοσμημένη με ρόμβους, ενώ κάτω από αυτή απεικονίζονται αριστερά και δεξιά του δίλοβου παραθύρου ο άγιος Χρυσόστομος και ο άγιος Βασίλειος.
Δίπλα σε αυτούς τους αγίους απεικονίζονται και δύο άλλοι αρχιερείς, των οποίων τα ονόματα δε διακρίνονται, θεωρούμε όμως από τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά τους ότι πρόκειται για τον άγιο Αθανάσιο και τον άγιο Γρηγόριο. Οι αρχιερείς παριστάνονται όρθιοι και μετωπικοί. Με το αριστερό χέρι κρατούν ένα διακοσμημένο βιβλίο, ενώ με το δεξί ευλογούν. Στην κόγχη της προθέσεως απεικονίζεται ο διάκονος Στέφανος. Ο διάκονος απεικονίζεται όρθιος, με το αριστερό χέρι να σηκώνει ένα αγγείο με θυμίαμα και με το δεξί χέρι ένα θυμιατό. Στο ανατολικό άκρο του βόρειου τοίχου, στην κόγχη της προθέσεως και κοντά στο διάκονο Στέφανο, υπάρχει η εικονογραφική σύνθεση της σκηνής του μελισμού. Ο Χριστός απεικονίζεται ως βρέφος, γυμνός πάνω από το βωμό και με το δεξί του χέρι να ευλογεί. Κάτω από το κιβώριο διακρίνεται η επιγραφή «ο μελισμός». Ο εικονογραφικός αυτός τύπος συμβολίζει τη μετουσίωση του άρτου σε σώμα και του οίνου σε αίμα. Πρόκειται για ένα συνηθισμένο εικονογραφικό τύπο, που συναντάται συχνά σε βυζαντινά μνημεία του 12ου αιώνα.
Ο ανατολικός τοίχος τώρα είναι ζωγραφισμένος ως το ύψος της εισόδου του ναού. Από τη μία πλευρά της εισόδου έχουμε τις εικόνες του Χριστού και του αγίου Ιωάννη του Πρόδρομου και από την άλλη της Παναγίας και του αγίου Νικολάου, με τις αντίστοιχες επιγραφές. Κάτω από τις εικόνες υπάρχει μια μεγάλη διακοσμητική ζώνη, η ζωγραφική της οποίας παραπέμπει σε κεντημένες κουρτίνες, ενώ κάτω από αυτή τη ζώνη μια μικρότερη που είναι διακοσμημένη με ρόμβους. Από την άλλη πλευρά, πάνω από το δυτικό τοίχος, απεικονίζονται τέσσερις μορφές ολόσωμων γυναικών που βρίσκονται δεξιά και αριστερά της εισόδου. Οι δύο πρώτες αγίες είναι η αγία Παρασκευή και η αγία Αναστασία, ενώ για τις άλλες δύο αγίες που διακρίνονται με δυσκολία δεν έχει γίνει η αντίστοιχη ταύτιση. Πιστεύεται ότι η μία από τις δύο μορφές πιθανόν να ταυτίζεται με την αγία Αικατερίνη.
Οι υπόλοιπες τέσσερις επιφάνειες των τοίχων του νάρθηκα αναφέρονται στην τελική κρίση. Η συγκεκριμένη σύνθεση διατηρεί όλα τα στοιχεία του συγκεκριμένου εικονογραφικού τύπου, όπως αυτός διαμορφώθηκε τον 12ο αιώνα. Οι σκηνές σώζονται δυστυχώς αποσπασματικά. Στο βόρειο τοίχος απεικονίζεται ο παράδεισος (ο οποίος οριοθετείται) και μέσα σ’ αυτόν η Παρθένος σε στάση δέησης και καθισμένη σε έναν θρόνο, ενώ εκατέρωθέν της υπάρχουν δύο άγγελοι. Ακριβώς από κάτω απεικονίζεται ο Αβραάμ, καθισμένος επίσης σε ένα θρόνο, να δέχεται στους κόλπους του τις ψυχές των εκλεκτών και δίπλα του παριστάνεται ο καλός ληστής που φέρει το σταυρό του. Την παράσταση συμπληρώνουν οι θεωρίες των δικαίων μέσα σε νέφη. Στον δυτικό τοίχο έχουμε την αποσπασματική σκηνή ανθρώπων και συγκεκριμένων ζώων που ανήκαν πιθανόν στην παράσταση της τελευταίας κρίσης. Πάνω από τον ανατολικό τοίχο έχουμε την απεικόνιση του μεγάλου ποταμού της κολάσεως. Ο ποταμός διασχίζει τη σκηνή διαγώνια. Στη δεξιά όχθη παριστάνεται η γη και η θάλασσα ( η κόλαση αναπαριστάνεται με απεικονίσεις της γης και της θάλασσας). Υπάρχουν επίσης μορφές βασιλέων που φέρουν εμβλήματα και που κάθονται στην άκρη της θάλασσας. Η θάλασσα απεικονίζεται ως μια νέα γυναίκα που κάθεται πάνω σε ένα κοχύλι στην πλάτη πάνω στην πλάτη ενός θαλάσσιου τέρατος, από το ανοιχτό στόμα του οποίου προβάλλει ένας άνθρωπος. Στο κεφάλι ενός άλλου τέρατος, ένα ανθρώπινο κομμένο κεφάλι φέρει την επιγραφή «ο αντίχριστος». Τη σύνθεση συμπληρώνουν άγγελοι σαλπιστές που καλούν τους νεκρούς να ξυπνήσουν και οι άνεμοι στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, ενώ δε λείπουν πάλι από τη σύνθεση τα ζώα και οι ζωόμορφοι δαίμονες. Στην αριστερή όχθη του ποταμού έχουμε το επεισόδιο του «ζυγίσματος» των ψυχών. Το χέρι του Θεού ξεπροβάλλει από τον ουρανό κρατώντας τη ζυγαριά των ψυχών και μπροστά σ’ αυτήν παρουσιάζονται οι αμαρτωλοί γυμνοί, να περιμένουν την ετυμηγορία. Από τη μία πλευρά απεικονίζονται δαίμονες να φιλονικούν με τους αγγέλους και από την άλλη άγγελοι να σπρώχνουν τους δαίμονες στο βασίλειο του σατανά. Ο ποταμός της κολάσεως καταλήγει στο σώμα ενός πελώριου τέρατος. Ανάμεσα στους αμαρτωλούς επισημαίνονται με επιγραφή οι «βασιλείς» και «τύραννοι» και για μία ακόμη φορά υπάρχει η επιγραφή «ο αντίχριστος».
Μέσα στο στόμα του τέρατος απεικονίζεται ο Άδης, γυμνός και γέρος με μακριά μαλλιά και ουρά. Κάτω από τη σκηνή της κρίσης, σε ένα ειδικό χώρισμα, απεικονίζεται η κόλαση, όπου οι αμαρτωλοί θα εκτελέσουν τις ποινές τους. Τέλος στο κεντρικό κλίτος της εκκλησίας, στο κάτω μέρος των τοιχών, υπάρχει μία συνεχής ζώνη με απεικονίσεις ολόσωμων αγίων, ενώ πάνω από αυτήν υπάρχουν μετάλλια που φέρουν πάλι μορφές αγίων. Ψηλότερα υπάρχουν δύο σειρές με παραστάσεις που αναφέρονται στα επεισόδια της ζωής του αγίου Νικολάου και του Χριστού. Η αφιερωματική επιγραφή του ναού υπάρχει πάνω από τη νότια είσοδο και διασώζεται δυστυχώς αποσπασματική.
Ο ζωγράφος με τις σκηνές της κρίσεως και τις συχνές απεικονίσεις των δαιμόνων ως συμβόλων δυνάμεων του κακού δεν έχει σκοπό να τρομοκρατήσει του πιστούς. Στόχος του είναι να απεικονίσει αυτόν τον ανατριχιαστικό κόσμο της κολάσεως, που έρχεται σε αντίθεση με τον παράδεισο και τον κόσμο του Θεού. Μέσα από αυτήν τη σύνθεση ο ζωγράφος ήθελε προφανώς να τονίσει το αίσθημα της ελπίδας και της σωτηρίας.
Οι φτερωτοί δαίμονες που όπως προαναφέραμε επαναλαμβάνονται στις σκηνές της κρίσης, παραπέμπουν σε αποτρόπαιες μορφές αρχαίων πολιτισμών της Ανατολής, ενώ η μορφή του Άδη που παριστάνεται ως γέρος με μακριά μαλλιά και ουρά παραπέμπει στους Σάτυρους της αρχαίας Ελλάδας. Έτσι βλέπουμε να κυριαρχεί στις συνθέσεις αυτός ο συγκερασμός και αυτή η συνύπαρξη και η συγχώνευση στοιχείων του κλασικισμού στη βυζαντινή τέχνη – ζωγραφική.
Όσον αφορά τις μορφές των συνθέσεων, παρατηρούμε ότι αυτές απεικονίζονται με μεγάλα μάτια, αψιδωτά φρύδια και με τις χαρακτηριστικές εκφραστικές ρυτίδες του μετώπου. Εντύπωση μας κάνει η ιδιαίτερη διακόσμηση των ενδυμάτων, καθώς και η μεγάλη ευκρίνεια που αποδίδονται τα νεανικά χαρακτηριστικά ορισμένων μορφών (όπως ο διάκονος Στέφανος και οι άγγελοι εκατέρωθεν της Παναγίας Βλαχερνίτισας).
Οι μορφές αποπνέουν μία έντονη εσωτερικότητα, ενώ έμφαση δίνεται στην απλότητα και λιτότητα που κυριαρχούν στις περισσότερες συνθέσεις. Η εικονογραφία ακολουθεί ένα πλούσιο αφηγηματικό και συμβολικό χαρακτήρα. Βασικός στόχος του καλλιτέχνη είναι να τονίσει και να εκφράσει την πνευματικότητα των εικονιζόμενων μορφών. Αν και η εικονογραφία στο σύνολό της δίνει την εντύπωση μιας αρμονικής σύνθεσης, ωστόσο η ζωγραφική παρουσιάζει ορισμένες φορές αδεξιότητες ως προς την απόδοση των προσώπων και των γραμμικών πτυχώσεων των ενδυμάτων. Αυτή η αδυναμία, σε συνδυασμό με την έλλειψη τρισδιάστατης προοπτικής, υποδηλώνει ένα μέτριο τρόπο ζωγραφικής και έκφρασης.
Ο μεγάλος αριθμός επίσης των επιγραφών που φέρουν οι τοιχογραφίες δείχνει ότι ο ζωγράφος ήταν γνώστης της εκκλησιαστικής ιστορίας και είχε την αντίστοιχη θεολογική παιδεία, κάτι που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο ναός του αγίου Νικολάου προφανώς να απευθύνονταν όχι σε απλούς πιστούς, αλλά σε πιστούς – μοναχούς.
Σήμερα στο ναό του αγίου Νικολάου είναι πλέον ορατός ο κίνδυνος κατάρρευσης ορισμένων τμημάτων του. Η επίβλεψη και η λήψη άμεσων μέτρων αποκατάστασης του μνημείου αποτελεί πλέον επιτακτική ανάγκη. Τη μελέτη συντήρησης των τοιχογραφιών του ναού έχει αναλάβει η 7η εφορία βυζαντινών αρχαιοτήτων.
Η παρουσία του μνημείου στο χώρο της Μαγνησίας ισχυροποιεί το βαθμό της ιστορικής συνείδησης και της προστασίας της ιστορικής μνήμης. Η προστασία του βυζαντινού ναού από την καταστροφή δεν αφορά μόνο τη φυσική διατήρησή του, αλλά συμβολίζει και την ανάγκη της ανάδειξης και της προβολής της ιστορικής του συνέχειας.


Βιβλιογραφία
• Μπούρα Λασκαρίνα - Χαράλαμπος, Η Ελληνική Ναοδομία κατά των 12ο αιώνα, Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα, 2002.
• Kourkoutidou – Nikolaidou, Les fresques de l’église saint-Nicolas à Kanalia, la Thessalie, Quinze années de recherche archéologique 1975-1990, Bilans et perspectives, Actes du colleque international, Lyon, Avril 1990.