Παρασκευή 16 Απριλίου 2010

Η αμφιπρόσωπη εικόνα της Καστοριάς και η σχέση της με το πάθος του Χριστού


Η συγκεκριμένη εικόνα προέρχεται από την Καστοριά και φιλοξενείται στο Βυζαντινό μουσείο της πόλης. Στην εμπρόσθια όψη της εικόνας απεικονίζεται η Παναγία βρεφοκρατούσα και στην οπίσθια, η Άκρα ταπείνωση.
Η εικόνα είναι ζωγραφισμένη με την τεχνική της αυγοτέμπερας σε ξύλο και έχει διαστάσεις 115 x 77 εκ. Η εμπρόσθια όψη παρουσιάζει την Παναγία βρεφοκρατούσα σε προτομή, να κρατά με το αριστερό χέρι της το Χριστό και το δεξί να το φέρει μπροστά στο στήθος της. Ο Χριστός, ο οποίος παριστάνεται ως μικρό παιδί, αλλά με έκφραση ώριμου άνδρα, με το αριστερό χέρι κρατάει ειλητάριο και με το δεξί ευλογεί. Η Παναγία απεικονίζεται με έκφραση θλίψης, η οποία αποδίδεται από τις βαθιές ρυτίδες πόνου ανάμεσα στα φρύδια της. Στο επάνω μέρος της εικόνας αριστερά και δεξιά εικονίζονται δύο μικροσκοπικοί άγγελοι που σεβίζουν.
Στην οπίσθια όψη απεικονίζεται ο Χριστός στον τύπο της Άκρας ταπείνωσης. Είναι ζωγραφισμένος σε προτομή, με τα μάτια κλειστά και το κεφάλι γερμένο προς το δεξιό ώμο. Ακριβώς πίσω του βρίσκεται τοποθετημένος ο σταυρός του μαρτυρίου, από τον οποίο διακρίνεται η απόληξη της κατακόρυφης, καθώς δεξιά κεραία. Πάνω από την απόληξη υπάρχει η κεφαλαιογράμματη επιγραφή [ΒΑC]ΙΛΕΥC ΤΗC ΔΟΞΗC, ενώ δεξιά και αριστερά από την κατακόρυφη κεραία του σταυρού αναγράφονται οι βραχυγραφίες ΙΗC(ΟΥ)C Χ(ΡΙCΤΟ)C.
Στο κάτω μέρος της εικόνας υπάρχουν εγκοπές για την τοποθέτησή της σε κοντάρι, κάτι που δείχνει ότι δεν έχουμε να κάνουμε με μια απλή εικόνα, αλλά με μια εικόνα λιτανείας. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το θέμα των δύο όψεων της εικόνας, οδήγησε στη σύνδεσή της με την ακολουθία των Παθών κατά την Μεγάλη Παρασκευή.
Στην εμπρόσθια όψη αξίζει να σταθούμε στην κατεύθυνση του βλέμματος και της έκφρασης της Παναγίας, η οποία αποπνέει οδύνη. Το νεανικό της πρόσωπο έρχεται σε αντίθεση με το βαθιά αυλακωμένο από ρυτίδες μέτωπό της, αλλά και με τη γαλήνια έκφραση του θείου βρέφους. Τα στοιχεία αυτά δε θα μπορούσαν να ερμηνευτούν παρά σε συνδυασμό με την απεικόνιση της οπίσθιας όψης με το νεκρό Χριστό. Η Παναγία δηλαδή είναι θλιμμένη γιατί προαισθάνεται το μέλλον του γιου της, το Πάθος, τη Σταύρωση και τη Ταφή του.
Στην οπίσθια όψη ο Χριστός παρουσιάζεται όρθιος αλλά νεκρός και μέσα στην Άκρα ταπείνωση και μοναξιά χαρακτηρίζεται ως Βασιλεύς της Δόξης, κάτι που σημαίνει ότι στη συγκεκριμένη εικόνα έχουμε να κάνουμε με το Χριστό μεταξύ Σταύρωσης και Ανάστασης. Στη σκηνή της Άκρας ταπείνωσης παρουσιάζεται ο θάνατος του Χριστού, αλλά πρόκειται στην ουσία για το θάνατο της ανθρώπινης φύσης του Χριστού και την απελευθέρωση της θεϊκής του διάστασης. Έχουμε να κάνουμε δηλαδή, με μια συνθετική εικόνα που το νοηματικό της περιεχόμενο περικλείει τόσο τη Σταύρωση και τη ταφή, όσο και την Ανάσταση.
Και οι δύο όψεις της εικόνας χρονολογούνται στο τελευταίο τέταρτο του 12ου αιώνα. Τόσο στη βρεφοκρατούσα, όσο και στη σκηνή του Πάθους, εκείνο που κυριαρχεί είναι η διάχυτη έκφραση των συναισθημάτων. Μια έκφραση όπου στην Παναγία αποτυπώνεται στο βλέμμα, ενώ στην Άκρα ταπείνωση αποδίδεται με τις συσπάσεις του προσώπου. Λόγω του θέματός της, αποτελεί μία κατεξοχήν λατρευτική εικόνας της Μεγάλης Παρασκευής, που παρουσιάζει σε εξέλιξη το θείο δράμα, αφού στις μορφές συνοψίζεται το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον: η ενσάρκωση, η Σταύρωση και η Ανάσταση.

Βιβλιογραφία: Belting Hans, “An image and its function in the Liturgy: the man of sorrows in Byzantium”, Dumbarton Oaks Papers, 1980-81, σελ 1-16

Δευτέρα 5 Απριλίου 2010

Αφιέρωμα στη γυναίκα: Η γυναίκα χθες και σήμερα στον κόσμο




«Αλλά πώς να βασιστούμε στις γυναίκες για να φερθούμε με λογική ή για να ανδραγαθήσουμε . . . περιορισμένες όπως είμαστε μέσα στα φτιασίδια μας, μέσα στα κίτρινα κροκάτα φορέματά μας, στην περιποίηση της ομορφιάς μας, στους χιτώνες μας, στα σανδάλια μας;»

(Αριστοφάνης, Λυσιστράτη)



Διαπολιτισμικά, οι άνδρες και οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν στο εσωτερικό ιστό κάθε κοινωνίας πολλές διαφορετικές σημασίες, οι οποίες οργανώνονται μέσα από πρακτικές εμπλοκής των ατόμων ως άνδρες και γυναίκες και ταυτόχρονα προσδιορίζουν τη δράση τους σε ένα οριοθετημένο σύστημα πρακτικών και αξιών, μέσα στο οποίο τα δρώντα υποκείμενα βιώνουν τον εαυτό τους και τον κόσμο.
Το φαινόμενο της ασυμμετρίας στις σχέσεις των φύλων, είναι ένα οικουμενικό φαινόμενο και αντιστοιχεί στην επίσης οικουμενική ασυμμετρία, που υπάρχει ανάμεσα στους χώρους «δημόσιος» και «ιδιωτικός».
Έτσι, οι γυναίκες που αντιπροσωπεύουν το «ιδιωτικό» ή «οικιακό» χώρο, προσδιορίζονται κοινωνικά με γνώμονα την φύση τους και την σχέση που έχουν με τους άντρες ως σύζυγοι, κόρες, μητέρες, κλπ. Στο παρελθόν, η γυναίκα λόγω της ανατομίας της, συνδέονταν με την αναπαραγωγική της λειτουργία, ήταν περισσότερο δέσμια των βιολογικών της χαρακτηριστικών και θεωρούνταν κατώτερη και υποδεέστερη.
Παρακολουθώντας την ανθρώπινη εξέλιξη, παρακολουθούμε ότι στις πρώτες θηρευτικές και συλλεκτικές κοινωνίες που δημιουργήθηκαν, σύμφωνα πάντα με κάποιους μελετητές, η γυναίκα συλλέκτρια προσδιορίζονταν από την σχέση της με τον άντρα. Οι έμφυλες μορφές δράσης και οι έννοιες «ιδιωτικού» και «δημόσιου» ξεκινούν από εδώ.
Οι κατεξοχήν αντρικές δραστηριότητες όπως το κυνήγι, ήταν δραστηριότητες συλλογικές και συνδέονταν με την αναζήτηση και την καταστροφή, σε αντίθεση με τις γυναικείες οικιακές δραστηριότητες, όπως ήταν η φροντίδα των παιδιών η η καλλιέργεια του ρυζιού για παράδειγμα, που ήταν μοναχικές και συνδέονταν με την ρουτίνα. Όμως, οι γυναίκες δεν αναγνωρίζονταν από τους άντρες με βάση την συμβολή τους και την προσφορά τους στην διατροφή της ομάδας, ούτε με βάση τους δεσμούς με τα παιδιά ως μητέρες, αλλά ως σεξουαλικοί σύντροφοι και σύζυγοι.
Έτσι, στις θρησκευτικές και συλλεκτικές κοινωνίες, οι άντρες ορίζονται ως κυνηγοί και αρχηγοί και οι γυναίκες ως σύζυγοι και ερωμένες που καθορίζονται από τους άντρες.
Στην αρχαία Ελλάδα, η γυναίκα θεωρούνταν ανήλικη από την γέννησή της έως και τον θάνατό της, ενώ σε όλη της την ζωή βρισκόταν υπό κηδεμονία. Πριν από τον γάμο, βασικός κηδεμόνας της γυναίκας θεωρούνταν ο πατέρας της ή ο μεγαλύτερος αδερφός της, ενώ μετά τον γάμο την κηδεμονία αναλάμβανε ο σύζυγός της. Σε περίπτωση θανάτου του συζύγου της, την κηδεμονία την είχε ο μεγαλύτερος γιος της και αν δεν υπήρχε γιος, τότε αναλάμβανε ένας από τους κοντινότερους άρρενες συγγενείς.
Για τον Αριστοτέλη, ιδανική ηλικία γάμου, θεωρούνταν για τους άντρες το 37ο έτος της ηλικίας τους και για τις γυναίκες το 18ο, ενώ μοναδικός σκοπός του γάμου ήταν η τεκνοποιία.
Η γυναίκα δεν συμμετείχε σε καμία περίπτωση στην κοινωνική ζωή και διασκέδαση του άντρα της (οι άντρες συνήθως διασκέδαζαν στα συμπόσια με τις εταίρες) ενώ ούτε καν λόγος γίνεται για την συμμετοχή της στα πολιτικά θέματα. Κλεισμένη διαρκώς στον γυναικωνίτη, χωρίς καμία συμμετοχή την κοινωνική ζωή της πόλης και με μοναδικά καθήκοντα, την γέννηση _ ανατροφή των παιδιών και την εκτέλεση των οικιακών εργασιών, η γυναίκα στην αρχαία ελλάδα αντιμετωπίζονταν ως πολίτη δεύτερης κατηγορίας.
Απομονωμένη στον γυναικωνίτη του παλατιού της ή μέσα στο σπίτι της, νομικά απροστάτευτη και κοινωνικά υποδεέστερη, θεωρούνταν και η γυναίκα στο Βυζάντιο. Η γέννηση ενός κοριτσιού σε μια οικογένεια δεν έφερνε ιδιαίτερη χαρά, καθώς αυτό σήμαινε πως το όνομα της οικογένειας δεν θα διαιωνίζονταν. Κύριο μέλημα των γονέων ήταν να διαπαιδαγωγήσουν μια κοπέλα σωστά, έτσι ώστε να γίνει άξια σύζυγος ενός φρόνιμου άντρα.
Όπως στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν εταίρες, έτσι και στο Βυζάντιο υπήρχαν οι Παλλακείες. Οι σύζυγοι, πολλές φορές με την πρόφαση ότι θέλουν να αποκτήσουν παιδιά, στην περίπτωση που αυτό δεν είχε επιτευχθεί με την νόμιμη σύζυγο, έφερναν στο σπίτι τους τις Παλλακείες, στις οποίες ο νόμος εξασφάλιζε κληρονομικά δικαιώματα επί των παιδιών τα οποία θα γεννιόντουσαν.
Στην επανάσταση του 1821-1828, οι ελληνίδες γυναίκες συμμετείχαν στον αγώνα δίπλα στο πλευρό των πολεμιστών (π.χ. Μπουμπουλίνας) κουβαλώντας τρόφιμα και πολεμοφόδια ή μισθώνοντας καράβια, τα οποία τα έθεταν στην υπηρεσία του αγωνιζόμενου λαού.
Με την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, η γυναίκα και πάλι δεν απέκτησε ισότιμη θέση με το άντρα, ενώ η συμμετοχή της στον απελευθερωτικό αγώνα, δεν εκτιμήθηκε δεόντως. Έτσι, η γυναίκα παρέμεινε στην υπηρεσία του νοικοκυριού και της φροντίδας των παιδιών και του συζύγου.
Στον 19ο αιώνα, τα πράγματα για τις γυναίκες παραμένουν ίδια, καθώς ο λειτουργικός κατά φύλα καταμερισμός παρουσίας και δράσης απέδιδε τον «δημόσιο» χώρο της πολιτικής και της οικονομίας, προνομιακά στους άντρες και τον «ιδιωτικό» ή «οικιακό» στις γυναίκες. Την περίοδο εκείνη, ωστόσο, άρχισαν να εμφανίζονται δειλά-δειλά κάποια επαγγέλματα, όπως της δασκάλας, της μεταφράστριας, της ποιήτριας και της συγγραφέως, ιδίως μετά το 1887.
Ο 19ος αιώνας όμως, χαρακτηρίζεται και από την εμφάνιση ενός προοδευτικού και ιδιαίτερα μεταρρυθμιστικού οργανωμένου κινήματος, του φεμινισμού. Το φεμινιστικό κίνημα, δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά, οι συλλογικές προσπάθειες των γυναικών, ώστε να ξεπεράσουν οι ίδιες τα όρια του «ιδιωτικού» χώρου και να εισέλθουν ισότιμα με τον άντρα στον «δημόσιο». Ο φεμινισμός, ως κοινωνικό κίνημα επικεντρώθηκε και εστίασε κυρίως στον περιορισμό και την εξάλειψη κάθε φυλετικής ανισότητας, στην υπεράσπιση και προώθηση των συμφερόντων, των δικαιωμάτων, καθώς και των ευρύτερων γυναικείων ζητημάτων στην κοινωνία.
Έτσι, από το τέλος του 19ου αιώνα, αρχίζει η γυναίκα σε όλο τον κόσμο να εισβάλει στα «αντρικά» επαγγέλματα και στις επιστήμες, να αποκτά δικαιώματα ψήφου και να διεκδικεί θέση στα δημόσια και κυβερνητικά αξιώματα. Χάρη στο φεμινιστικό κίνημα και την βιομηχανική επανάσταση (όπου η τεχνολογική έκρηξη μετατόπισε την γυναίκα από το σπίτι στο εργοστάσιο), η γυναίκα κατάφερε να αποδράσει από τον πυρήνα της οικογένειας και την σφαίρα του «ιδιωτικού χώρου» και να εισέλθει στον χώρο της παραγωγής, της οικονομικής αυτοτέλειας και της επαγγελματικής καταξίωσης.
Περνώντας λοιπόν η γυναίκα στον «δημόσιο» χώρο, ανέλαβε ρόλους παραδοσιακά αντρικούς, όπως η οικονομική στήριξη της οικογένειας, χωρίς βέβαια να της επιτραπεί να εγκαταλείψει τα παλιά της «καθήκοντα»: όπως εκείνα της φροντίδας του σπιτιού και της οικογένειας, με αποτέλεσμα να μιλάμε στην ουσία για μια μονόπλευρη ισότητα.


Είναι σήμερα δεδομένο ότι ο γυναίκες κατάφεραν έπειτα από αγώνες να αποδεσμευτούν από την βιολογική τους αναφορά και έπαψαν έως έναν βαθμό να θεωρούνται υποδεέστερες των αντρών. Γεννιέται όμως το ερώτημα: οι γυναίκες κατάφεραν τελικά να εξαλείψουν εντελώς το οικουμενικό φαινόμενο της ασυμμετρίας στις σχέσεις των φύλων που κυριαρχούσε τόσους αιώνες; Η απάντηση είναι απλή. Αν και βρισκόμαστε στον 21ο αιώνα, οι διακρίσεις σε βάρος των γυναικών εξακολουθούν να υφίστανται και να παραβιάζουν τις αρχές των ίσων δικαιωμάτων και τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Αν και η γυναίκα σήμερα έχει αναγνωριστεί ισάξιο μέλος της πολιτείας, τα κατάλοιπα της ανδροκρατούμενης κοινωνίας είναι ακόμη φανερά.
Η ψυχολογική, οικονομική και σωματική βία που μπορεί να φτάσει στον βιασμό, την σεξουαλική κακοποίηση και κάποιες φορές και στον φόνο, αποτελούν μορφές βίας που υπήρχαν και εξακολουθούν, σε κάποιο βαθμό ακόμη – δυστυχώς όχι αμελητέο – να υπάρχουν.
Η Ελλάδα, σύμφωνα με επιδημιολογικές μελέτες, που πραγματοποιήθηκαν ανά χώρα για κακοποιημένες γυναίκες, κατέχει την 11η θέση, με ποσοστό 6% των γυναικών να ομολογούν, ότι έχουν υποστεί κακοποίηση σε κάποια φάση της ζωής τους. Στις πρώτες θέσεις βρίσκονται η Ιαπωνία, με ποσοστό 70%, και η Τουρκία με ποσοστό 60%, ενώ στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μία στις πέντε γυναίκες έχει υποστεί κατά τη διάρκεια της ζωής της, κάποια μορφή βίας.
Η βία κατά των γυναικών βρίσκεται παντού και πλέον αποτελεί ένα συνηθισμένο φαινόμενο। Σε κάποιες χώρες ωστόσο, αυτή η βία όχι απλά είναι δεδομένη αλλά δικαιολογείται και συγκαλύπτεται από τον σκοταδισμό ορισμένων θρησκειών, όπως στην περίπτωση της θρησκείας του Ισλάμ, που επικαλείται τον Ισλαμικό νόμο για να καλύψει μορφές βίας κατά των γυναικών.
Στο Πακιστάν, οι γυναίκες αποτελούν τα εύκολα θύματα των αντρών, οι οποίοι δρουν ανενόχλητοι χωρίς να τους αγγίζει ποτέ ο νόμος. Κάθε χρόνο, περίπου σαράντα γυναίκες δέχονται επίθεση με βιτριόλι από τους συζύγους, τους πατέρες ή τους εραστές τους για εντελώς ασήμαντους λόγους (π.χ. όταν μια κοπέλα απορρίπτει έναν άντρα). Κάποιες κοπέλες καταφέρνουν να επιβιώσουν και κάποιες όχι, ενώ στην καλύτερη περίπτωση χρειάζονται πολλές και ακριβές πλαστικές αποκατάστασης του προσώπου, που τις περισσότερες φορές δεν επιφέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Έτσι, οι κοπέλες παραμένουν συνήθως φρικτά παραμορφωμένες και βρίσκονται στο περιθώριο σκορπίζοντας τον οίκτο αλλά και τον τρόμο σε όποιον τις αντικρίζει.
Και σε άλλες όμως χώρες, τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Έρευνα στη Νότιο Αφρική, έδειξε ότι ένας στους τέσσερις πολίτες στη χώρα έχει διαπράξει βιασμό! Η έρευνα έδειξε ότι ο βιασμός θεωρείται κάτι το φυσιολογικό σε μια κοινωνία που έχει περάσει χρόνια καταπίεσης. Σύμφωνα με στοιχεία της αστυνομίας, το 2007, βιάστηκαν 36.000 γυναίκες, δηλαδή περίπου 100 την ημέρα. Δυστυχώς, τις περισσότερες φορές τα ψυχολογικά τραύματα και το κοινωνικό στίγμα που επισύρει ο βιασμός, αποθαρρύνουν τις γυναίκες να καταγγείλουν τον βιασμό στις αστυνομικές αρχές.
Η Αφρική είναι ένα «σκοτεινό» σημείο του πλανήτη αναφορικά με τα δικαιώματα της γυναίκας, από πολλές απόψεις. Η φρικιαστική παράδοση του ακρωτηριασμού των γεννητικών οργάνων σε μικρά κορίτσια ή έφηβες δυστυχώς συνεχίζεται, σε χώρες όπως η Νιγηρία και η Ουγκάντα. Ο σαφής υποβιβασμός της γυναίκας τονίζεται από την αφαίρεση του δικαιώματός της να χαίρεται τον έρωτα, μέσα από την απάνθρωπη αυτή τακτική που συνήθως γίνεται ομαδικά και λαμβάνει την μορφή γιορτής-τελετής μύησης στην ενήλικη ζωή. Ο χώρος μπορεί να είναι είτε κάποιο σπίτι, είτε κάποιο ιατρείο, είτε – εφόσον ο ακρωτηριασμός συνδέεται με συγκεκριμένο τελετουργικό – ένα δέντρο ή ένα ποτάμι. Την όλη διαδικασία αναλαμβάνει κατά κύριο λόγο μια μεγάλης ηλικίας γυναίκα, μαία ή παραδοσιακή θεραπεύτρια ή, στην καλύτερη περίπτωση, ένας γιατρός. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν χορηγείται αναισθητικό, ενώ τα μέσα που χρησιμοποιούνται είναι κυρίως σπασμένα γυαλιά, ψαλίδια, τενεκεδάκια και κάθε λογής κοφτερά αντικείμενα. Για το ράψιμο των ακρωτηριασμένων περιοχών επιστρατεύονται αγκάθια και βελόνες και για την επούλωση των τραυμάτων χρησιμοποιούνται ορισμένα αντισηπτικά που δεν είναι τίποτε άλλο παρά παραδοσιακές αλοιφές από βότανα, γάλα, αυγά, στάχτη και κοπριά.
Και ενώ στη Νότιο Αφρική οι άντρες βιάζουν και μένουν ατιμώρητοι ενώ οι γιατροί ακρωτηριάζουν γυναικεία γεννητικά όργανα, στο Ιράν οι γυναίκες μόλις διαπράξουν μια απλή μοιχεία καταδικάζονται σε θάνατο δια λιθοβολισμού. Στις γυναίκες αυτής της χώρας, επιβάλλονται δυσανάλογες ποινές καθώς ο νόμος και τα δικαστήρια δεν τις αντιμετωπίζουν ισόνομα σε σχέση με τους άντρες. Καθίστανται έτσι ευάλωτες σε άδικες δίκες γιατί υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να είναι αγράμματες σε σχέση με τους άντρες και είναι πολύ εύκολο να υποπέσουν σε διάφορες παγίδες και να υπογράψουν ομολογίες για εγκλήματα που ποτέ δεν διέπραξαν. Ο ποινικός κώδικας που επιβάλλει την εκτέλεση δια του λιθοβολισμού, θεωρείται ιδιαίτερα αυστηρός καθώς υπαγορεύει ακόμη και το μέγεθος της πέτρας που θα χρησιμοποιηθεί και η οποία θα πρέπει να είναι αρκετά μεγάλη για να προκαλέσει πόνο αλλά όχι τόσο ώστε να σκοτώσει το θύμα αμέσως!
Η εξέλιξη της κατά φύλο ανισότητας διαπλέκεται με την εξέλιξη κάθε κοινωνίας και ενυπάρχει σε αυτή. Η υποτέλεια των γυναικών ήταν αποτέλεσμα του ελέγχου που ασκούσαν οι άντρες από τα πρώτα χρόνια της εξέλιξης. Μέσα από τους αιώνες, η γυναίκα κατόρθωσε να αποδεσμευτεί από την βιολογική της υπόσταση και να συγκροτηθεί σε συγκεκριμένα κοινωνικά συμφραζόμενα. Κατάφερε να αποκτήσει αυτογνωσία και να απαγκιστρωθεί από τον «ιδιωτικό» χώρο και τις οικιακές της εργασίες. Από τα παραπάνω όμως έγινε σαφές ότι αυτό δεν το κατόρθωσε σε κάθε μήκος και πλάτος του πλανήτη μας.
Δυστυχώς λοιπόν, στον 21ο αιώνα η γυναίκα δεν αποδεσμεύτηκε πλήρως από την αντρική κυριαρχία. Τα ανδροκρατούμενα κατάλοιπα που πολλές φορές είναι βαθιά ριζωμένα, συνεχίζουν να την καθορίζουν, να την προσδιορίζουν και την χειραγωγούν. Το φαινόμενο της ασυμμετρίας στις σχέσεις των δύο φύλων συνεχίζει να υφίσταται και να έχει οικουμενικές διαστάσεις.