Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

Το φαινόμενο της ανεργίας: μια γενική προσέγγιση


Οι ιστορικές συγκυρίες, καθώς και οι κοινωνικο – οικονομικές και πολιτικές επιλογές του εκάστοτε κράτους, αποτελούν το πλαίσιο αναφοράς στην προσπάθεια ερμηνείας του φαινομένου της ανεργίας.

Η οικονομική κρίση για μια χώρα έχει ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση των δυνατοτήτων απασχόλησης του ντόπιου εργατικού δυναμικού και στη συνέχεια την προοδευτική αύξηση του αριθμού των ανέργων.

Η αδυναμία απορρόφησης του ντόπιου εργατικού δυναμικού σε μια χώρα δημιουργεί με τη σειρά της μεγάλες κοινωνικο – οικονομικές επιπτώσεις που δεν μπορούν μακροπρόθεσμα να αποτιμηθούν ως θετικές.

Η υπανάπτυξη και το κλείσιμο των βιομηχανικών και βιοτεχνικών κέντρων έχει ως συνέπεια χιλιάδες θέσεις εργασίας να χάνονται τελείως.

Σε άλλες περιπτώσεις, μεγάλες επιχειρήσουν που υπηρετούν πολιτικές και οικονομικές σκοπιμότητες και επικρατούν εις βάρος μικρότερων, καταφέρνουν συνήθως να παίρνουν στα χέρια τους το μονοπώλιο και να κυριαρχούν.

Υπάρχουν επίσης επαγγέλματα που παρατηρείται πολύ συχνά το φαινόμενο του κορεσμού θέσεων εργασίας και η αδυναμία απορρόφησης πλεονάζοντος δυναμικού.

Θα πρέπει να πούμε επίσης ότι δεν είναι λίγες οι φορές που σε μια χώρα συγκεντρώνεται φθηνό εργατικό δυναμικό, με αποτέλεσμα τη μείωση του ντόπιου εργατικού δυναμικού της χώρας.

Σε πάρα πολλά κράτη ακόμα, επικρατεί το καθεστώς της αναξιοκρατίας που υποκρύπτει πολιτικά συμφέροντα, δημιουργία πλασματικών προβλημάτων στις επιχειρήσεις και έλλειψη κατάλληλης εργασιακής νομοθεσίας.

Η ανεργία γενικά, θα πρέπει να τονίσουμε, παρουσιάζει διακυμάνσεις κατά την πορεία ενός οικονομικού κύκλου, καθώς και μεταβολές.

Τα ποσοστά της ανεργίας, επίσης, διαφοροποιούνται σημαντικά από χώρα σε χώρα, οι οποίες μπορεί να εκπροσωπούν ανεπτυγμένες ή μη ανεπτυγμένες οικονομίες. Τέλος, τα ποσοστά ανεργίας διαφέρουν επίσης και μεταξύ διαφορετικών ομάδων ηλικίας, περιοχών και φυλών.

Η αδυναμία απορρόφησης του εργατικού δυναμικού για μια χώρα μπορεί να επιφέρει για την ίδια πολλές εκρηκτικές συνέπειες.

Η χώρα χάνει καταρχήν την οικονομική και κοινωνική ευρωστία και ευημερία της. Η νομισματική σταθερότητα και ροή συναλλάγματος περιορίζεται και ανθίζει η παραοικονομία.

Παρατηρείται επίσης άνιση κατανομή πλούτου, κοινωνικές εντάσεις και χάσματα στις ασύμμετρες σχέσεις εργατών και εργαζομένων, με συνέπεια να δημιουργούνται αντικοινωνικά φαινόμενα που κορυφώνονται με εκδηλώσεις βίας.

Η μη απορρόφηση επίσης του ντόπιου εργατικού δυναμικού μπορεί να οδηγήσει και στο φαινόμενο της μαζικής εξωτερικής μετανάστευσης, που έχει ως αποτέλεσμα τη διαταραχή και το κλονισμό των οικογενειακών σχέσεων ενός τόπου και την αύξηση της υπογεννητικότητας.

Σε ατομικό επίπεδο, τα άτομα που είναι θύματα της ανεργίας βιώνουν το μεγάλο πρόβλημα της επιβίωσης και της κάλυψης των στοιχειωδών αναγκών (τροφή, ένδυση, σπίτι, κτλ). Τα άτομα αυτά διακατέχονται από συναισθήματα μοναξιάς, άγχους και ανασφάλειας, καθώς δεν ικανοποιούν την έμφυτη τάση που έχουν όλοι οι άνθρωποι για δημιουργία και εποικοδόμηση.

Έτσι αυτοί οι άνθρωποι, προκειμένου να βρουν οποιαδήποτε μορφή εργασίας, υποτάσσονται σε κάθε είδους επιλογές που μπορεί να υποκρύπτουν απειλές και μορφές εκμετάλλευσης και έτσι οι ίδιοι, αδύναμοι να ενσωματωθούν σε μία τέτοιου τύπου κοινωνία, παραμένουν πολλές φορές περιθωριοποιημένοι.

Η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα σε μια κρίσιμη καμπή της σύγχρονης ιστορίας της, μιας και η ανεργία βρίσκεται ήδη στο προσκήνιο και η οικονομική κρίση λαμβάνει εκρηκτικές διαστάσεις, αφού αντιπροσωπεύει τα νοικοκυριά και την αγοραστική τους δύναμη και όχι μόνο.

Πρώτα απ’ όλα στην Ελλάδα παρατηρείται μια ανελαστικότητα σε ότι αφορά την αγορά εργασίας, καθώς η Ελλάδα έχει το χαμηλότερο ποσοστό μερικής απασχόλησης στην Ευρώπη. Αυτό γίνεται γιατί οι εργαζόμενοι σε οργανισμούς θεωρούν τη μερική απασχόληση ως κατώτερη μορφή απασχόλησης και πιστεύουν ότι η διαδοχή της στην Ελλάδα είναι αβέβαιη, λόγω του χαμηλού εισοδήματος που αποφέρει.

Άλλος παράγοντας είναι ο ρόλος των αλλοδαπών – μεταναστών, όπου σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή ένωση, η συμμετοχή των μεταναστών στο εργασιακό δυναμικό της χώρας και ιδιαίτερα στον πρωτογενή τομέα αποτελεί ένα ακόμη πλήγμα για την ελληνική αγορά εργασίας.

Η Ελλάδα επίσης είναι από τις λίγες χώρες που υιοθετεί το θεσμό της υψηλής νομικής προστασίας των εργαζομένων, καθώς η απόλυση προσωπικού αποτελεί μια σύνθετη διαδικασία και οι νέες προσλήψεις επιφέρουν τεράστιο κόστος.

Οι προοπτικές απασχόλησης επίσης των νέων στην Ελλάδα επηρεάζονται και από τον συνδυασμό του υψηλού μισθολογικού κόστους και του χαμηλού επιπέδου του κατώτατου μισθού. Αυτό έχει ως συνέπεια να παρατηρούνται υψηλά επίπεδα ανεργίας και στους νέους.

Τέλος, θα πρέπει να πούμε ότι οι δαπάνες στην Ελλάδα στους τομείς ενεργητικής πολιτικής απασχόλησης είναι πολύ μικρές σε σχέση με άλλες χώρες.

Όλα αυτά, σε συνδυασμό με το πρόσφατο ψήφισμα του μνημονίου από την κυβέρνηση που αφορά περικοπές μισθών σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, κατάργηση επιδόματος πολυτέκνων και επιδόματος ανεργίας, υποδηλώνουν ότι το πρόβλημα της ανεργίας είναι εξαιρετικά πολύπλοκο και σύνθετο. Το πρόβλημα αυτό στην Ελλάδα οφείλεται κυρίως σε θεσμικούς παράγοντες, κυβερνητικές πολιτικές, αλλά και παγιωμένες νοοτροπίες που κυριαρχούν στον ελληνικό χώρο εργασίας.

Η αντιμετώπιση της ανεργίας δεν αποτελεί μια εύκολη υπόθεση. Το κράτος οφείλει να συνειδητοποιήσει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα και να αναλάβει την οργάνωση ενός μακροπρόθεσμου σχεδίου λύσης του προβλήματος.

Η παρουσία ενός συγκροτημένου νομοθετικού πλαισίου που θα θεσμοθετήσει μέτρα αξιοκρατικής επιλογής προσωπικού και που θα στηρίζεται στην ισότητα και στην παροχή ίσων ευκαιριών μόρφωσης, κατάρτισης και ευρέσεως εργασίας κτλ, αποτελεί πλέον επιτακτική ανάγκη.

Για να λυθεί το πρόβλημα της ανεργίας στην Ελλάδα θα πρέπει επίσης να γίνει κατανοητό ότι ο ανθρώπινος παράγοντας και οι ανάγκες του στην κοινωνία έχει τη μεγαλύτερη σημασία, πέρα από κάθε κυβέρνηση και πολιτικά – μικροκομματικά συμφέροντα που διαβάλλουν τη σημερινή κατάσταση της οικονομίας της χώρας.

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2011

Ένας μικρός παράδεισος κοντά στην πόλη μας


Ο Βόλος είναι μία από τις λίγες πόλεις στην Ελλάδα που δίνει τη δυνατότητα σε όποιον το επιθυμεί, μέσα σε πολύ λίγο χρόνο από το κέντρο της πόλης, να έρθει σε επαφή με τη φύση και τον πολιτισμό.

Το καταπράσινο χωριουδάκι του Αγίου Ονουφρίου, που είναι κτισμένο κατά μήκος του χείμαρρου Κραυσίδωνα, αποτελεί μια όαση απαράμιλλης ομορφιάς. Λίγα μόλις χιλιόμετρα από το κέντρο του Βόλου, ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει το πανέμορφο αυτό χωριό και την εντυπωσιακή φυσική ομορφιά και να νιώσει αμέσως κομμάτι αυτού του τόπου.

Το χωριό βρίσκεται στους πρόποδες του Πηλίου και πήρε το όνομά του από την ερειπωμένη εδώ και αιώνες μονή Οσίου Ονουφρίου. Η συγκεκριμένη μονή προϋπήρχε της μονής οξείας επίσκεψης της Μακρινίτσας και διορίστηκε σ’ αυτήν ως μετόχι από τον κτήτορα της μονής οξείας επίσκεψης, Κωνσταντίνο Μελισσηνό. Σύμφωνα με την παράδοση στην χάρη του Αγίου προσέφευγαν ανύπαντρες γυναίκες για να βρουν τον ιδανικό σύντροφο.

Στο χωριό αναπτύχθηκαν στο παρελθόν πολλά παραδοσιακά επαγγέλματα που στηρίζονταν στην εκμετάλλευση του νερού, το οποίο τότε ήταν φυσικά πιο άφθονο και είχε περισσότερη ορμή. Οι δριτσέλες, τα ελαιοτριβεία, οι νερόμυλοι, τα βυρσοδεψία και οι γανωμάτηδες, στηρίζονταν αποκλειστικά στη χρήση και αξιοποίηση του νερού. Η περιοχή παρήγαγε επίσης λάδι, ελιές και κρασί, προϊόντα τα οποία οι κάτοικοι του χωριού διακινούσαν σε όλες τις περιοχές της βόρειας Ελλάδας.

Το χωριό γνώρισε μεγάλη οικονομική άνθηση και οικοδομήθηκαν σ’ αυτό αξιόλογες κατοικίες, όπως αρχοντικά και πυργόσπιτα με δύο και τρεις ορόφους τα οποία ανήκαν σε εύπορους εμπόρους και κτηματίες. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας το χωριό, όπως και τα περισσότερα χωριά του Πηλίου, λεηλατήθηκε σε μεγάλο βαθμό.

Η περιοχή του Αγίου Ονουφρίου αποτελεί σήμερα έναν μικρό επίγειο παράδεισο, που έχει καταφέρει όλα αυτά τα χρόνια να διατηρήσει την παρθενική του ομορφιά, σε όλο του το μεγαλείο. Τα φιδωτά ανηφορικά δρομάκια που υπάρχουν κατά μήκος του ποταμού, καλούν τον επισκέπτη να τα διασχίσει και να αισθανθεί την απαλή σιγαλιά του δάσους που πλανιέται στην ατμόσφαιρα ή να αφουγκραστεί τον ήχο του γάργαρου νερού και τα τιτιβίσματα των πουλιών, κάτω από τις πυκνές φυλλωσιές των πλατανιών, στο ξέφωτο.

Πέρα όμως από τη φύση που ξεχύνεται με τόση μεγαλοπρέπεια και ομορφιά, εντύπωση και θαυμασμό προκαλεί και το δίτοξο, πέτρινο, τοξωτό γεφύρι του Κάππα, όπως είναι γνωστό, κτισμένο σύμφωνα με τον πηλιορείτικο παραδοσιακό αρχιτεκτονικό ρυθμό, καμωμένο από μεγάλες, ακανόνιστου σχήματους, λαξευμένες πέτρες. Το γεφύρι αυτό συνδέει την πλευρά που βρίσκεται προς το χωριό Σταγιάτες με τον οικισμό του Αγίου Ονουφρίου και είναι κτισμένο σε ένα ειδυλλιακό τοπίο μέσα στην καρδιά του δάσους.

Η περιοχή του Αγίου Ονουφρίου, μια ανάσα μόλις από το Βόλο, αποτελεί πράγματι μια από τις γραφικότερες περιοχές του νομού που σε προκαλεί να την εξερευνήσεις βήμα προς βήμα για να σε μαγέψει με την γοητεία και τη μυστική ομορφιά της.

Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2011

Πλατεία Ρήγα Φεραίου


Η πλατεία Ρήγα Φεραίου αποτελεί την μεγαλύτερη πλατεία του Βόλου και συμπυκνώνει όλη την ιστορική εξέλιξη της πόλης.

Ο χώρος της πλατείας αποτελούσε στο παρελθόν «διαχωριστική ζώνη» ανάμεσα στο κάστρο και το νέο οικισμό που δημιουργήθηκε το 1840. Αυτήν τη διαχωριστική ταυτότητα ο χώρος την κράτησε και στα επόμενα χρόνια, όπου κατασκευάστηκαν εκεί το εμποροδικείο, οι στρατώνες και το τελωνείο.

Το 1882 σύμφωνα με το νέο πολεοδομικό σχέδιο της πόλης ο χώρος μετατρέπεται πλέον σε πλατεία και αποτελεί τον κεντρικό πυρήνα και το σημείο αναφοράς της πόλης.

Η πλατεία, τοποθετημένη δίπλα στο σιδηροδρομικό σταθμό και το λιμάνι, αποκτά μια ισχυρή χωρική δύναμη και οργανώνεται ακολουθώντας τη διαρκή εξέλιξη της πόλης.

Οι οικονομικές δυσκολίες όμως του δήμου, σε συνδυασμό με σημαντικά γεγονότα, όπως το κύμα των προσφύγων το 1922, ο πόλεμος του 1940 και οι σεισμοί του 1955 επηρέασαν τη συνολική πορεία και την εξέλιξη της περιοχής, καθυστερώντας αρκετά τον σχεδιασμό και τον προγραμματισμό της ανάπτυξης του δημόσιου χώρου.

Το 1890 ανεγείρεται στην ανατολική άκρη της πλατείας, που παρέμενε αδιαμόρφωτη για πολλά χρόνια, το κτίριο του δημοτικού θεάτρου, ενώ η πρώτη ουσιαστική προσπάθεια που θα έδινε στην πλατεία την απαιτούμενη μορφολογική και αισθητική υπόσταση καταγράφεται το 1931, μετά την αναθεώρηση του σχεδίου πόλης με τα σχέδια του δημάρχου Κ. Καρτάλη. Tα σχέδια αυτά προϋπόθεταν την ανέγερση δημοτικής αγοράς, λουτρών και δημοτικού μεγάρου.

Τελικά κανένα από τα έργα αυτά εκείνο το διάστημα δεν πραγματοποιήθηκε και το 1939 ο δήμος Βόλου αποφασίζει να κατεδαφίσει τους παλιούς στρατώνες που βρίσκονταν σε ερειπώδη πλέον κατάσταση και με τη βοήθεια του αρχιτέκτονα Πάνου Τσολάκη, ξεκινάει η διαδικασία οργάνωσης σχεδίου καλλωπισμού της πλατείας.

Η όλη προσπάθεια αναστέλλεται από την μεσολάβηση του πολέμου και επανέρχεται το 1949 με κάποια τροποποιημένα σχέδια. Τελικά μετά τους καταστροφικούς σεισμούς του 1955, ο σχεδιασμός της πλατείας τίθεται υπό νέους όρους.

Ο δήμος Βόλου αποφασίζει την ανοικοδόμηση στην πλατεία οχτώ κτιρίων: του δημαρχείου, του θεάτρου, της λαϊκής βιβλιοθήκης, της φιλαρμονικής, της ΧΑΝ, του ερυθρού σταυρού, των δημοτικών λουτρών και της φρουταγοράς. Με όλες αυτές τις αλλαγές και διαφοροποιήσεις η πλατεία αποκτά πλέον καθαρά μορφολογικά χαρακτηριστικά και διαφορετική σημασία από αυτή που αρχικά της αποδόθηκε.

Ο αρχιτέκτονας Πάνος Τσολάκης το 1958 αναλαμβάνει εκ νέου τη μελέτη διαμόρφωσης της πλατείας και τον Φεβρουάριο του 1960 εγκρίνεται από το υπουργείο δημόσιων έργων πλέον η τροποποίηση του σχεδίου πόλεως στο σημείο της πλατείας και συντάσσεται σχέδιο για την τροποποίησή της.

Το 1972 ολοκληρώνεται η κατασκευή του δημαρχείου και το δημοτικό θέατρο ολοκληρώνεται τον Ιανουάριο του 1989, ενώ τα υπόλοιπα κτίρια που είχαν αποφασιστεί να γίνουν τελικά δεν έγιναν ποτέ.

Η πλατεία με τον καιρό διαμορφώθηκε σε πάρκο, καθώς έγιναν οι αντίστοιχες δενδροφυτεύσεις και πεζόδρομοι και στολίστηκε με αξιόλογα γλυπτά. Με την πάροδο του χρόνου η πλατεία απέκτησε τη δική της φυσιογνωμία και λειτουργικότητα στο χώρο της πόλης, μετά από πολλές και ποικίλες διαδοχικές φάσεις ανάπτυξης.

Σήμερα η πλατεία – πάρκο του Ρήγα Φεραίου αποτελεί τη μεγαλύτερη πλατεία της πόλης και σχεδιασμένη σύμφωνα με τους προδεγιαγραμμένους τύπους αστικής οργάνωσης καταφέρνει να διατηρήσει πλήρη ισορροπία ανάμεσα στο φυσικό περιβάλλον που αντιπροσωπεύει η ίδια ως πάρκο και το δομημένο περιβάλλον που αποτελεί η πόλη. Στην πολεοδομική διάσταση του Βόλου, η πλατεία του Ρήγα Φεραίου κατέχει μια ιδιαίτερη θέση στην ταυτότητα της πόλης, σε μια πόλη που δυστυχώς οι δημόσιοι χώροι και οι πλατείες αποτελούν σπάνιο αγαθό.

Βιβλιογραφία

Βίλμα Χαστάογλου, «Οι περιπέτειες των πλατειών του Βόλου», ΕΝ ΒΟΛΩ (15 Οκτωβρίου – Δεκεμβρίου 2004) σσ. 16-17