Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2009
Ο ναός του Αγίου Νικολάου στα Κανάλια: Ένα από τα σημαντικότερα βυζαντινά μνημεία της Μαγνησίας
Ο ναός του αγίου Νικολάου που κτίστηκε προς τιμήν του αγίου Νικολάου, προστάτη των ψαράδων, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα βυζαντινά μνημεία της Μαγνησίας. Αυτό το μικρό, ιδιαίτερο μνημείο είναι κυρίως γνωστό από τους ντόπιους και την επιστημονική κοινότητα και λιγότερο γνωστό από τον υπόλοιπο κόσμο της ευρύτερης περιοχής του νομού. Είναι κτισμένος στην ανατολική όχθη της αποξηραμένης σήμερα λίμνης Βοιβής και σε μία περιοχή όπου τα αρχαιολογικά λείψανα βυζαντινών κτισμάτων και οικισμών μαρτυρούν μια συνεχής κατοίκηση του χώρου.
Ο μικρός ναός χρονολογείται από τον 12ο αιώνα. Το μνημείο σώζεται σε κακή σχετικά κατάσταση, χωρίς στέγη. Μεταγενέστερες οικοδομικές φάσεις δε διακρίνονται, ενώ η αρχική αρχιτεκτονική του μορφή διατηρεί τα αυθεντικά χαρακτηριστικά της. Ο ναός ανήκει στον τύπο του απλού κεραμοσκέπαστου ναού με εγκάρσια καμάρα στον νάρθηκα, πάνω από την οποία υπήρχε κατά το παρελθόν μονοκλινής στέγη. Η κάτοψη του κυρίως ναού ακολουθεί τις αρμονικές αναλογίες της χρυσής τομής. Όσον αφορά την τοιχοποιία του ναού, έχουμε εφαρμογή του πλινθοπερίκλειστου συστήματος δόμησης και του συστήματος δόμησης που στηρίζεται που στηρίζεται στη χρήση μικρών οριζόντιων τούβλων, που παρεμβάλλονται στους μεγάλους σε πλάτος αρμούς, μεταξύ των ακανόνιστων ημιλαξευμένων λίθων. Η εφαρμογή του τελευταίου συστήματος δόμησης αποτυπώνεται τέλεια στα δίλοβα παράθυρα του ναού και αποτελεί το πιο γνωστό σύστημα δόμησης των μνημείων που χρονολογούνται στον 12ο αιώνα. Χαρακτηριστικοί είναι επίσης και οι πλίνθινοι διάκοσμοι, που υπάρχουν στα ανοίγματα των θυρών και των παραθύρων.
Σ’ αντίθεση με τα αρχιτεκτονικά μορφολογικά μέρη που θεωρούνται ποιοτικώς μέτρια, οι τοιχογραφίες που σώζονται στο εσωτερικό του ναού θεωρούνται ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες και αξιόλογες.
Οι τοιχογραφίες που σώζονται μέχρι σήμερα και χρονολογούνται σε τρεις διαφορετικές εποχές, διατηρούνται στην αψίδα του βήματος στην κόγχη της προθέσεως και στο ανατολικό άρθρο του βόρειου τοίχους. Στην αψίδα του βήματος απεικονίζεται η Παναγία στον εικονογραφικό τύπο της «βλαχερνίτισας». Η Θεοτόκος απεικονίζεται όρθια με υψωμένα τα χέρια σε στάση δέησης και με την εικόνα του Χριστού ζωγραφισμένη σε εγκόλπιο στα στήθη της. Εκατέρωθεν της Παναγίας υπάρχουν δύο μετάλλια με τους αρχάγγελους Ouriel και Ραφαήλ. Στην τοιχογραφία υπάρχει η επιγραφή ΜΡ.ΘΥ (Μήτηρ Θεού) που βρίσκεται δεξιά και αριστερά από το κεφάλι της Παναγίας. Στο κάτω μέρος της απεικόνισης μεσολαβεί μία ταινία που είναι διακοσμημένη με ρόμβους, ενώ κάτω από αυτή απεικονίζονται αριστερά και δεξιά του δίλοβου παραθύρου ο άγιος Χρυσόστομος και ο άγιος Βασίλειος.
Δίπλα σε αυτούς τους αγίους απεικονίζονται και δύο άλλοι αρχιερείς, των οποίων τα ονόματα δε διακρίνονται, θεωρούμε όμως από τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά τους ότι πρόκειται για τον άγιο Αθανάσιο και τον άγιο Γρηγόριο. Οι αρχιερείς παριστάνονται όρθιοι και μετωπικοί. Με το αριστερό χέρι κρατούν ένα διακοσμημένο βιβλίο, ενώ με το δεξί ευλογούν. Στην κόγχη της προθέσεως απεικονίζεται ο διάκονος Στέφανος. Ο διάκονος απεικονίζεται όρθιος, με το αριστερό χέρι να σηκώνει ένα αγγείο με θυμίαμα και με το δεξί χέρι ένα θυμιατό. Στο ανατολικό άκρο του βόρειου τοίχου, στην κόγχη της προθέσεως και κοντά στο διάκονο Στέφανο, υπάρχει η εικονογραφική σύνθεση της σκηνής του μελισμού. Ο Χριστός απεικονίζεται ως βρέφος, γυμνός πάνω από το βωμό και με το δεξί του χέρι να ευλογεί. Κάτω από το κιβώριο διακρίνεται η επιγραφή «ο μελισμός». Ο εικονογραφικός αυτός τύπος συμβολίζει τη μετουσίωση του άρτου σε σώμα και του οίνου σε αίμα. Πρόκειται για ένα συνηθισμένο εικονογραφικό τύπο, που συναντάται συχνά σε βυζαντινά μνημεία του 12ου αιώνα.
Ο ανατολικός τοίχος τώρα είναι ζωγραφισμένος ως το ύψος της εισόδου του ναού. Από τη μία πλευρά της εισόδου έχουμε τις εικόνες του Χριστού και του αγίου Ιωάννη του Πρόδρομου και από την άλλη της Παναγίας και του αγίου Νικολάου, με τις αντίστοιχες επιγραφές. Κάτω από τις εικόνες υπάρχει μια μεγάλη διακοσμητική ζώνη, η ζωγραφική της οποίας παραπέμπει σε κεντημένες κουρτίνες, ενώ κάτω από αυτή τη ζώνη μια μικρότερη που είναι διακοσμημένη με ρόμβους. Από την άλλη πλευρά, πάνω από το δυτικό τοίχος, απεικονίζονται τέσσερις μορφές ολόσωμων γυναικών που βρίσκονται δεξιά και αριστερά της εισόδου. Οι δύο πρώτες αγίες είναι η αγία Παρασκευή και η αγία Αναστασία, ενώ για τις άλλες δύο αγίες που διακρίνονται με δυσκολία δεν έχει γίνει η αντίστοιχη ταύτιση. Πιστεύεται ότι η μία από τις δύο μορφές πιθανόν να ταυτίζεται με την αγία Αικατερίνη.
Οι υπόλοιπες τέσσερις επιφάνειες των τοίχων του νάρθηκα αναφέρονται στην τελική κρίση. Η συγκεκριμένη σύνθεση διατηρεί όλα τα στοιχεία του συγκεκριμένου εικονογραφικού τύπου, όπως αυτός διαμορφώθηκε τον 12ο αιώνα. Οι σκηνές σώζονται δυστυχώς αποσπασματικά. Στο βόρειο τοίχος απεικονίζεται ο παράδεισος (ο οποίος οριοθετείται) και μέσα σ’ αυτόν η Παρθένος σε στάση δέησης και καθισμένη σε έναν θρόνο, ενώ εκατέρωθέν της υπάρχουν δύο άγγελοι. Ακριβώς από κάτω απεικονίζεται ο Αβραάμ, καθισμένος επίσης σε ένα θρόνο, να δέχεται στους κόλπους του τις ψυχές των εκλεκτών και δίπλα του παριστάνεται ο καλός ληστής που φέρει το σταυρό του. Την παράσταση συμπληρώνουν οι θεωρίες των δικαίων μέσα σε νέφη. Στον δυτικό τοίχο έχουμε την αποσπασματική σκηνή ανθρώπων και συγκεκριμένων ζώων που ανήκαν πιθανόν στην παράσταση της τελευταίας κρίσης. Πάνω από τον ανατολικό τοίχο έχουμε την απεικόνιση του μεγάλου ποταμού της κολάσεως. Ο ποταμός διασχίζει τη σκηνή διαγώνια. Στη δεξιά όχθη παριστάνεται η γη και η θάλασσα ( η κόλαση αναπαριστάνεται με απεικονίσεις της γης και της θάλασσας). Υπάρχουν επίσης μορφές βασιλέων που φέρουν εμβλήματα και που κάθονται στην άκρη της θάλασσας. Η θάλασσα απεικονίζεται ως μια νέα γυναίκα που κάθεται πάνω σε ένα κοχύλι στην πλάτη πάνω στην πλάτη ενός θαλάσσιου τέρατος, από το ανοιχτό στόμα του οποίου προβάλλει ένας άνθρωπος. Στο κεφάλι ενός άλλου τέρατος, ένα ανθρώπινο κομμένο κεφάλι φέρει την επιγραφή «ο αντίχριστος». Τη σύνθεση συμπληρώνουν άγγελοι σαλπιστές που καλούν τους νεκρούς να ξυπνήσουν και οι άνεμοι στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, ενώ δε λείπουν πάλι από τη σύνθεση τα ζώα και οι ζωόμορφοι δαίμονες. Στην αριστερή όχθη του ποταμού έχουμε το επεισόδιο του «ζυγίσματος» των ψυχών. Το χέρι του Θεού ξεπροβάλλει από τον ουρανό κρατώντας τη ζυγαριά των ψυχών και μπροστά σ’ αυτήν παρουσιάζονται οι αμαρτωλοί γυμνοί, να περιμένουν την ετυμηγορία. Από τη μία πλευρά απεικονίζονται δαίμονες να φιλονικούν με τους αγγέλους και από την άλλη άγγελοι να σπρώχνουν τους δαίμονες στο βασίλειο του σατανά. Ο ποταμός της κολάσεως καταλήγει στο σώμα ενός πελώριου τέρατος. Ανάμεσα στους αμαρτωλούς επισημαίνονται με επιγραφή οι «βασιλείς» και «τύραννοι» και για μία ακόμη φορά υπάρχει η επιγραφή «ο αντίχριστος».
Μέσα στο στόμα του τέρατος απεικονίζεται ο Άδης, γυμνός και γέρος με μακριά μαλλιά και ουρά. Κάτω από τη σκηνή της κρίσης, σε ένα ειδικό χώρισμα, απεικονίζεται η κόλαση, όπου οι αμαρτωλοί θα εκτελέσουν τις ποινές τους. Τέλος στο κεντρικό κλίτος της εκκλησίας, στο κάτω μέρος των τοιχών, υπάρχει μία συνεχής ζώνη με απεικονίσεις ολόσωμων αγίων, ενώ πάνω από αυτήν υπάρχουν μετάλλια που φέρουν πάλι μορφές αγίων. Ψηλότερα υπάρχουν δύο σειρές με παραστάσεις που αναφέρονται στα επεισόδια της ζωής του αγίου Νικολάου και του Χριστού. Η αφιερωματική επιγραφή του ναού υπάρχει πάνω από τη νότια είσοδο και διασώζεται δυστυχώς αποσπασματική.
Ο ζωγράφος με τις σκηνές της κρίσεως και τις συχνές απεικονίσεις των δαιμόνων ως συμβόλων δυνάμεων του κακού δεν έχει σκοπό να τρομοκρατήσει του πιστούς. Στόχος του είναι να απεικονίσει αυτόν τον ανατριχιαστικό κόσμο της κολάσεως, που έρχεται σε αντίθεση με τον παράδεισο και τον κόσμο του Θεού. Μέσα από αυτήν τη σύνθεση ο ζωγράφος ήθελε προφανώς να τονίσει το αίσθημα της ελπίδας και της σωτηρίας.
Οι φτερωτοί δαίμονες που όπως προαναφέραμε επαναλαμβάνονται στις σκηνές της κρίσης, παραπέμπουν σε αποτρόπαιες μορφές αρχαίων πολιτισμών της Ανατολής, ενώ η μορφή του Άδη που παριστάνεται ως γέρος με μακριά μαλλιά και ουρά παραπέμπει στους Σάτυρους της αρχαίας Ελλάδας. Έτσι βλέπουμε να κυριαρχεί στις συνθέσεις αυτός ο συγκερασμός και αυτή η συνύπαρξη και η συγχώνευση στοιχείων του κλασικισμού στη βυζαντινή τέχνη – ζωγραφική.
Όσον αφορά τις μορφές των συνθέσεων, παρατηρούμε ότι αυτές απεικονίζονται με μεγάλα μάτια, αψιδωτά φρύδια και με τις χαρακτηριστικές εκφραστικές ρυτίδες του μετώπου. Εντύπωση μας κάνει η ιδιαίτερη διακόσμηση των ενδυμάτων, καθώς και η μεγάλη ευκρίνεια που αποδίδονται τα νεανικά χαρακτηριστικά ορισμένων μορφών (όπως ο διάκονος Στέφανος και οι άγγελοι εκατέρωθεν της Παναγίας Βλαχερνίτισας).
Οι μορφές αποπνέουν μία έντονη εσωτερικότητα, ενώ έμφαση δίνεται στην απλότητα και λιτότητα που κυριαρχούν στις περισσότερες συνθέσεις. Η εικονογραφία ακολουθεί ένα πλούσιο αφηγηματικό και συμβολικό χαρακτήρα. Βασικός στόχος του καλλιτέχνη είναι να τονίσει και να εκφράσει την πνευματικότητα των εικονιζόμενων μορφών. Αν και η εικονογραφία στο σύνολό της δίνει την εντύπωση μιας αρμονικής σύνθεσης, ωστόσο η ζωγραφική παρουσιάζει ορισμένες φορές αδεξιότητες ως προς την απόδοση των προσώπων και των γραμμικών πτυχώσεων των ενδυμάτων. Αυτή η αδυναμία, σε συνδυασμό με την έλλειψη τρισδιάστατης προοπτικής, υποδηλώνει ένα μέτριο τρόπο ζωγραφικής και έκφρασης.
Ο μεγάλος αριθμός επίσης των επιγραφών που φέρουν οι τοιχογραφίες δείχνει ότι ο ζωγράφος ήταν γνώστης της εκκλησιαστικής ιστορίας και είχε την αντίστοιχη θεολογική παιδεία, κάτι που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο ναός του αγίου Νικολάου προφανώς να απευθύνονταν όχι σε απλούς πιστούς, αλλά σε πιστούς – μοναχούς.
Σήμερα στο ναό του αγίου Νικολάου είναι πλέον ορατός ο κίνδυνος κατάρρευσης ορισμένων τμημάτων του. Η επίβλεψη και η λήψη άμεσων μέτρων αποκατάστασης του μνημείου αποτελεί πλέον επιτακτική ανάγκη. Τη μελέτη συντήρησης των τοιχογραφιών του ναού έχει αναλάβει η 7η εφορία βυζαντινών αρχαιοτήτων.
Η παρουσία του μνημείου στο χώρο της Μαγνησίας ισχυροποιεί το βαθμό της ιστορικής συνείδησης και της προστασίας της ιστορικής μνήμης. Η προστασία του βυζαντινού ναού από την καταστροφή δεν αφορά μόνο τη φυσική διατήρησή του, αλλά συμβολίζει και την ανάγκη της ανάδειξης και της προβολής της ιστορικής του συνέχειας.
Βιβλιογραφία
• Μπούρα Λασκαρίνα - Χαράλαμπος, Η Ελληνική Ναοδομία κατά των 12ο αιώνα, Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα, 2002.
• Kourkoutidou – Nikolaidou, Les fresques de l’église saint-Nicolas à Kanalia, la Thessalie, Quinze années de recherche archéologique 1975-1990, Bilans et perspectives, Actes du colleque international, Lyon, Avril 1990.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου