Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

Ο γλύπτης Φιλόλαος και το έργο του στην παραλία του Αναύρου




Βιογραφικό

Ο Φιλόλαος Τλούπας γεννήθηκε στη Λάρισα το 1934. Αφετηρία της καλλιτεχνικής του δημιουργίας υπήρξε ο μαραγκός πατέρας του και ο χαλκουργός παππούς του. Ο ίδιος είχε δείξει από μικρός ιδιαίτερη αγάπη για τα υλικά (ξύλο, χαλκός κτλ) με τα οποία πειραματίζονταν αρκετά συχνά.
Το 1944 εισάγεται στη σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και μαθητεύει δίπλα στο γλύπτη Μιχάλη Τόμπρο και Αθανάσιο Απάρτη. Το 1950 με υποτροφία σπουδάζει ση σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού και το ατελιέ του γνωστού καλλιτέχνη Μαρσέλ Ζιμόν. Το 1956 δημιουργεί το πρώτο του γλυπτό από γύψο για την καφετέρια «La Reqence», ενώ την περίοδο 1951 – 1967 διδάσκει ο ίδιος γλυπτική στη σχολή του Κλερό, στα προάστια του Παρισιού, όπου και δημιουργεί τις λεγόμενες «γκογκότες», μικρά γλυπτά από πηλό, που αναπαριστάνουν τερατόμορφα παραμυθένια ζώα.
Το 1958 αγοράζει το κτήμα Σαντ Ρεμί Λε Σερβέζ, που βρίσκεται στα προάστια του Παρισιού, όπου και κατασκευάζει το σπίτι και το ατελιέ του, το οποίο, όπως είχε κάποτε πει, αποτελούσε για τον ίδιο το καλύτερο «πορτραίτο» του. Το 1959 συνεργάζεται με τον αρχιτέκτονα Αντρέ Γκομίς και δημιουργούν ένα περίφημο γλυπτό σιντριβάνι στο σχολείο της περιοχής Bangeux, ενώ την περίοδο 1963 – 1971, σε συνεργασία πάλι με τον Γκομίς κατασκευάζουν ένα ιδιαίτερο και μεγαλοπρεπές έργο, το υδραγωγείο της πόλης Valance.
Το 1992, σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Φρανσουά, διαμορφώνει ένα πάρκο με γλυπτά στα προάστια του Παρισιού, το 1996 δημιουργεί ένα κήπο με γκογκότες στην περιοχή Saint Aventine en Yvelines, ενώ το 1998 διακοσμεί με γλυπτά την είσοδο του Μακεδονικού Μουσείου σύγχρονης τέχνης στη Θεσσαλονίκη.
Το έργο του και η συνολική προσφορά του αναγνωρίστηκαν σε μεγάλο βαθμό. Ο ίδιος διακρίθηκε για τη δουλειά του το 1984 με το μετάλλειο Πλαστικών Τεχνών από την Ακαδημία Αρχιτεκτονικής της Γαλλίας, ενώ το 2005 η γαλλική κυβέρνηση τον τίμησε για το συνολικό του έργο και τον ανακήρυξε «αξιωματικό του τάγματος των τεχνών και των γραμμάτων». Τέλος, τον Μάρτιο του 2009, το φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης παρουσίασε το ντοκιμαντέρ «Φίλοι και Μαρίνα», με θέμα τη συνολική δράση του καλλιτέχνη.
Ο Φιλόλαος έφυγε από τη ζωή πρόσφατα σε ηλικία 87 ετών στο Παρίσι, στο σπίτι όπου εκεί είχε ζήσει τα τελευταία 50 χρόνια. Ο ίδιος ήταν ένας καταξιωμένος γλύπτης με γνήσιο καλλιτεχνικό ένστικτο και με μια αξιόλογη και επιτυχημένη καλλιτεχνική παρουσία. Το πιο μεγαλοπρεπές και το πιο επιβλητικό έργο του, όπως θεωρούσε και ο ίδιος, ήταν οι υδατοδεξαμενές στην πόλη Valance, που έγιναν σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Αντρέ Γκομίς.
Αγαπημένα του υλικά, τα οποία χρησιμοποιούσε στα έργα που έφτιαχνε, αποτελούσαν το ξύλο, το μάρμαρο, το ανοξείδωτο ατσάλι και το επεξεργασμένο σκυρόδεμα – πλυμένο τσιμέντο ή μπετόν λαβέ, τα οποία σε συνδυασμό με την καλλιτεχνική του δημιουργία και το προικισμένο πνεύμα του μετουσιώνονταν σε μεγαλοπρεπείς συνθέσεις.

Η γλυπτική σύνθεση στην παραλία του Αναύρου

Το έργο του Φιλόλαου όμως δεν περιορίστηκε μόνο στο εξωτερικό, ο καλλιτέχνης άφησε την προσωπική του καλλιτεχνική σφραγίδα και στον τόπο του. Το 1992 ο Φιλόλαος δημιούργησε το μνημείο της Αντίστασης στο πάρκο Αλκαζάρ της Λάρισας, ενώ παλιότερα, το 1986, είχε δημιουργήσει μια γλυπτική σύνθεση αφαιρετικών μορφών στην παραλία του Αναύρου στο Βόλο.
Συγκεκριμένα, στο Βόλο το 1986, ο τότε δήμαρχος Μιχάλης Κουντούρης ανέθεσε στο Φιλόλαο την κατασκευή μιας γλυπτικής σύνθεσης στην πλατεία του Αναύρου, με την ευκαιρία των εγκαινίων του πάρκου και την προέκταση της παραλίας του Βόλου. Έτσι, με την ευγενική προσφορά του γλύπτη Φιλόλαου, δημιουργήθηκε μια ξεχωριστή μνημειακή σύνθεση που είχε τον τίτλο «Μορφές».
Τα υλικά που χρησιμοποίησε ο Φιλόλαος για την κατασκευή αυτής της σύνθεσης ήταν χαλίκι, σκυρόδεμα και ανοξείδωτο ατσάλι, υλικά που τα αγαπούσε ιδιαίτερα και τα είχε χρησιμοποιήσει στο παρελθόν και άλλα έργα του.
Η συγκεκριμένη σύνθεση αποτελείται από τέσσερα διαφορετικά κομμάτια, τα οποία είναι παρατεταγμένα στη σειρά, τα τρία σε κοντινή απόσταση μεταξύ τους και το τέταρτο λίγο πιο μακριά. Η σύνθεση βρίσκεται πάνω σε ένα υψηλότερο επίπεδο από αυτό του δρόμου, προβάλλοντας έτσι την παρουσία της πιο έντονα. Το έργο είναι ιδανικά ενταγμένο και πλήρως εναρμονισμένο στο περιβάλλον με φυσικό φόντο τη θάλασσα, δημιουργώντας έτσι μια σωστή ισορροπία στο χώρο.
Αυτά τα τέσσερα διαφορετικά κομμάτια που έχουν διαφορετικό σχήμα και μέγεθος αναπαριστούν κατά πολλούς τα μέλη μιας οικογένειας σε αφηρημένη μορφή. Η τέχνη του γλύπτη αυτονομείται και αποδεσμεύεται από τον δευτερεύοντα διακοσμητικό του ρόλο. Βασικά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου έργου είναι η σχηματοποίηση ή ηθελημένη παραμόρφωση, η αποσπασματική απόδοση, η απλοποιητική επεξεργασία των όγκων, η αφαιρετική διάθεση και η απομάκρυνση από τη ρεαλιστική ανάπλαση των μορφών. Πρόκειται για μια αντισυμβατική εκδοχή τέχνης, όπου βασίζεται στην τοποθέτηση μη παραστατικών ή εννοιολογικών μορφών, που ωστόσο κατάφερε να γίνει κατανοητή και αγαπητή από το κοινό, περισσότερο απ’ όσο θα γίνονταν μια παραδοσιακή καλλιτεχνική φόρμα.
Το έργο του Φιλόλαου στην παραλία του Αναύρου είναι ένα έργο που προωθεί μια δημόσια τέχνη μη ρεαλιστική και ακαδημαϊκή, που δε βασίζεται σε οικείους κώδικες αναπαράστασης, αλλά πρεσβεύει μια απλή και λιτή μη παραστατική μορφή τέχνης, που εξυπηρετεί καλύτερα τις ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου που αναζητά την πρωτοπορία και την καινοτομία στη ζωή του.
Αν και η αφαιρετική τάση επικαλύπτει το έργο του καλλιτέχνη, ο ίδιος επιμένει να δώσει στη σύνθεσή του έναν ανθρωποκεντρικό ρόλο, αποδομώντας τις μορφές και προβάλλοντάς τες σχηματοποιημένες. Οι τέσσερις μορφές παρουσιάζονται σε μια γενικευμένη, χωρίς λεπτομέρειες απόδοση και προβάλλονται με μια αινιγματική διάθεση, που προκαλεί το θεατή να τις αγγίξει για να τις κατανοήσει.
Η μνημειακή σύνθεση των τεσσάρων μορφών στο πάρκο του Αναύρου αποτελεί ένα από τα ομορφότερα έργα του Φιλόλαου που έγιναν στην Ελλάδα και για το οποίο η πόλη του Βόλου νιώθει υπερήφανη. Ο καλλιτέχνης με το συγκεκριμένο έργο «απομυθοποιεί» το ρόλο της τέχνης, επιδιώκοντας έτσι μια πιο λιτή και ελεύθερη έκφραση που κατάφερε να αγαπηθεί ιδιαίτερα από το κοινό και να το κερδίσει.