Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2010

Θανάσης Φάμπας: Ο ζωγράφος και γλύπτης από τον Λαύκο Πηλίου


Ο Θανάσης Φάμπας είναι ένας από τους πιο αξιόλογους ζωγράφους, που διακρίθηκε για τη προσφορά του στην Ελλάδα και το εξωτερικό και κατάφερε να ξεχωρίσει με τα έργα του και να παρουσιάσει μέσα από τη δουλειά του εκφραστικές προεκτάσεις της τέχνης, κινούμενος μέσα στο κλίμα των εξπρεσιονιστικών τόνων και των συμβολικών τύπων.
Ο Θανάσης Φάμπας γεννήθηκε το 1922 στον Λαύκο Πηλίου. Το 1946-47 σπούδασε στη σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και το 1950 συνέχισε τις σπουδές του στο Ινστιτούτο Καλών Τεχνών Ν. Γρηγορέσκου Βουκουρεστίου, όπου ολοκλήρωσε και το μεταπτυχιακό του στη μνημειακή ζωγραφική. Το 1952 είχε ήδη λάβει μέρος στην πανρουμανική έκθεση Καλών Τεχνών, που είχε πραγματοποιηθεί στο Βουκουρέστι. Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο καλλιτέχνης συμμετείχε σε περισσότερες από 60 κρατικές εκθέσεις στη Ρουμανία, καθώς και σε διάφορες άλλες εκθέσεις, διεθνείς και ομαδικές, σε πολλές χώρες της Ευρώπης, της Βόρειας και Νότιας Αμερικής και της Αφρικής. Αντιπροσώπευσε επίσης την Ελλάδα σε διεθνείς εκθέσεις της τέχνης στο Βουκουρέστι της τέχνης στο Βουκουρέστι, στη Μόσχα, το Βερολίνο και τη Βαρσοβία.
Ο Θανάσης Φάμπας ασχολήθηκε τόσο με τη ζωγραφική και την εικονογράφηση βιβλίων, όσο και με τη γλυπτική. Ο ίδιος είχε αναλάβει την εικονογράφηση 30 βιβλίων που είχαν δημοσιευτεί στην Ελλάδα και τη Ρουμανία. Εικονογράφησε επίσης το βιβλίο του Γιάννη Ρίτσου, της Ιωάννας Τσάτσου, του Δημήτρη Ραβανή, του Μενέλαου Λουντέμη και του Ηλία Λεφούση, ενώ ασχολήθηκε και με την φιλοτέχνηση εξώφυλλων δίσκων κλασικής μουσικής.
Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια σχεδίασε και σκάλισε πέντε μνημεία αντιστασιακού χαρακτήρα, έχοντας βιώσει και ο ίδιος την σκληρότητα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, τιμώντας έτσι τους ήρωες και τα θύματα του πολέμου. Στην κοινότητα του Λαύκου πρόσφερε οκτώ αγάλματα και εξήντα πίνακες και στην πόλη του Βουκουρεστίου ένα άγαλμα με απεικόνιση του Ρήγα Φερραίου.
Δεκαπέντε χάλκινα και μαρμάρινα αγάλματα και πάνω από χίλια έργα ζωγραφικής βρίσκονται σε ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές στην Ελλάδα, στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ και στη Βραζιλία.
Για τη δουλειά και τα έργα του υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία με μελέτες Ρουμάνων και Ελλήνων. Πάνω από είκοσι λεξικά αναφέρουν το όνομά του, ενώ πολλά άρθρα και μελέτες έχουν γραφτεί σε περιοδικά και εφημερίδες τέχνης. Ο ρουμανικός κινηματογράφος έχει παρουσιάσει τη δουλειά του σε δύο ταινίες μικρού μήκους, ενώ έχουν γίνει και πολλές παρουσιάσεις των έργων του στη ρουμανική τηλεόραση. Το 2004, η Ελληνική Ένωση δημοσίευσε το βιβλίο «Θανάσης Φάμπας, ένα αμετάβλητο πεπρωμένο», που γράφτηκε από τη Θεοδώρα Ρούσου – Φάμπα.
Το 2005, ο δήμος Σηπιάδος τίμησε αυτόν τον σπουδαίο δημιουργό για την εξαιρετική του συμβολή, ιδρύοντας ένα μουσείο προς τιμήν του, το Φάμπειο μουσείο, στο παλιό δημοτικό σχολείο του Λαύκου, με σκοπό να φιλοξενήσει τα έργα που δώρισε στον τόπο του ο καλλιτέχνης.
Στα έργα του κυριαρχεί κατ’ αποκλειστικότητα η γυναικεία φιγούρα, αποδοσμένη με αρχαία λυρικότητα και βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Στην απόδοση των μορφών, διαπιστώνεται εύκολα από τη μια πλευρά η επαφή του καλλιτέχνη με την αρχαία ελληνική παράδοση και τέχνη και από την άλλη, η καθαρά προσωπική του προσφορά.
Ο καλλιτέχνης διηγείται με το δικό του, ιδιότυπο, ζωγραφικό του τρόπο μικρές ιστορίες, προσδίδοντας σ’ αυτές διάφορες αδυναμίες, ευαισθησίες και προσωπικά οράματα.
Τα έργα ξεχωρίζουν για τη λυρική διάθεση που εκπέμπουν, την εκλεπτυσμένη χρωματική διαπραγμάτευση και τον ιδιότυπο και εύκολα αναγνωρίσιμο εξπρεσιονισμό. Στρέφεται προς το φως, το χρώμα, τη ζωή και την καθημερινότητα
Με ουσιαστική καλλιτεχνική παιδεία, ο καλλιτέχνης σμιλεύει την πέτρα και κάνει μορφή τις σκέψεις και τις ιδέες του και φωνή και λόγο το υλικό του.
Ο γόνιμος συγκερασμός πλαστικών και ζωγραφικών αξιών που αποτυπώνονται στα έργα του, σε συνδυασμό με την έμφαση που δίνεται στα εξπρεσιονιστικά χαρακτηριστικά και την επιβολή γενικευμένων τύπων, κάνει τα έργα του μοναδικά και ξεχωριστά.
Ο καλλιτέχνης ενσωματώνει στις δημιουργίες του με καθαρά προσωπικό τρόπο, ιδεαλιστικά και ρεαλιστικά στοιχεία, τύπους της αρχαίας ελληνικής τέχνης, αλλά και στοιχεία της μοντέρνας.
Τα έργα του χαρακτηρίζονται από μία διηγηματική διάθεση και η θεματογραφία έχει να κάνει, όπως προαναφέραμε, κυρίως με τη γυναίκα, συνδυάζοντας πλαστά και σχεδιαστικά στοιχεία, παραδοσιακά και νέα χαρακτηριστικά, στο πλαίσιο μιας ιδιότυπης, προσωπικής γλώσσας.
Έχοντας βιώσει τον πόλεμο, καθώς ο ίδιος ήταν μέλος της Εθνικής Αντίστασης, προσανατολίζει ένα μέρος της τέχνης του προς σ’ αυτήν την κατεύθυνση. Σε πολλά γλυπτά, όπως το γλυπτό που είναι αφιερωμένο στη συμβολή της γυναίκας στην Εθνική Αντίσταση, διατυπώνονται έντονα και καθαρά τα παραστατικά στοιχεία και οι συμβολικές προεκτάσεις του έργου, δίνοντας έτσι μια εξαιρετικά πλούσια, εκφραστική φωνή σ’αυτό.
Σ’ αυτό, όπως και σε άλλα τέτοιου τύπου έργα, τονίζεται η μνημειακότητα, η εναλλαγή όγκων, η εκφραστική προέκταση που αυτά αποπνέουν, αλλά και η διηγηματική και εξπρεσιονιστική θεματολογία που χρησιμοποιείται με απόλυτη ασφάλεια για να αποδώσει το συμβολικό περιεχόμενο του έργου.
Ζωγράφος και γνήσιος γλύπτης με πηγαία καλλιτεχνική παρορμητικότητα, ο Θανάσης Φάμπας διακρίθηκε για τις συνεχείς του αναζητήσεις και τις προσωπικές του κατακτήσεις. Κατόρθωσε να δώσει στα έργα του μια ιδιαίτερη εσωτερική δύναμη και έναν αξιόλογο εκφραστικό πλούτο. Κατάφερε μέσα από την τέχνη του να εξωτερικεύσει τον εσωτερικό του κόσμο, τις μνήμες και τις αλήθειες του, τα οποία και μπόρεσαν να αναχθούν μέσα από την πράξη της δημιουργίας σε έργα τέχνης.

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2010

Ξεχασμένα κάστρα στο Βόλο και στο Πήλιο


Στο χώρο του Πηλίου υπάρχουν ακόμη και σήμερα οχυρωματικές κατασκευές, απομεινάρια παλαιότερων εποχών, που πιστοποιούν την ιστορική μνήμη του τόπου. Πρόκειται στην ουσία για συνονθυλεύματα από πέτρες και ντουβάρια, όπου η οικοδομική και χωροταξική τους δομή μαρτυρούν τον οχυρωματικό και αμυντικό τους χαρακτήρα. Εγκαταλειμμένα οικοδομικά κατάλοιπα, με μεγάλη ωστόσο αξία, παρά το γεγονός ότι η αρχαιολογική σκαπάνη δεν τα ερεύνησε συστηματικά. Τα ερείπια αυτά μολονότι βρίσκονται ξεχασμένα διατηρούν ακόμη μια μυστηριώδης και επιβλητική αύρα που μας μεταφέρει σε ιστορίες με πολέμους και πολιορκίες μιας άλλης εποχής.
Τα κάστρα και τα τείχη αυτά αποτελούσαν οχυρωματικές κατασκευές, συνήθως περιορισμένων διαστάσεων και είχαν φρουριακό χαρακτήρα. Σημαντικά ίχνη αρχαίων οχυρώσεων δε βρέθηκαν, διαπιστώθηκε όμως η ύπαρξη αρκετών βυζαντινών κάστρων και οχυρωματικών πύργων που μαρτυρούν τη βυζαντινή κατοχή στο χώρο της Μαγνησίας και του Πηλίου.
Τα κάστρα του Πηλίου υπολογίζονται γύρω στα 40. Τα περισσότερα δυστυχώς σώζονται σε κακή κατάσταση, περιθωριοποιημένα και ετοιμόρροπα. Ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος που κανένας περιηγητής ή χρονογράφος δεν ασχολήθηκε σοβαρά με τη μελέτη αυτών των οχυρωματικών κατασκευών.
Αποσπασματικές έως και μηδαμινές είναι οι πληροφορίες που παίρνουμε από γραπτές πηγές διαφόρων περιηγητών και αρχαιολόγων οι οποίοι προσπαθούν να διαφωτίσουν το ιστορικό πορτραίτο αυτών των κτισμάτων, που στερούνται της συστηματικής ανασκαφικής έρευνας.
Πολλοί ξένοι περιηγητές όπως ο ιστοριοδίφης William Leake, οι Άγγλοι αρχαιολόγοι Wace και Thompson και άλλοι στην πρώτη εικοσαετία του σημερινού αιώνα, καθώς και νεότεροι Έλληνες ερευνητές, όπως ο Γεωργιάδης, ο Αρβανιτόπουλος, ο Φιλιππίδης κτλ, προσπάθησαν να σχηματίσουν ένα αδρό πλαίσιο της ιστορίας και της λειτουργίας αυτών των κτισμάτων. Ο Γάλλος ερευνητής Mezières όμως, ο οποίος επισκέφτηκε το Πήλιο και τον Κίσσαβο το 1851 και έγραψε το βιβλίο «Αναμνήσεις από το Πήλιο και την Όσσα» (το οποίο δεν έχει ακόμα μεταφραστεί) ήταν ο μόνος που δεν αντιμετώπισε τα εγκαταλειμμένα αυτά κάστρα ως ταπεινές φρουριακές κατασκευές από πέτρα, αλλά ως μάρτυρες και απομεινάρια μιας άλλης ένδοξης εποχής, που συνδέονταν με ξεχασμένες σελίδες της τοπικής μας ιστορίας και μνήμης.
Ξεκινώντας από την πόλη του Βόλου έχουμε το γνωστό κάστρο της πόλης που βρίσκεται στην περιοχή των Παλαιών. Το αρχικό οχυρωματικό κάστρο κτίστηκε τον 6ο αιώνα στο δυτικό τομέα της πόλης και στη συνέχεια πέρασε στη δικαιοδοσία των βυζαντινών φεουδαρχών, των Καταλανών και τέλος των Οθωμανών, όπου και έπαψε να λειτουργεί ως πολεμικό φρούριο. Η τελευταία επίθεση που δέχτηκε ήταν από το Βενετικό στόλο Μοροζίνι το 1655 όπου έχουμε και τη μερική καταστροφή του. Από εκεί και έπειτα έχουμε το κτίσιμο αποθηκών γύρω από το λιμάνι, ενώ ανατολικά του κάστρου αναπτύσσονται συνοικίες με κατοικίες εμπόρων και μαγαζιά.
Το κάστρο βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση από τα υπόλοιπα κάστρα του Πηλίου, διατηρώντας αρτιμελή αρκετά τμήματά του, καθώς είχε ανακαινιστεί από τους Τούρκους μετά την κατάκτηση της Θεσσαλομαγνησίας το 1423. Σήμερα ξεχωρίζει από τον ομώνυμο λόφο ο ψηλός περιμετρικός τοίχος περίφραξης, ενώ η νότια πλευρά οχύρωσης του κάστρου αποτελεί το μεγαλύτερο σωζόμενο τμήμα του. Δυστυχώς οι προσπάθειες για την ανάδειξη, την προβολή και τη διατήρηση της περιοχής του κάστρου είναι ελάχιστες.
Στο λόφο της Γορίτσας υπάρχει το αντίστοιχο οχυρό του παράκτιου λόφου με το τείχος που περίκλειε την αρχαία πόλη της οποίας το όνομα ήταν άγνωστο (μερικοί μελετητές την ταύτιζαν με το Ορμίνιο και άλλοι με την αρχαία Δημητριάδα). Το τείχος της πόλης κατασκευάστηκαν πιθανότατα από τον Κάσανδρο (316 – 298 πΧ) και είχε μήκος 2,850 χλμ. Η πόλη ήταν κτισμένη στα Ν.Α. του λόφου και διαιρεμένη σε οικοδομικά τετράγωνα. Στο ψηλότερο μέρος του λόφου το τείχος περίκλειε την ακρόπολη. Η ερήμωση της πόλης χρονολογείται το 294 πΧ με την ίδρυση της αρχαίας Δημητριάδας.
Το μνημείο αποτελεί ένα από τα ελάχιστα παραδείγματα ελληνιστικής πόλης που δε δέχτηκε μεταγενέστερες επεμβάσεις.
Ο αρχαιολογικός χώρος στο λόφο της Γορίτσας παρουσιάζει σήμερα ένα καλά διατηρημένο μικρό πόλισμα της πρώιμης ελληνιστικής περιόδου. Τα θεμέλια των τειχών βρίσκονται σχεδόν παντού, ενώ σώζονται και τμήματα από τους μικρής κατασκευαστικής αξίας πύργους, καθώς και ίχνη από πύλες. Ο προμαχώνας επίσης του οχυρωματικού περίβολου της Γορίτσας που ανακαλύφθηκε το 1931 από τους αρχαιολόγους Νίκο Βασιλάκο και Θωμά Πολυζώη είναι ορατός και εντυπωσιάζει κυριολεκτικά τον επισκέπτη.
Σήμερα το μνημείο βρίσκεται δυστυχώς έρμαιο των λατομείων που έχουν ανοιχτεί στο βουνό και της τσιμεντοβιομηχανίας ΑΓΕΤ – Ηρακλής που βρίσκεται έξω ακριβώς από τον περιφραγμένο αρχαιολογικό χώρο, ο οποίος μοιάζει εγκαταλειμμένος καθώς αγριόχορτα έχουν σκεπάσει τον αρχαίο οικισμό και η ανάγκη αναμόρφωσής του αποτελεί πλέον επιτακτικό αίτημα.
Έξω από την πόλη του Βόλου βρίσκεται το παλαιόκαστρο των Λεχωνίων, όπως ήταν τότε γνωστό. Το παλαιό αυτό οχυρό βρίσκεται στην πραγματικότητα στα διοικητικά όρια της κοινότητας του Άγιου Βλάσση, που στα παλιά χρόνια λέγονταν «Καραμπάσι».
Το οχυρό αποτελούνταν από διπλά τείχη που ήταν ενισχυμένα με κτιστούς τετράγωνους πύργους, όπου το βόρειο τείχος περίκλειε τις κατοικίες της πόλης, ενώ το νότιο που ήταν και ψηλότερο είχε καθαρά οχυρωματικό χαρακτήρα. Σύμφωνα με υποθέσεις του Mezière, τα Λεχώνια (Καραμπάσι όπως λέγονταν τότε) μπορεί να ήταν η θέση της ομηρικής πόλης Μεθώνης, της μοναδικής πόλης που τοποθετείται από τον Πλίνιο ανάμεσα στην Ιωλκό και στην Ολιζώνα.
Σήμερα τα ίχνη αυτού του διπλού τείχους σώζονται σε άσχημη κατάσταση, αφημένα στο έλεος του χρόνου και της φύσης. Από την οχυρωματική κατασκευή ξεχωρίζει ένα μικρό τμήμα του πύργου της νότιας πλευράς του καραμπασιώτικου παλαιόκαστρου που στέκεται, αν και μισογκρεμισμένο, ακόμη όρθιο.
Στο λόφο του προφήτη Ηλία, όπου σήμερα βρίσκεται και το ομώνυμο καπουρνιώτικο ξωκλήσι υπάρχει το κάστρο της Κάπουρνας. Το σωζόμενο τμήμα του τείχους του καπουρνιώτικου κάστρου είναι χαμηλό και είναι φτιαγμένο από πέτρες τοποθετημένες χωρίς καμία ιδιαίτερη τεχνική. Σύμφωνα με τον Mezières, στην περιοχή αυτή βρίσκονταν, η αναφερόμενη από τον Όμηρο, μαγνητική πόλη Ορμίνιο.
Το τελευταίο σωζόμενο κάστρο βρίσκεται στην περιοχή του Κεραμιδίου (ανατολικό Πήλιο) και θεωρείται και το πιο αξιόλογο. Η αρτιότητα και η επιβλητικότητα των αρχαίων λειψάνων, καθώς και οι τεράστιες καλοδουλεμένες πέτρες (δείγματα μακεδονικής ή ελληνιστικής προέλευσης) αποτελούν βασικά στοιχεία που κάνουν το κάστρο του Κεραμιδίου να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα προαναφερόμενα κάστρα.
Στο κάστρο υπήρχαν πολλοί πύργοι που ήταν τετράγωνοι και κυκλικοί, καθώς και δύο πύλες. Ο περίβολος της πόλης ( η οποία υπήρχε μέσα στην οχυρωματική κατασκευή) ξεκινούσε από τη θάλασσα και ανέβαινε προς τα πλάγια του λόφου. Η περιφέρεια της πόλης ήταν μικρή, ενώ στο τελείωμά της, στα δυτικά, βρίσκονταν η ακρόπολη.
Πρόκειται ουσιαστικά για μία παράκτια θέση οχυρωματικής πόλης απροσπέλαστης, καθώς ήταν περιτριγυρισμένη από απότομους βράχους και διέθετε έτσι τεράστια δύναμη άμυνας. Σύμφωνα με τον Mezières, η ελληνική αυτή πόλη του Κεραμιδίου ήταν η αρχαία Κασθαναία, η μόνη πόλη που είχε ιστορικό όνομα ανάμεσα στις πόλεις Σηπιάδα και Μελιβοία.
Σήμερα μπορεί κανείς να συναντήσει κάποια εντυπωσιακά απομεινάρια του τείχους μέσα στην πυκνή βλάστηση. Το καλύτερα, ωστόσο, διατηρημένο τμήμα του κεραμιδιώτικου κάστρου βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά.
Τα οχυρωματικά αυτά οικοδομήματα του παρελθόντος λεηλατήθηκαν από τους αρχαιοκάπηλους, τους αντάρτες και από τις καταδρομές των καιρών. Υπολείμματα των αρχαίων αυτών τειχών ή κάστρων χρησιμοποιήθηκαν από τους ντόπιους κατοίκους, οι οποίοι έφτιαξαν τα νεότερα σπίτια και τα ξωκλήσια τους, καταστρέφοντάς τα σχεδόν ολοσχερώς.
Απομεινάρια από το βυζαντινό κάστρο στο Λεφόκαστρο, τον πύργο στο Μετόχι, το περίεργο οικοδόμημα στην κοιλάδα της αρχαίας λίμνης Βοιβής, καθώς και σε άλλες περιοχές όπως στην Νταμούχαρη, το Μούρεσι και το Νεοχώρι έχουν σχεδόν εξαφανιστεί, καθώς δεν έγιναν οι προαπαιτούμενες ανασκαφικές έρευνες και οι διαδικασίες συντήρησης και αναστήλωσης των αρχαιοτήτων.
Όσα κτίσματα κατάφεραν με δυσκολία να επιβιώσουν μέσα στο χρόνο, βρίσκονται σήμερα ξεχασμένα και έχουν γίνει ένα με την πηλιορείτικη χλωρίδα. Αβέβαιο για το πόσο ακόμη θα αντέξουν, στέκονται εκεί έξω προβάλλοντας έντονα τη θλιβερή παρουσία τους και κρύβοντας θαμμένες βαθιά «πεθαμένες» ιστορικές μνήμες του τόπου μας, που ίσως να μην αναστηθούν ποτέ και ίσως να τις πάρουν μαζί τους όταν θα έχουν χαθεί για πάντα.


Βιβλιογραφία
Κώστας Λιάπης, «Τα παλαιόκαστρα του Πηλίου», ΑΡΧΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ – ΤΟΜΟΣ 12, ΒΟΛΟΣ (1999), σελ. 85-120